Dans Paris: Περιπλάνηση στους δρόμους... της ψυχής

«Στο Παρίσι» επέλεξε να τοποθετήσει ο Κριστόφ Ονορέ τη νέα του ταινία για να εξετάσει με χιούμορ και τρυφερότητα τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων. Πολύ καλό δράμα χαρακτήρων που εξελίσσεται ίσως όχι τόσο πρωτότυπα αλλά σίγουρα πετυχημένα.
Dans Paris: Περιπλάνηση στους δρόμους... της ψυχής
του Λουκά Τσουκνίδα

Υπήρχε μια φουρνιά νεαρών αμερικανών ηθοποιών της δεκαετίας του ’80 που πήγε χαμένη χωρίς προφανή αιτία. Ίσως όλη αυτή η παραφιλολογία για ατίθασα νιάτα, τρομερά παιδιά και άλλες τέτοιες κλισέ μυθοπλασίες να βαρύνανε πολύ τις πλάτες τους και η τυποποίησή τους, να τους απέκλεισε από καλύτερα σενάρια. Ίσως πάλι να μην ήταν και τόσο ταλαντούχοι όσο τα λαγωνικά του σταρ-σίστεμ τους καταλόγισαν. Η ουσία είναι ότι οι περισσότεροι κάηκαν με μια φλόγα, εντυπωσιακή αλλά σύντομη.

Ο Ρομέν Ντουρί κι ο Λουί Γκαρέλ είναι δύο «τρομερά παιδιά» του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου. Σεσημασμένοι ως γοητευτικοί και χαρισματικοί, δε φαίνεται να μένουν σ’ αυτό αλλά αποδεικνύουν ότι είναι πολύ καλοί ηθοποιοί σε κάθε ευκαιρία. Ο Κριστόφ Ονορέ έγραψε ένα σενάριο με αυτούς τους δυο στο μυαλό του, τους στρατολόγησε, το γύρισε και το αποτέλεσμα λέγεται «Dans Paris», η καλύτερη απόδειξη για τις ικανότητές τους.

Ο φωτογράφος Πολ (Ρομέν Ντουρί) χωρίζει από την κοπέλα με την οποία είχε μετακομίσει στην επαρχία, μακριά απ’ την οικογένειά του στο Παρίσι. Επιστρέφει, καταλαμβάνει το δωμάτιο του αδελφού του Τζόναθαν (Λουί Γκαρέλ) και πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Ο πατέρας τους (Γκι Μαρσάν), με τον οποίο ζουν, φοβάται για τον Πολ αλλά δεν μπορεί να διεισδύσει στην ψυχή του. Ο Τζόναθαν είναι ένας αιώνιος έφηβος που περιφέρεται ανέμελα από αγκαλιά σε αγκαλιά ενώ ο πατέρας πληρώνει για τις σπουδές του. Είναι επίσης ο μόνος που μπορεί να καταλάβει τον Πολ παρά τις τεράστιες διαφορές τους. Τα κοινά τους βιώματα είναι πολύ δυνατά και ο αναξιόπιστος Τζόναθαν γίνεται στήριγμα για τον αδερφό του…

Μια ταινία χαρακτήρων, που καταπιάνεται με το θέμα της κατάθλιψης και των σχέσεων μέσα στην οικογένεια, εμπεριέχει πάντοτε το ρίσκο να τραβήξει επάνω της χαρακτηρισμούς όπως βαριά, στενόχωρη ή ακόμα χειρότερα… κοινωνική. Η ταινία του Ονορέ, δεν κινδυνεύει ποτέ, καθώς δεν εκμεταλλεύεται στομφώδη στερεότυπα για να προκαλέσει τη συμπάθεια του κοινού.

Ο Πολ κι ο Τζόναθαν, μοιάζουν ανοιχτά χαρτιά στην αρχή, αλλά σιγά σιγά, επιβεβαιώνουν την υποψία ότι δεν τους ξέρουμε και τόσο καλά. Ο ευαίσθητος κι απογοητευμένος καλλιτέχνης, ίσως και να ‘ναι πιο επιφανειακός απ’ ότι φαίνεται ενώ ο ρηχός κι ανέμελος πλέι μπόι να είναι αξιόπιστος με το δικό του τρόπο. Κι αν οι γονείς δε μπόρεσαν να συμβιβάσουν αυτά τα δυο, τα αδέρφια ίσως και να το καταφέρουν.

Ο σκηνοθέτης, τοποθετεί αρχικά τον Τζόναθαν στο ρόλο του αφηγητή. Ο χαρισματικός νέος, απευθύνεται στο κοινό και δίνει το δικό του πρόλογο στην ιστορία, ξεκαθαρίζοντας το ότι αυτός είναι ο ψύχραιμος της υπόθεσης, εκείνος που έχει τον έλεγχο και ο Πολ το αντικείμενο της ανάλυσης. Τα υπόλοιπα σκηνοθετικά παιχνίδια, εκτός από αναφορές στο παλιότερο γαλλικό σινεμά, λειτουργούν κι ως βαλβίδες αποσυμπίεσης από τη σκοτεινιά που βιώνει ο Πολ και κάνουν την ταινία διασκεδαστική με το χιούμορ, την τρυφερότητα ή την ευρηματικότητα που διαθέτουν.

Η μουσική, συμπληρώνει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της ταινίας, με πλέον άξιο αναφοράς, το ορίτζιναλ ντουέτο του Πολ με την πρώην του δια τηλεφώνου. Είναι από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές, η πιο ειλικρινής στιγμή ανάμεσά τους.

Ο Ντουρί με τον Γκαρέλ δεν απογοήτευσαν τον Ονορέ. Είναι όντως οι πιο χαρισματικοί νέοι γάλλοι ηθοποιοί και το εκπέμπουν καθαρά στους συγκεκριμένους ρόλους. Διακριτική αλλά σημαντική, είναι η παρουσία του Γκι Μαρσάν στο ρόλο του πατέρα: Παραιτημένος αλλά στοργικός, απογοητευμένος αλλά σε καμία περίπτωση κυνικός.

Ένα πολύ καλό δράμα χαρακτήρων που εξελίσσεται κι ως κινηματογραφικό παιχνίδι, ίσως όχι τόσο πρωτότυπα αλλά σίγουρα πετυχημένα.

Βγαίνουν ακόμα:

- Ο «Σρεκ ο Τρίτος». Η πλάκα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με τον Σρεκ να προσπαθεί να γλιτώσει απ’ τις ευθύνες του βασιλικού θρόνου και τους κακούς των παραμυθιών να διεκδικούν το δικό τους ευτυχισμένο τέλος.
- Το «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ που φαίνεται να χάνει το άγγιγμά του. Ακατάσχετη φλυαρία γύρω από ένα προδιαγεγραμμένο τέλος και χωρίς εμφανή στόχο. Γιατί;
- Το έτερο «Grindhouse» φιλμ μετά τη φόλα του Ταραντίνο, το «Planet Terror» του Ρόμπερτ Ροντρίγκες, που βάζει τα γυαλιά στον παλιόφιλο Κουέντιν. Υπηρετεί τις προθέσεις του απόλυτα και δε διεκδικεί τίποτε περισσότερο από διάθεση για πλάκα.
- Το τρίτο «Rush Hour» με Κρις Τάκερ και Τζάκι Τσαν, το παλιό θρίλερ του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ «Tesis», η ακόμα πιο παλιά βρετανική κωμωδία «Withnail & I» και ο «Ακάμας» του Πανίκκου Χρυσάνθου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

Απόρρητο
v