Τίτλοι τέλους για το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Η αυλαία έπεσε για το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις όσον αφορά τα βραβεία. Το «Over There» του Αμπντολρεζά Καχρανί, πήρε το Χρυσό Αλέξανδρο, ενώ ο αργυρός πήγε στο «Hooked» του ρουμάνου Άντριαν Σιτάρου.
Τίτλοι τέλους για το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
του Λουκά Τσουκνίδα 

Η γιορτή των ελλήνων σινεφίλ έφτασε στο τέλος της και παρ’ ότι άκουσα πολλά «κρίμα» τις τελευταίες τρεις μέρες, ομολογώ ότι για πρώτη φορά δε μελαγχόλησα καθόλου. Έχουμε μπουκώσει τόσο πολύ από φεστιβάλ και βραβεία που οι λέξεις αυτές δε σημαίνουν πλέον τίποτε. Μετά τη δική μου ταινία λήξης, το «New Town Killers» του σκωτσέζου Ρίτσαρντ Τζόμπσον, έμεινα ν’ ακούσω τις ερωταπαντήσεις με τον σκηνοθέτη. Όταν άκουσα τις φράσεις «κοινωνικός ρεαλισμός» και «βρίσκω την αναφορά στο Grand Theft Auto υποτιμητική» απ’ το στόμα ενός 20χρονου τινάχτηκα απ’ την καρέκλα μου, έφυγα απ’ την αίθουσα και πήγα στο πάρτι απέναντι. Επιτέλους τέλος!

Τα βραβεία του 49ου Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, πιθανόν να μην εξέπληξαν κανέναν. Μια ταινία απ’ το Ιράν, το «Over There» του Αμπντολρεζά Καχρανί, πήρε το Χρυσό Αλέξανδρο απ’ τα χέρια της επιτροπής, που έδωσε τον Αργυρό στη δική μου επιλογή, το «Hooked» του ρουμάνου Άντριαν Σιτάρου. Οι δυο πρωταγωνίστριες Ιοάνα Φλόρα και Μαρία Ντινουλέσκου, μοιράστηκαν το βραβείο καλύτερης ηθοποιού, όπως ακριβώς έγινε και με το αντίστοιχο αντρικό το οποίο πήγε από κοινού στους Σιντ Λούσερο κι Εμίλιο Γκαρσία για την ταινία «The Inmate». Για τη σκηνοθεσία της στο «One Week Alone» βραβεύτηκε η Σελίνα Μούργκα και για το σενάριο του στο «Three Blind Mice» ο Μάθιου Νιούτον. Το κοινό επιβράβευσε το, καλοσκηνοθετημένο νομίζω, γαλλικό δράμα σχέσεων, «Sunny Spells» του δημιουργού και πρώην κριτικού ονόματι Ντιαστέμ (σκέτο). Δόθηκαν και μερικά ακόμα βραβεία με ονόματα όπως «ανθρώπινες αξίες», «ισότητα ευκαιριών» και το καλύτερο, «καθημερινότητα: υπέρβαση ή συμφιλίωση», που λίγη σημασία έχουν, ακόμα και γι’ αυτούς που τα πήραν.

Η ουσία είναι πως το φεστιβάλ έχει προβλήματα, τα οποία καλύφθηκαν πίσω απ’ την ευφορία των δύο προηγούμενων χρόνων και τώρα που ωρίμασαν βροντοφωνάζουν για λύσεις. Η τιμή του εισιτηρίου πήγε στα 7 ευρώ από τα 5 μέσα σ’ ένα χρόνο, κάτι που αποτελεί σαφή ένδειξη οικονομικών προβλημάτων, τα οποία καλείται να καλύψει ο άγνωστος σινεφίλ. Οι πομπώδεις VIP κάρτες που δίνουν προνόμια σε βάρος των υπολοίπων σε όσους τυχαίνει να έχουν και πολλά λεφτά εκτός από τεράστια αγάπη για το σινεμά, πέρα απ’ το ότι θυμίζουν τακτικές μάρκετινγκ ποδοσφαιρικών ομάδων, αποτελούν στοιχείο που δε συνάδει με το χαρακτήρα μιας τέτοιας διοργάνωσης. Ένας χαρακτήρας ταλαιπωρημένος, που τον επικαλούνται αφελώς όποτε χρειαστεί να δικαιολογηθεί το έλλειμμα ασφάλειας που δημιουργείται απ’ τις συνωστισμένες σε αποπνικτικό κι επικίνδυνο βαθμό αίθουσες προβολής. Η εκστρατεία για τον εθελοντισμό, αυτό το ελεεινό κατ’ εμέ πρόσχημα για δωρεάν εργασία, ήταν φέτος πιο βαρύγδουπη από ποτέ κι η παρουσία των σεκιουριτάδων ιδιαιτέρως ενοχλητική και τελείως αδικαιολόγητη.

