Hunger: Η πρώτη "μεγάλη" ταινία της σεζόν

Οι αριστοτεχνικές σκηνοθετικές επιλογές του Μακουίν και το άψογα δομημένο σενάριο παίρνουν μια δυνατή πολιτική ιστορία και την κάνουν εξαιρετική ταινία. Το “Hunger” είναι το πρώτο σπουδαίο κινηματογραφικό έργο της φετινής σεζόν.
Hunger: Η πρώτη μεγάλη ταινία της σεζόν
του Λουκά Τσουκνίδα  

Στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών, το βραβείο καλύτερου πρωτάρη κέρδισε ένας τύπος με το όνομα Στιβ Μακουίν που σε τίποτε δε μοιάζει με τον αείμνηστο συνονόματό του. Είναι ένας μαύρος Βρετανός (άγγλος για την ακρίβεια) και προέρχεται απ' το χώρο των καλών τεχνών, αν και πολλά έργα του έχουν γίνει με κάμερα. Το θέμα που διάλεξε για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του είναι μια αληθινή ιστορία απ' τον αγώνα των βορειοιρλανδών για ανεξαρτησία. Πώς τη χειρίζεται άραγε ο καλλιτέχνης;

Η απεργία πείνας, της οποίας ηγήθηκε ο Μπόμπι Σαντς το 1981 κατέληξε σε τραγωδία μπροστά στη θατσερική αδιαλλαξία. Είχε προηγηθεί άλλη μία, ενώ για καιρό οι σύντροφοί του τηρούσαν τη διαμαρτυρία της “κουβέρτας” και της “ακαθαρσίας” στην προσπάθειά τους ν' αναγνωριστούν ως πολιτικοί κρατούμενοι, να γίνει αποδεκτή η υπόστασή τους ως αγωνιστές υπέρ ενός υπαρκτού σκοπού.

Μπροστά στην χλευαστική αδιαφορία των αρχών και φυσικά του βρετανικού κράτους, ο Σαντς ξεκίνησε πρώτος την απεργία, που θα συνεχιζόταν με σταδιακές προσχωρήσεις απ' τους υπόλοιπους. Ξεψύχησε μετά από 66 ημέρες, όντας εκλεγμένος βουλευτής κι ακόμα εννιά άτομα τον ακολούθησαν. Η διαμάχη κι ο ανταρτοπόλεμος τέθηκαν σε ύφεση με τη συνθήκη του 1998 αλλά δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα... 

[Το trailer της ταινίας ]  


Είναι προφανές ότι το “Hunger” είναι μια σκληρή ταινία. Πώς ν' απεικονίσεις την πορεία των γεγονότων προς ένα αδιέξοδο, όπως αποδεικνύεται συχνά μια απεργία πείνας και στη συνέχεια την αγωνία της ίδιας της διαδικασίας, χωρίς να εκβιάσεις το σφίξιμο στην καρδιά του θεατή, την οργή του για το άδικο, τη συγκίνησή του μπροστά στην απελπισία.

Είναι στοίχημα για κάθε σκηνοθέτη να πάρει μια ιστορία τόσο δυνατή, που μπορεί να τον παρασύρει και να εκμηδενίσει τη δημιουργική παρέμβασή του και να κάνει ένα έργο-υπογραφή, που θα τον χαρακτηρίζει για πάντα και θα μπορεί ν' αποδοθεί μόνο σ' αυτόν. Ένα στοίχημα που απ' ότι φαίνεται ο Στιβ Μακουίν καταφέρνει να κερδίσει, χάρις στις σκηνοθετικές επιλογές και το άψογα δομημένο σενάριό του.

Η αφήγηση της ιστορίας του Σαντς, κατά Μακουίν, δε ξεκινά με τον ιρλανδό αγωνιστή, αλλά μ' έναν αστυνομικό της φυλακής όπου κρατείται. Τον βλέπουμε να εκτελεί τη ρουτίνα του στο σπίτι και τ' αποδυτήρια πριν συνεχίσει με την εκτέλεση των εντολών για εφαρμογή βίας, ρουτίνα πλέον κι αυτή μετά από τόσα χρόνια που κυκλοφορεί με ματωμένα χέρια.

