Ι'm not there: Τα διαφορετικά πρόσωπα ενός μουσικού-θρύλου

Έξι διαφορετικοί ηθοποιοί ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο έξι διαφορετικά πρόσωπα του Μπομπ Ντίλαν, σε μία πρωτοποριακή και ενδιαφέρουσα βιογραφία ενός από τους σπουδαιότερους μουσικούς - θρύλους της εποχής του.
Ιm not there: Τα διαφορετικά πρόσωπα ενός μουσικού-θρύλου
του Λουκά Τσουκνίδα

Το πιο ειλικρινές δίστιχο (ακολουθεί υπερβολή) στην ιστορία της μουσικής, έχει ειπωθεί από εκείνα τα τσογλάνια απ' το Μάντσεστερ που παρά λίγο να γινόνταν θρύλοι, τους Oasis: “Please don't put your life in my hands - i'm a rock n' roll band – i'll throw it all away...” Ευχαριστούμε για την προειδοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ψάξουμε αλλού για μέντορες ή να μην ψάξουμε καθόλου;

Ένας πραγματικός θρύλος, ο Μπομπ Ντίλαν, προσπάθησε απ' ότι φαίνεται να πει το ίδιο πράγμα πολλές φορές στην καριέρα του όμως οι εποχές ήταν άλλες κι οι άνθρωποι περίμεναν πολλά περισσότερα απ' τους τραγουδιστές τους. Στην πρωτότυπη μουσική βιογραφία του για τον “αμερικάνο Σαββόπουλο”, ο Τοντ Χέινς εξετάζει τη θολούρα ανάμεσα στην αλήθεια και το μύθο της διασημότητας ή ανάμεσα στις επιθυμίες του καλλιτέχνη κι εκείνες του κοινού του, επανεφευρίσκοντας το κινηματογραφικό αυτό είδος μ' έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.

Έξι διαφορετικοί ηθοποιοί, ερμηνεύουν έξι διαφορετικούς ανθρώπους που κανένας τους δεν ονομάζεται Μπομπ Ντίλαν, ένα όνομα που δεν αναφέρεται πουθενά, παρά μόνο στους τίτλους τέλους. Είναι όλοι τους χαρακτήρες εμπνευσμένοι από κάποια φάση της ζωής του διάσημου τραγουδοποιού, ο οποίος πέρασε από πολλές αντιφατικές περιόδους, πότε υποχωρώντας μπροστά στην πίεση να γίνει πνευματικός ηγέτης και πότε επιτιθέμενος στις συμβάσεις της δόξας απ' τις οποίες δε φαίνεται να ξεφεύγει κανείς. Οι στιγμές όλων αυτών, συγκεχυμένες όσον αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις, διαπλέκονται κατά μήκος ενός χαλαρού χρονικού άξονα για να σκιαγραφήσουν την πολυπλοκότητα του ενός χαρακτήρα που τους σκιάζει διαρκώς.

[Το trailer της ταινίας]

Επιλέγω δυο περιστατικά, που περνούν απαρατήρητα μπροστά στη σπουδαία παράσταση της Κέιτ Μπλάνσετ ως Τζουντ (μια αντιστοίχηση της ταραχώδους, κοσμικής φάσης του Ντίλαν), αλλά και στις πιο γλαφυρές σκηνές με δράστες τον (απόντα πια) Χιθ Λέτζερ και τον υποτονικό Κρίστιαν Μπέιλ.

Ένας 10χρονος μαυράκος (ο πολύ καλός Μάρκους Καρλ Φράνκλιν), ονομάζει τον εαυτό του Γούντι (απ' το κάντρι ίνδαλμα Γούντι Γκάθρι), πηδάει από τρένο σε τρένο με την κιθάρα του κι ενώ τραγουδά ή διηγείται ιστορίες για τις φυτείες και τα συνδικάτα, ανακαλύπτει με κάπως σκληρό τρόπο το λάθος του. Μιλά για πράγματα που έζησαν οι προγενέστεροί του, μυθοποιεί το παρελθόν και ξεχνά όπως του λέει με αυστηρότητα και κυνισμό μια δυναμική νέγρα μάνα, “να ζήσει στην εποχή του”.

