The Host: Οι Κορεάτες ξέρουν από μπλοκμπάστερ!

του Λουκά Τσουκνίδα
Το νοτιοκορεάτικο σινεμά είναι την τελευταία πενταετία ”καυτό”. Τα φεστιβάλ παντού ανακαλύπτουν καινούργιους σκηνοθέτες και οι παραγωγές της ”καπιταλιστικής” Κορέας κάνουν σημαντική πορεία στις αίθουσες όλου του κόσμου. Γιατί;
Ο Κώστας Γαβράς έλυσε την απορία μου, σε μια διάλεξη που έδωσε στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: το κράτος το ήθελε και το κράτος το πέτυχε. Με σχετικό νόμο, προ δεκαετίας περίπου, όλες οι αίθουσες υποχρεώθηκαν να παίζουν εγχώριες παραγωγές για συγκεκριμένη χρονική περίοδο της σεζόν, τρεις ή τέσσερις μήνες νομίζω. Έτσι οι ντόπιοι σκηνοθέτες βρήκαν χρηματοδότηση και κοινό, με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που βλέπουμε σήμερα. Βέβαια, ο κινηματογράφος διδάσκεται σε πανεπιστημιακό επίπεδο εδώ και μερικές δεκαετίες, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.
Σ’ αυτό το πρόσφατο φεστιβάλ, είδα σε μεταμεσονύχτια προβολή την ταινία ”The Host” του ανερχόμενου κορεάτη Γιουν-Χο Μπονγκ. Ο διανομέας που προλόγισε την ταινία, ο άνθρωπος δηλαδή που ρίσκαρε ένα μεγάλο ποσό θεωρώντας ότι το ελληνικό κοινό θα τον δικαιώσει, μετέφερε το μήνυμα του δημιουργού: ”Θέλω να ξέρετε”, είπε, ”ότι η ταινία είναι κατά βάθος ένα οικογενειακό δράμα...”
Δε μπλόφαρε καθόλου. Μεταξύ σοβαρού και αστείου έδωσε μια ιδέα για το ζουμί της ταινίας, την αρχή και το τέλος δηλαδή της δράσης, του χιούμορ, του δράματος και της αλληλεπίδρασης των χαρακτήρων. Μια οικογένεια, δυσλειτουργική, αποξενωμένη και με πολύ διαφορετικά μέλη που αναγκάζεται να ”ξαναβρεθεί” και να συνεργαστεί μπροστά στην απαγωγή του μικρότερου μέλους της από ένα... αμφίβιο τέρας, κάτοικο του ποταμού Χαν, στο κέντρο της Σεούλ.
Το τέρας, όπως βλέπουμε στον πρόλογο, δημιουργήθηκε από την εγκληματική αμέλεια των ιθυνόντων μιας παλιάς αμερικανικής βάσης –αδειάζουν χημικά στον ποταμό. Εμφανίζεται ξαφνικά μια όμορφη μέρα, που οι Σεουλίτες απολαμβάνουν το πικνίκ τους στις όχθες και προκαλεί τον τρόμο και τον πανικό. Η αντίδραση του κράτους τυπική, το κοινό καλό όμως δεν αποτελεί προτεραιότητα των πρωταγωνιστών, που πάνε κόντρα σε όλους και εξαπολύουν επίθεση για να πάρουν πίσω το κοριτσάκι τους.
Η ταινία αδικείται, αν προσπαθήσουμε να βρούμε τις πολιτικές αιχμές πίσω από την καθαρά και ξάστερα ψυχαγωγική επιφάνεια. Τα όποια πολιτικά σχόλια είναι απλοϊκά, σχηματικά και εξυπηρετούν απλούς μηχανισμούς της αφήγησης, τίποτε παραπάνω. Όπως είπε κι ο δημιουργός άλλωστε, πρόκειται για ένα ”οικογενειακό δράμα”.
Ο Γιουν-Χο Μπονγκ, παίρνει ένα ανυπόληπτο γενικότερα υπο-είδος (βλέπε Γκοτζίλα κλπ), το μπλέκει με άλλα κινηματογραφικά συστατικά και πετυχαίνει κάτι φοβερά ελπιδοφόρο: να νικήσει τους αμερικάνους στο παιχνίδι τους, αφού δημιουργεί ένα μπλοκμπάστερ με ψυχή, αυτοσαρκασμό και αβίαστο σασπένς.
Τα οπτικά εφέ είναι αμερικάνικης κατασκευής, η κίνηση του τέρατος είναι παιχνιδιάρικη και εντυπωσιάζει με τη φυσικότητά της και η παραγωγή γενικότερα είναι άψογη. Εξαιρετικοί οι πρωταγωνιστές, δε συμβιβάζουν ούτε στιγμή την κορεάτικη ταυτότητά τους για ν’ αναπαράγουν χολιγουντιανά κλισέ.
Δείτε την οπωσδήποτε. Για να συνεχίσουν οι Έλληνες διανομείς να παίρνουν τέτοια ωραία ρίσκα και ν’ ανασάνουμε από την αμερικάνικη νεκροφιλία των ριμέικς.
Βγαίνουν ακόμα:
* ”Moliere”: Δεν είναι βιογραφία. Είναι μια πολύ έξυπνη υπόθεση, ως προς το που εξαφανίστηκε ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας για λίγο στα 22 του, φτιαγμένη στο πνεύμα των κωμωδιών του και με πάμπολλες αναφορές για τους μύστες. Απολαυστική η τετράδα των πρωταγωνιστών με τον ”καυτό” Ρομέν Ντουρί στον κεντρικό ρόλο.
* Η όμορφη βρετανική οικογενειακή ταινία ”Miss Poter” βασισμένη στη ζωή μιας διάσημης συγγραφέως παιδικών βιβλίων. Καλή η Ρενέ Ζελβέγκερ αλλά ακόμα καλύτερη η Έμιλι Γουότσον.
* Δυόμισι ώρες για την αφελή μικρά ”Λαίδη Τσάτερλι” και τον παράνομο, ταξικά ανήθικο έρωτά της; Καλές οι προθέσεις αλλά πάει πολύ.
* Το ντοκιμαντέρ για τα κορίτσια που αψήφισαν την κυβέρνηση Μπους και τιμωρήθηκαν από τη μουσική βιομηχανία ”Dixie Chicks: Shut Up and Sing” και άλλο ένα μελανό σημείο στην κωμική καριέρα του Έντι Μέρφι, το ”Norbit”.