No Country for Old Men: Η ταινία της χρονιάς (;)

Με τέσσερα σημαντικά βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και της καλύτερης ταινίας, βαρύ σκηνοθετικό όνομα και τρεις άψογους πρωταγωνιστές, περιμένει κανείς να παρακολουθήσει ένα πραγματικό αριστούργημα. Γιατί, τότε, φύγαμε από την αίθουσα κάπως... "πεινασμένοι";
No Country for Old Men: Η ταινία της χρονιάς (;)
του Λουκά Τσουκνίδα

Τ' αριστουργήματα δε μου πάνε φέτος. Παρ' ότι περίμενα πώς και πώς να “ψηθώ” με τις ταινίες που απέσπασαν το θαυμασμό όπου κι αν προβλήθηκαν, όπως εκείνη του Πολ Τόμας Άντερσον, τελικά ούτε καν ζεστάθηκα. Αυτό είναι ένα μάθημα μάλλον. Ίσως πρέπει να μετριάζω τις προσδοκίες μου, αλλά και να κρατώ την ψυχραιμία μου μετά την απογοήτευση. Το επιχειρώ λοιπόν με την ταινία των αδερφών Κοέν, ένα σύγχρονο κι ηπίως στιλιζαρισμένο γουέστερν, που ίσως να 'ναι μια... αλληγορία γύρω από τη φύση της αμερικάνικης βίας και πάει λέγοντας.

Στο “No Country for Old Men”, τα τρομερά αδέρφια του καλλιτεχνικού σινεμά (είπε κανείς Φαρέλι;) μετέφεραν στην οθόνη, σχεδόν αυτούσια, την ομότιτλη ιστορία του Κόρμακ Μακάρθι, επιχειρώντας την επιστροφή σε αγαπημένα τους θέματα, χαρακτήρες και τόπους, με την αρωγή και του γνώριμού τους φωτογράφου Ρότζερ Ντίκινς. Ήρθαν λοιπόν, είδαν και νίκησαν, φεύγοντας απ' την τελετή των Όσκαρ με τέσσερα πολύ σημαντικά βραβεία, ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου και δεύτερου ανδρικού ρόλου για τον Χαβιέ Μπαρδέμ. Ο Ντίκινς δεν τα κατάφερε, παρ' ότι είχε δύο υποψηφιότητες απ' τις πέντε (η άλλη ήταν για το “...Jesse James”). Τα Όσκαρ βέβαια δε μου λένε και τίποτε, αυτό που με είχε κεντρίσει περισσότερο ήταν η καθολική σχεδόν αποδοχή.

Όταν τέλειωσε η προβολή, με μια κρυπτογραφική ατάκα του Τόμι Λι Τζόουνς αναρωτήθηκα: “Ε, και;”
 
[Δείτε το trailer της ταινίας]


Ο Τζόουνς, είναι κι εκείνος που ξεκινά την ταινία, αφηγούμενος σε πρώτο πρόσωπο ως Σερίφης Εντ Τομ Μπελ, πώς ένας γέρος άνθρωπος του νόμου σαν κι αυτόν βλέπει τα πράγματα ν' αλλάζουν γύρω του χωρίς να καταλαβαίνει από πού έρχονται αυτές οι αλλαγές ή που θα οδηγήσουν. Άλλοι δυο τύποι τον συμπληρώνουν στο προσκήνιο: ο ψυχρός, ακλόνητος, ασίγαστος δολοφόνος Άντον Σιγκούρ (Χαβιέ Μπαρδέμ) κι ο “ριγμένος” βετεράνος του Βιετνάμ κι επίδοξος τυχοδιώκτης Λιουέλιν Μος (Τζος Μπρόλιν). Ο πρώτος, κάτι ψάχνει και δεν σταματά την πορεία του για κανέναν που θα βρεθεί μπροστά. Ο δεύτερος το 'χει βρει και δε σκοπεύει να το χάσει απ' τα χέρια του. Είναι μια βαλίτσα με χρήματα, από μια ναρκω-δουλειά που πήγε στράφι. Ο Σερίφης ακολουθεί το ανθρωποκυνηγητό των άλλων δύο, αργά και με το συναίσθημα της παραίτησης να τον κυριεύει όλο και πιο πολύ, όσο νιώθει ότι έχασε το παιχνίδι της επιβολής του νόμου λόγω αδυναμίας ν' αντιληφθεί που είναι η καρδιά σ' ολ' αυτά που βλέπει...

Αυτοί οι τρεις είναι οι χαρακτήρες που καλούμαστε ν' αποκρυπτογραφήσουμε ώστε να βρούμε τι κρύβεται πίσω απ' τις πράξεις τους και τους συσχετισμούς αυτών. Ίσως να μην προσπάθησα πολύ (γι' ακόμα μία φορά), πάντως έφυγα νιώθωντας σα να είχα φάει φαγητό με υπερβολική ποσότητα σόδας. Φουσκωμένος και συνάμα πεινασμένος.

Ο Σιγκούρ σκοτώνει με πρωτότυπο τρόπο (πιστόλι αναισθησίας για ζώα, με πεπιεσμένο αέρα) και δε φαίνεται να νοιάζεται για το γελοίο της κώμης του, που ίσως και να είναι απόπειρα κάποιου είδους αυτοπαρώδησης ενός ανθρώπου με μηδενική, κατά τ' άλλα, αίσθηση του χιούμορ. Κινείται και μιλάει σα ρομπότ, σαν ακούραστος εργάτης του θανάτου, που μια στο τόσο δίνει ευκαιρία σωτηρίας στα θύματά του, ρίχνοντας ένα νόμισμα στον αέρα. Καμία σχέση με το σκάκι της “Έβδομης Σφραγίδας”. Η ευκαιρία δίνεται στην τύχη του θύματος κι όχι στην ικανότητά του κι η ειρωνεία μεγεθύνεται.