Το κομμάτι της ταινίας που φαίνεται πιο παράταιρο από τ' άλλα κι έχει επικριθεί έντονα είναι η εμφάνιση του Ρίτσαρντ Γκιρ στο ρόλο του γηραιού πια “Μπίλι δε Κιντ”, του μυθικού παρανόμου και πιστολά, που ένας πιο αισιόδοξος θρύλος θέλει να ξέφυγε από τη σφαίρα του περιβόητου εκτελεστή του Πατ Γκάρετ και ν' αποσύρθηκε σε κάποια ξεχασμένη γωνιά της Αμερικής μέχρι τα γεράματα. Αν κι εκτός του γενικού κλίματος, μου φάνηκε αρκετά σχετικό, αφού ο Μπίλι όπως κι ο Ντίλαν, παγιδευμένος στο μύθο του, εκμεταλλεύεται το θάνατό του για να κάνει μια νέα αρχή και να μιλήσει ξανά ως Μπίλι δε Κιντ μόνο όταν έχει κάτι χρήσιμο να πει. Ο μουσικός, κάθε φορά που επανεφευρίσκει τον εαυτό του, σκοτώνει την προηγούμενη περσόνα του, παλεύει να αποκολληθεί από την προσχηματισμένη εικόνα που τον περιβάλλει. Καθώς δε μπορεί να σβήσει τελείως αυτό που ήταν, ανασύρει στοιχεία του ξανά, όταν θεωρεί ότι υπάρχει λόγος είτε για τον εαυτό του είτε για τον κόσμο.

Η ταινία του Χέινς είναι πρωτοποριακή, στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη βιογραφία ενός σελέμπριτι για τον οποίο όλοι έχουν τη δικιά τους εκδοχή κι αυτό την καθιστά άκρως ενδιαφέρουσα. Η Κέιτ Μπλάνσετ πετυχαίνει το δύσκολο έργο της να απεικονίσει έναν διάσημο άνδρα και δίνει στο φιλμ το συναίσθημα που λείπει από τα υπόλοιπα μέρη του. Είναι τελικά κάτι διαφορετικό (για φανς του Ντίλαν ή όχι) από έναν σκηνοθέτη που δείχνει να διαθέτει όραμα.

Βγαίνουν ακόμα: 
- Η νέα ταινία του Τιμ Μπάρτον με τους (έκπληξη) Τζόνι Ντεπ κι Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, “Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street”. Ο Μπάρτον διασκευάζει ένα μιούζικαλ που διηγείται την ιστορία ενός αδικημένου κουρέα, ο οποίος αναζητά εκδίκηση μέχρι που γίνεται σίριαλ-κίλερ. Πολύ όμορφες εικόνες, αρρωστημένη ατμόσφαιρα κι άφθονο αίμα από τη μια και ευρηματική (με υποψία μαύρου χιούμορ) μουσική απ' την άλλη. Κρίμα που δε δένουν μεταξύ τους κι η ένταση φθίνει αντί να κλιμακώνεται προς τα πάνω, σε μια έτσι κι αλλιώς σχηματική (από πλευράς πλοκής) αφήγηση. 
- Η επιστροφή του Γουές Άντερσον με το “The Darjeeling Limited”, ένα ρόουντ-μούβι στην εξωτική ινδία. Στους Όουεν Γουίλσον και Τζέισον Σβάρτσμαν, προστίθεται η βιβλική φυσιογνωμία του Άντριεν Μπρόντι και οι τρεις μαζί ταξιδεύουν ως αδέρφια σ' ένα οδοιπορικό πνευματικής αναζήτησης για να επαναπροσδιορίσουν τη φιλία τους. Κατάλληλο για φανς του σκηνοθέτη, δείχνει να τραβάει χωρίς προφανή λόγο από ένα σημείο κι ύστερα. 
- Η ταινία μυστήριο σε παραγωγή του Τζέι Τζέι Έιμπραμς, που ανέβασε τις προσδοκίες κι αποκαλύφθηκε την τελευταία στιγμή, αλλά κέρδισε το στοίχημα της πιθανής φόλας, “Cloverfield”. Ένα τέρας επιτίθεται στη Νέα Υόρκη την ώρα που κάποιος βιντεοσκοπεί το αποχαιρετιστήριο πάρτι του Ρόμπερτ. Η παρέα μπλέκεται στον πανικό που επικρατεί παντού κι εμείς βλέπουμε το βίντεο του ερασιτέχνη που εγκαταλείπει το πάρτι αλλά όχι και την αποστολή του. Ενδιαφέρον, καλογυρισμένο και με πολύ ένταση, αλλά δε μ' έβαλε ποτέ στη θέση των πρωταγωνιστών όπως, υποθέτω, είχε την πρόθεση. 
- Το θρίλερ “Padre Nuestro” του Κρίστοφερ Ζάγια, το γερμανικό “Emma's Bliss” και το αμερικάνικο δράμα “Feast of Love” του Ρόμπερτ Μπέντον για όσους δε βαρέθηκαν να βλέπουν τον Μόργκαν Φρήμαν.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

Απόρρητο
v