The Curious Case of Benjamin Button: (Ξανά) Υπερτιμημένος Ντ. Φίντσερ

Αργοί ρυθμοί, επιφανειακή αφήγηση και έλλειψη συναισθηματικής ταύτισης με τους χαρακτήρες στερούν την ουσία από την πομπώδη ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, που βρίσκεται ήδη στο δρόμο για τα Όσκαρ –χωρίς να το αξίζει.
The Curious Case of Benjamin Button: (Ξανά) Υπερτιμημένος Ντ. Φίντσερ
του Λουκά Τσουκνίδα

Μιας κι έχω διαβάσει πολύ τη λέξη ελεγεία από τότε που άρχισα να γράφω για σινεμά, ας θυμηθούμε μαζί τι ακριβώς σημαίνει (μας ενδιαφέρει η εκδοχή για τη νεότερη ποίηση): «μικρό ποίημα που εκφράζει μέτρια πάθη, λεπτά και τρυφερά συναισθήματα (λύπης, μελαγχολίας, χαράς κτλ)». Το κλειδί εδώ είναι στη λέξη «μικρό». Προφανώς, τα παραπάνω μέτρια πάθη και λεπτά συναισθήματα δε χρήζουν πολυλογίας και μακρόσυρτων επεξηγήσεων. Το άλλο κλειδί είναι στη λέξη «εκφράζει». Άλλο εκφράζω κι άλλο περιγράφω ή υποδεικνύω, μια λεπτή γραμμή που εύκολα παραβλέπεται στον πιεστικό τομέα της επαγγελματικής δημιουργίας. Κι οι δημιουργοί του πολυαναμενόμενου βραβειοθηρικού έπους της εβδομάδας με τον πομπώδη τίτλο «The Curious Case of Benjamin Button», μάλλον την παρέβλεψαν.

Κάπου στο 1918, γεννιέται στη Νέα Ορλεάνη ένα παιδί αλλιώτικο από τα συνηθισμένα. Το πρόσωπο του είναι αυτό ενός γέρου ανθρώπου κι ο πατέρας του, αθετώντας την υπόσχεση που δίνει στη μάνα καθώς εκείνη πεθαίνει στη γέννα, αφήνει το βρέφος στα σκαλιά ενός γηροκομείου. Μια νεαρή γυναίκα, στα πρόθυρα του γάμου, βρίσκει το παιδί και το φροντίζει σα δικό της. Ο Μπέντζαμιν μοιάζει γέρος κι όλοι νομίζουν ότι πάσχει από μια ασθένεια που έχουν ξανακούσει, η οποία κάνει τον άνθρωπο να γερνά γρήγορα. Όμως εκείνος γίνεται κάθε μέρα και πιο νέος κι ο χρόνος περνά αντίστροφα μόνο γι' αυτόν. Έτσι προχωρά στη ζωή, επιχειρώντας να κάνει ό,τι μπορεί μ' αυτή την ιδιαιτερότητά του, να μάθει, να δημιουργήσει, να δει, ν' αγαπήσει. Ολ' αυτά, βέβαια, είναι πολύ διαφορετικά όταν αναπτύσσεσαι αντίστροφα απ' τους υπόλοιπους...

[Το trailer της ταινίας]

Ο σεναριογράφος Έρικ Ροθ βασίστηκε σ' ένα διήγημα του Σκοτ Φιτζέραλντ με τον ίδιο τίτλο αλλά κάπως διαφορετικό πρωταγωνιστή: έναν άνθρωπο που γεννιέται γέρος, με γνώσεις και σοφία και πεθαίνει έχοντας ξεχάσει τα πάντα, χωρίς ν' αντιληφθεί καν το πώς, χάνεται απλώς στο σκοτάδι. Ο Ροθ πλάθει τον δικό του Μπέντζαμιν ώστε να μοιάζει γέρος μόνο στην εμφάνιση, αλλά να είναι άμαθος στη ζωή σαν κανονικό βρέφος. Αυτή η μικρή αλλαγή, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πολύ λογική, αλλάζει τελείως το χαρακτήρα του ήρωα και της ιστορίας του. Ο Μπέντζαμιν του Ροθ δεν έχει τίποτε να χάσει ο ίδιος καθώς γίνεται διαρκώς πιο νέος, πιο όμορφος, αλλά και πιο σοφός μαζί. Έτσι βιώνει την απώλεια μόνο μέσω των άλλων, συναισθηματικά αποστασιοποιημένος αφού στην ουσία είναι ο «καβατζωμένος» της υπόθεσης. Όμως κάπου προς το τέλος ο Ροθ αποφασίζει ν' αλλάξει και πάλι τροπάρι, κι ο μικρός πια ήρωας δεν έχει τη σοφία που θα ταίριαζε στα χρόνια ζωής του, αλλά κάνει σα μωρό παιδί και μοιάζει ίσως έτσι λιγότερο «αφύσικος», πιο φιλικός στον πελάτη-θεατή.