Οι χώροι του φεστιβάλ που παλιότερα ήταν ανοιχτοί για όλους, φέτος άνοιγαν μόνο για διαπιστευμένους κι επίσημους επισκέπτες, όλους αυτούς δηλαδή που κυκλοφορούν με το καρτελάκι σα μενταγιόν, όχι μόνο στο Λιμάνι, αλλά απ’ το Βαρδάρη μέχρι τη Νέα Κρήνη. Οι κινηματογραφικοί διάλογοι με τους δημιουργούς ήταν κλειστές για μη-καρτελοφόρους κι οι ανοιχτές συζητήσεις έμοιαζαν με μίνι συνεντεύξεις μπροστά σε άδειες καρέκλες. Οι συνεντεύξεις τύπου καθιστούσαν το καφέ του κοινού αποκλεισμένη περιοχή για 2 με 3 ώρες κάθε φορά, στέλνοντας κόσμο στο διπλανό Kitchen Bar. Ο καφές του κυλικείου ήταν πιο ακριβός απ’ τα Starbucks κι ένας υπάλληλος εστίασης στο περίπτερο της μπίρας-χορηγού έκανε παρατήρηση σε μια κοπέλα επειδή δεν την ήπιε επί τόπου και την έφερε στην παρέα της που καθόταν στον άλλο χώρο. Μόνο οι διαλέξεις μπορούν να χαρακτηριστούν πετυχημένες, αλλά κακά τα ψέματα, αν δεν επρόκειτο για τρανταχτά ονόματα, λίγοι θα ξυπνούσαν για να τις παρακολουθήσουν. Επιπλέον, είναι περισσότερο συνεντεύξεις παρά σεμιναριακού τύπου ομιλίες, όπως υποδηλώνει η καλά επιλεγμένη λέξη «masterclass».

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, λίγη σχέση έχει με την ίδια την πόλη και τους φορείς της κι αυτό κοστίζει και στους δυο. Δεν έχει δικούς του χώρους, ο ντόπιος κόσμος αδιαφορεί και το μέλλον του αν στερέψουν τα χρήματα είναι αβέβαιο. Σίγουρα έπρεπε να ξεφύγει απ’ τη λογική του «μικρού» και να προσθέσει λίγη γκλαμουριά με λίγο μοντέρνο μάνατζμεντ στη συνταγή. Η απάντηση όμως είναι κάπου στη μέση. Αν αρχίσει ένας τόσο σημαντικός πολιτιστικός φορέας να λειτουργεί σαν επιχείρηση με καθαρούς όρους μάρκετινγκ, ασφάλειας και κέρδους, τότε η μικρή κινηματογραφική γιορτή θα εξελιχθεί σε παρωδία αυτού που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Εκτός κι αν για τη φετινή μιζέρια έφταιγε η «διεθνής κρίση» οπότε πάω πάσο.

Η γκρίνια το προηγούμενο δεκαήμερο ήταν πολλή και η μετριότητα επισκίασε τις καλές στιγμές. Εγώ κρατώ τη σεμνότητα των ασιατών δημιουργών, την τσαντίλα του Όλιβερ Στόουν με τον ερασιτεχνισμό και τον κιτρινισμό των ελληνικών μέσων, το πρόγραμμα-μπισκότο στην εγκατάσταση του Ιβάν Λάντισλαβ Γκαλέτα, την ημίωρη συναυλία-νταβατζιλίκι του μέλους της κριτικής επιτροπής Διονύση Σαββόπουλου, την επιτυχία τελικά των χαμηλότονων φετινών αφιερωμάτων, το no-budget κορεάτικο διαμάντι «Daytime Drinking» που απέδειξε ότι το καλό σενάριο είναι η ραχοκοκαλιά μιας ταινίας και την προτροπή του ταϊβανού Τομ Σου-γιου Λιν σε μια εκκολαπτόμενη σκηνοθέτιδα να κάνει μεγάλου μήκους μόνο όταν θα νιώθει έτοιμη διότι: «Αρκετά σκουπίδια έχουμε γεμίσει που τα ξεχνάμε σε δευτερόλεπτα αφότου τα καταναλώσουμε…»

Η περίοδος χάριτος μοιάζει να έληξε απότομα για τη «νέα» διεύθυνση. Το 50ο φεστιβάλ του 2009 θα είναι πολύ κρίσιμο κι εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

Απόρρητο
v