Spiderman 3: Ο Σαμ Ράιμι πιάνεται στον ιστό του

του Λουκά Τσουκνίδα
Κάποτε τα κόμικς, θεωρήθηκαν υπεύθυνα, ακόμα και για τη διαφθορά της νεολαίας και υποχρεώθηκαν να φέρουν προειδοποιητικά σήματα υποταγής στον ”κώδικα των κόμικς” –στην Αμερική φυσικά, τη Μέκκα του είδους. Όταν έγιναν πια αποδεκτά και το πρώτο εκείνο πολυπληθές κοινό τους ενηλικιώθηκε, μεγάλωσαν κι αυτά μαζί του. Οι ήρωες έγιναν πολυεπίπεδοι, οι ιστορίες σχεδόν αλληγορίες και το σύμπαν του καθενός τόσο πολύπλοκο που ήταν αδύνατο να το παρακολουθήσει κάποιος χωρίς καταναλωτική αφοσίωση. Κι ύστερα ήρθε το Χόλιγουντ.
Σε απόλυτη συνεργασία με την αγωνία των φαν να δουν τους χάρτινους ήρωές τους στη μεγάλη οθόνη με οποιοδήποτε κόστος, δημιούργησε σειρές ταινιών, φαντασμαγορικές αλλά άψυχες –εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων- χωρίς καμία κατανόηση του μέσου που έχτισε τη συγκεκριμένη αγορά. Και συνεχίζει να ασελγεί, αγνοώντας το δικαίωμα στη φρίκη, την ασχήμια και την ακατανόητη αφήγηση που έχουν τα κόμικς, κάνοντας ταινίες που μπορεί κανείς ν’ απολαύσει… μαζί με τη μητέρα του!
Ο Σαμ Ράιμι έκλεψε την καρδιά κάθε κόμικ-φαν, με το σεβασμό που έδειξε στον απόλυτο σπασίκλα-ήρωα, τον Σπάιντερμαν. Παίρνοντας στοιχεία κυρίως από τις πρώτες περιόδους του περιοδικού, που ήταν πιο απλά ή κι απλοϊκά ακόμα, με την συμβολή του συμπαθέστατου Τόμπι Μαγκουάιρ και τη χρήση της τεχνολογίας για τη μεταφορά της καταιγιστικής δράσης, κατάφερε να χτίσει ένα πετυχημένο σινέ-φραντσάιζ. Η τριλογία ήταν αναπόφευκτη κι έτσι το ”Spiderman 3” έρχεται στις οθόνες μας.
Αυτή τη φορά ο Πίτερ Πάρκερ πέφτει στην παγίδα και κατά κάποιον τρόπο το παίρνει επάνω του. Με τη γνωστή του αφέλεια, δεν αντιλαμβάνεται πόσο αυτό βλάπτει τη σχέση του με την ”καλλιτέχνιδα” Μέρι-Τζέιν, η οποία πέφτει στην αγκαλιά του Γκριν Γκόμπλιν Τζούνιορ, που ζητά παράλληλα εκδίκηση για τον πατέρα του. Σ’ όλα αυτά προστίθεται μια εξωγήινη οντότητα που ψάχνει ξενιστή, βρίσκει εύκαιρο τον Πίτερ και τον κάνει… κακό παιδί! Εκτός απ’ τον εαυτό του –προφανές το σχόλιο- ο Σπάιντερμαν έχει ν’ αντιμετωπίσει τον Σάντμαν, που είναι ο πιθανός δολοφόνος του θείου του και τον Βένομ, τον αντίζηλό του φωτογράφο, που γίνεται ο νέος ξενιστής της ”οντότητας”…
Η δράση της ταινίας δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Από την αρχή σχεδόν, παρακολουθούμε κυνηγητά και μονομαχίες στην πόλη, με τον Σπάιντερμαν να κινείται από κτίριο σε κτίριο με απίστευτη ταχύτητα και τις βουτιές της κάμερας να μας ζαλίζουν ευχάριστα. Ο Σάντμαν και ο Βένομ είναι άξιοι κακοί και η τετραπλή μονομαχία του τέλους αποζημιώνει για τον περιορισμένο χρόνο συμμετοχής τους. Ο ρυθμός του φιλμ είναι καλός, εκεί που ρίχνει τους τόνους σε εκπλήσσει με δόσεις δράσης και οι πρωταγωνιστές αξιοπρεπείς, με τον Τόφερ Γκρέις να κλέβει την παράσταση.
Όμως κάτι πήγε λάθος -από το δεύτερο μέρος ακόμη. Μπορεί σε όσους γνωρίζουν καλά τον άνθρωπο-αράχνη όλα να φαίνονται φυσιολογικά αλλά όταν αποσκοπείς σε μεγαλύτερο κοινό καλό είναι να σέβεσαι τη νοημοσύνη του.
Οι χαρακτήρες δεν έχουν προχωρήσει ούτε εκατοστό, μένουν το ίδιο αφελείς και στερεότυποι παρά τις υποτιθέμενες εμπειρίες τους. Και οι διάλογοι –απόρροια της έμπνευσης του Ράιμι να γράψει ο ίδιος το σενάριο μαζί με τον αδερφό του- αγγίζουν τη γελοιότητα, κάνοντας κάθε σοβαρή στιγμή να μοιάζει παλιομοδίτικο αστείο. Το χιούμορ είναι πομπώδες και η μεταμόρφωση του Πίτερ σε ”κακό παιδί” μόνο απορία προκαλεί για το τι θεωρείται ”κακό” στον εικοστό πρώτο αιώνα. Επιπλέον, σε ένα κόσμο με κινητά, ψηφιακές μηχανές και φότοσοπ, ο αφελής σπασίκλας μένει σε μια τρώγλη με ξύλινη πόρτα και τηλεφωνεί από τη συσκευή του διαδρόμου.
Δε νομίζω…
Το τρίτο μέρος της σειράς –έρχεται πιθανότατα και τέταρτο- είναι ίσως ένα καλό φιλμ για τους φίλους και νοσταλγούς του παλιού Σπάιντερμαν αλλά δυστυχώς είναι μια κακή ταινία.
Βγαίνουν ακόμη:
- Η παλιά ταινία του Γκας Βαν Σαντ ”Mala Noche”, η ταινία μυστηρίου ”The Dead Girl” και το καινούργιο δημιούργημα της ”κλασικολαγνείας” του Κένεθ Μπράνα ”Ο Μαγικός Αυλός”.