Μετά το μακρόσυρτο «Zodiac» που προσωπικά με κούρασε, αλλά διατηρεί ένα σκηνοθετικό χαρακτήρα, ο Φίντσερ επιχειρεί να κάνει τη δική του επική ταινία για όλη την οικογένεια ακολουθώντας τα ίχνη ενός σεναριογράφου που ξέρει καλά το συγκεκριμένο δρόμο (βλέπε «Forrest Gump»). Ή έτσι νομίζει τουλάχιστον. Στο υπέροχο «The Horse's Mouth» του 1958, ο Άλεκ Γκίνες λέει, ενώ προσπαθεί να μάθει στην πεζή σύντροφό του να παρατηρεί ένα έργο τέχνης: «Μισό λεπτό αποκαλύψεων, ισοδυναμεί με 1.000.000 χρόνια κανονικής ζωής...» Στα 166 αργόσυρτα λεπτά που διαρκεί η επιφανειακή αφήγηση της ιστορίας του Μπέντζαμιν Μπάτον δεν υπάρχουν 30 τέτοια δευτερόλεπτα ούτε για δείγμα. Ο ήρωας περνά απ' τις εμπειρίες αλώβητος κι απαράλλαχτος, πλην της αίσθησης της απώλειας και του αναπόφευκτου που του επιβάλλεται απ' τον σεναριογράφο και δεν προκαλεί την παραμικρή συναισθηματική ταύτιση. Και να σκεφτεί κανείς ότι παρακολουθούμε όσα γράφει στο ημερολόγιό του κι όμως είναι ακριβώς σα να το έγραψε κάποιος άλλος, που έβλεπε από μακριά. Σαν κι εμάς.

Όσο για τον Μπραντ Πιτ, βρέθηκε μάλλον εκτεθειμένος, παγιδευμένος σ' ένα ρόλο-μαριονέττα να προσπαθεί να μιμηθεί πειστικά τον γέρο άνθρωπο χωρίς να προκαλέσει το αδικαιολόγητο γέλιο ή την απευκτέα εκ του κατηραμένου μποξ-όφι φρίκη. Οι υπόλοιποι κάνουν διακριτικά περάσματα, μ' εκείνο της Κέιτ Μπλάνσετ νά 'ναι και το πιο ενδιαφέρον —έρωτας γαρ— αλλά χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευπώλητη ζωή του «ξεχωριστού» Μπέντζαμιν. Ο Φίντσερ προσπάθησε να μας δώσει ένα παραμύθι για ενήλικους, όπως εκείνα που έκαναν κάποτε ο Τιμ Μπάρτον κι ο Τέρι Γκίλιαμ, αλλά τα παραμύθια προκαλούν τουλάχιστον την καλοπροαίρετη ψευδαίσθηση ότι κάτι είχαν να πουν. Εδώ δεν υπάρχει ούτε καν αυτό και δε φταίει μόνο ο σεναριογράφος.

Μια πολυδιαφημισμένη ταινία που υπερτιμά τις δυνατότητές της να κρατήσει την προσοχή του κοινού, από έναν υπερτιμημένο σκηνοθέτη. Ακόμη ένα πομπώδες σύγγραμμα που προσφέρεται για «κάψιμο μετά το διάβασμα» όπως εύστοχα παρατήρησαν κι οι Αδελφοί Κοέν υπονομεύοντας την ίδια τη δουλειά τους...

Βγαίνουν ακομα:
- Η κωμωδία «Bride Wars», η επίκαιρη, αλλά κακή παλαιστινιακή ταινία «Το Αλάτι Αυτής της Θάλασσας», το «Underworld 3: The Rise of the Lycans» για τους οπαδούς της σειράς, το ντοκιμαντέρ «Πάρβας, Άγονη Γραμμή» και το ιαπωνικό θρίλερ «Apartment 1303».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v