Ύστερα, η προσοχή στρέφεται σ' έναν νεοφερμένο κρατούμενο, ο οποίος αρνείται τα ρούχα της φυλακής, τυλίγεται με την κουβέρτα του και μυείται, μαζί μ' εμάς, στα μυστικά της “ακάθαρτης” διαμαρτυρίας απ' τον συγκάτοικό του. Η πρώτη επαφή μας, όπως και του “νέου”, με τον Σαντς γίνεται όταν αυτός μεταφέρεται άγαρμπα στα μπάνια, όπου εξαναγκάζεται διά της βίας σε κούρεμα και πλύσιμο.

Οι κρατούμενοι έχουν επισκεπτήριο και πρέπει να δείχνουν καθαροί. Η πρώτη πράξη τελειώνει με μια εξέλιξη σκληρή, που λόγω όσων προηγήθηκαν, ξαφνιάζει αλλά, περιέργως, δεν εκπλήσσει. Όσο σιωπηλή είναι μέχρι εδώ η ταινία, τόσο ομιλητική γίνεται στο δεύτερο μέρος της. Ο Μπόμπι Σαντς δέχεται την επίσκεψη ενός ιερέα που βρίσκεται κοντά στην οργάνωση. Του εκφράζει την πρόθεσή του να ξεκινήσει απεργία πείνας στο όνομα του αγώνα κι ερήμην της ηγεσίας.

Μέσα στο σταθερό πλάνο, οι δύο άντρες μιλούν περί ανέμων και υδάτων εκτονώνοντας την ένταση, πριν αρχίσουν να επιχειρηματολογούν υπέρ και κατά της επερχόμενης πράξης διαμαρτυρίας.

Είναι ένα ντιμπέιτ που μας εκθέτει στο κλίμα που αναπτύσσεται εκτός όσο εμείς συμπάσχουμε με τους κρατούμενους, στην πολιτική πλευρά του όλου πράγματος. Αυτό είναι και το διάλειμμα για σκέψη κι εκτόνωση της έντασης, πριν από την τρίτη πράξη, που αποτελείται απ' τις προδιαγεγραμμένες τελευταίες ημέρες του Μπόμπι Σαντς.

Με αριστοτεχνικό τρόπο, μια απολύτως δικαιολογημένη εικαστική οπτική και υπέροχη χρήση του μονότονου μονόπλανου σε σκηνές που άλλοι θα έκοβαν στη μέση, ο Μακουίν καταφέρνει να μας βάλει στο πνεύμα και να μας κρατήσει μαζί σε απόσταση ασφαλείας, να μας δώσει χώρο και χρόνο να σκεφτούμε εν πορεία κι όχι μετά τη θέαση. Οι ερμηνείες είναι μινιμαλιστικές, ακόμα και στις εξάρσεις τους, δίνοντας με τη σειρά τους τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα και σε ότι οι χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν παρά σε ότι είναι ως άτομα.

Το “Hunger” (ο τίτλος έχει σημασία και θα έπρεπε να μεταφερθεί ως “Πείνα” στα ελληνικά) λοιπόν, είναι το πρώτο σπουδαίο κινηματογραφικό έργο της φετινής σεζόν.

Βγαίνουν ακόμα: 
- Είναι τέτοια η ικανότητα του Μάικ Λι να λέει κάτι ενδιαφέρον μέσω της πιο απλής ιστορίας, ώστε η θέαση οποιασδήποτε ταινίας του απλά επιβάλλεται. Το “Happy-go-lucky” μοιάζει ανάλαφρο αλλά στο τέλος ζυγίζει τόνους, ακόμα μια πολύ καλή ταινία του βρετανού μαέστρου. 
- Το πολύ καλό “Son of Rambow”, για το οποίο έγραψα παλιότερα, αλλά η έξοδός του αναβλήθηκε για τις 2/10. 
- Το απαράδεκτο “Bangkok Dangerous” με τον αστείο πλέον Νίκολας Κέιτζ, η αποτυχημένη απόπειρα του Κόπολα να γλιτώσει με όσα κάνει ο Λιντς για την πλάκα του, το “Youth Without Youth”, η ταινία της Μαντόνα “Filth and Wisdom”, το απλοϊκό εθνίκ μελόδραμα “Madeinusa”, η ταινία τρόμου του Αλεξάντερ Άζα “Mirrors”, η φαρσοκωμωδία “Disaster Movie” και η επανέκδοση του “Ψεύτη Ήλιου” του Νικίτα Μιχάλκοφ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v