Ο Μος νιώθει, όπως κάθε βετεράνος, πως η τύχη (εκτός απ' το κράτος κι όσους έμειναν πίσω) του χρωστάει μια καλή ζαριά. Μόλις η ζαριά έρχεται, παίρνει τα λεφτά και φεύγει. Κάνει όμως ένα λάθος με την όση ανθρωπιά του 'χει μείνει. Γυρνά νύχτα στον τόπο του μακελειού όπου είχε βρει κάποιον ημιθανή και διψασμένο κι έτσι τον παίρνουν χαμπάρι και το κυνηγητό ξεκινά. Ο Εντ Τομ Μπελ, θέλει να απονείμει τη δικαιοσύνη, να πιάσει τον Σιγκούρ και να σώσει τον Μος, αλλά δεν μπορεί ν' ακολουθήσει το ρυθμό τους. Αρκείται σε λογύδρια για το που κατάντησε ο κόσμος.

Η φωτογραφία του Ντίκινς και η αίσθηση του χώρου των Κοέν, δίνει ένα αποτέλεσμα πραγματικής ερημιάς και υπονοούμενης βίας, πριν εκείνη ξεσπάσει φυσικά απ' τα χέρια του αδίστακτου Σιγκούρ. Και οι τρεις πρωταγωνιστές είναι άψογοι, με τον Τζόουνς οπλισμένο με την αυθεντικότητα της καταγωγής του απ' το Τέξας, τον Μπρόλιν με τη δίψα, του νεοφερμένου σ' αυτό το επίπεδο, για διάκριση και τον Μπαρδέμ να είναι καθηλωτικός ως καρικατούρα τριών διαστάσεων.

Όμως στο σώμα του βραβευμένου σεναρίου των Κοέν, κάθε σκηνή μοιάζει ν' αποτελεί πρόλογο για την αντίστοιχη αλλόκοτη μα βαθυστόχαστη (κι ακαταλαβίστικη συχνά) ατάκα. Όλη τους η ταινία μπορεί να συνοψιστεί, αν κάποιος βάλει στη σειρά αυτές τις “φράσεις-τσιτάτα”, όπως το πομπώδες και εσχατολογικό “Αυτή η χώρα είναι σκληρή με τους ανθρώπους. Δεν μπορείς να σταματήσεις ό,τι ακολουθεί.” Τιμώντας, λοιπόν, αυτό που τραγούδησαν κάποτε κι οι ηρωικοί φίλαθλοι του Απόλλωνα Καλαμαριάς στο κολαστήριο της οδού Χηλής (Απόλλων εμπρός και πρόλογο μην τρως...), δεν έφαγα τον πρόλογο κι αναζήτησα την καθαρή ψυχαγωγία. Η, εμμονική με τους τρεις τους, πλοκή δεν μ' έπεισε όμως, αφού τίποτε απ' όσα συμβαίνουν δεν εξηγείται κι οι δευτερεύοντες ρόλοι, είναι απλά διακοσμητικοί. Η εκδοχή της παραβολής ήταν πιο πιθανή, με παραλληλισμούς όμως που δεν είδα κι ούτε ένιωσα την ανάγκη να ψάξω.

Οι Κοέν όμως (και προφανώς κι ο πολυπαινεμένος Μακάρθι) δεν κάνουν πράγματα στην τύχη έστω κι αν εγώ θεωρώ ότι αστόχησαν και πάλι. Κλείνω λοιπόν με την πιο σύντομη εξήγηση που βρήκα στα λόγια ενός αναγνώστη (κι όχι κριτικού), σχετική με τη χρονική περίοδο που διαδραματίζεται η γνήσια αμερικάνικη αυτή ιστορία (γύρω στο 1980): “...Ο Τζόουνς είναι το γερασμένο μήλο του δέντρου, αμήχανος μπροστά στη βία και τον αμοραλισμό, που το Βιετνάμ, το Γουότερ-γκέιτ, η έξαρση του κρακ κι ο Ρόναλντ Ρίγκαν, είχαν επιφέρει, και θα επέφεραν πιο πολύ ακόμα, στην Αμερική. Ο Μπρόλιν είναι ο κυνικός βετεράνος του πολέμου, γαντζωμένος σε μια χώρα από καιρό νεκρή ενώ ο Μπαρδέμ είναι ο ψυχρός “δολοφόνος” της Γουόλ Στριτ, που θα έπαιρνε χωρίς δισταγμό τα εκατομμύριά του κάνοντας θραύση πάνω σε μεθοδευμένες “κινήσεις” της κεφαλαιαγοράς...”

Ποιος ξέρει.

Βγαίνουν ακόμα:
*
Το δράμα “Grace is Gone” που στηρίζεται στον πολύ καλό Τζον Κιούζακ, σ' έναν ιδιαίτερα επίκαιρο ρόλο. 
* Η, βραβευμένη των Κανών, κινέζικη ταινία “Still Life”, ενδιαφέρουσα αρχικά αλλά εξαιρετικά αργόσυρτη.
* Το θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του Νταγκ Λίμαν “Jumper”, μια επίδειξη των ικανοτήτων του σκηνοθέτη αλλά κακογραμμένο, χωρίς ουσία. Μοιάζει σε αισχρό βαθμό με προετοιμασία για επερχόμενα σίκουελ. Η χαβαλεδιάρικη ταινία τρόμου του Ντέιβιντ Αρκέτ “The Tripper”, όπου ο κακός φοράει μάσκα Ρόναλντ Ρίγκαν και σκοτώνει χίπιδες και η κομεντί “27 Dresses” της σεναριογράφου του “The Devil Wears Prada”. 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v