Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;:Όταν η μουσική συναντά το μυθιστόρημα

Με soundtrack ανάλογο της κάθε περίστασης, ο Γιάννης Μπασκόζος αφηγείται παράξενες καθημερινές ιστορίες και αναδεικνύει τον ρόλο της μουσικής ακόμα και στις πιο σοβαρές, επικίνδυνες ή δυσάρεστες περιστάσεις.
Η λογοτεχνία και η μουσική, η μουσική και η λογοτεχνία: Δύο γλώσσες που στοχεύουν στον βαθύτερο ψυχισμό του ανθρώπου μιλώντας μεταξύ τους ή δυο δρόμοι –ο λεκτικός και ο άρρητος- που δεν θα διασταυρωθούν ποτέ;

Ο Μπασκόζος δείχνει ότι γράφει τα διηγήματά του από μεράκι και όχι από επαγγελματισμό, από αθώα έφεση στον λόγο και όχι από αναρριχητικές τάσεις. Γράφει γιατί ζει, και μερικά από τα βιώματά του πιστεύει ότι μπορούν να γίνουν απλές αφηγήσεις που ενέχουν συγκίνηση ή απλώς σχηματίζουν μια καλή ιστορία. Τα διηγήματά του δεν καινοτομούν μορφικά, δεν ακολουθούν –ισμούς και τεχνοτροπίες. Είναι αυθεντικά κομμάτια αφήγησης που τα χαίρεσαι γιατί έχουν μια ιστορία που γενικεύει το μερικό και αισθητοποιεί το βιωμένο.

Κεντρικός άξονας σχεδόν όλων των διηγημάτων είναι η μουσική και οι ποικίλες αναμίξεις που επιχειρεί στο μίξερ της ζωής. Ο συγγραφέας φαίνεται λάτρης της μουσικής και οι ήρωές του φαν κυρίως της παλιάς ροκ, της καλής τζαζ, της μουσικής που σάρωνε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Αλλά το μυστικό σε πολλές ιστορίες του είναι ότι αυτή η “κλασική” μουσική δεν είναι ογκόλιθος που δεν κουνιέται, ούτε είναι ιεροσυλία αν κανείς την θέσει σε δεύτερη μοίρα. Πολλές φορές και οι φανατικοί του είδους ξοκείλουν…

Η απογοήτευση πατέρα και γιου που περίμεναν να ακούσουν τζαζ αλλά ακούνε παραδοσιακά μετατρέπεται σε ενθουσιασμό. Άλλος χαρακτήρας το γύρισε από τη σόουλ ξαφνικά στο λαϊκό, για να εκφράσει την αγάπη, την απώλεια και τον καημό της νιότης στο παρελθόν. Η δύναμη της μουσικής κάνει ερωτεύσιμη ακόμα και την παχουλή συνοδό του μαφιόζου. Ένας άσημος τραγουδιστής δίνει σε έναν πολιτιστικό συντάκτη τα CD του για να τα ακούσει κι αυτός βλέπει λαϊκή φλέβα όχι μόνο στα τραγούδια του αλλά και στη γνήσια συμπεριφορά του. Μια μικροαστή πωλήτρια ξεθαρρεύει όταν τα βράδια τραγουδά ροκ. Μια ροκού πωλήτρια δίσκων αλλάζει όλο το νησί σε πιο σύγχρονα ακούσματα, αλλά στο τέλος χορεύει λαϊκά. Η Φιφή ήταν λάτρης παλιών τραγουδιών και στην κηδεία της οι στενοί της άνθρωποι τραγουδούν πάνω στο φέρετρό της.

Η μουσική λοιπόν είναι η διαφυγή που χωρίς στεγανά, χωρίς μονομέρειες μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή και μεράκι στην γκρίζα πραγματικότητα. Στον κόσμο του Μπασκόζου οι μουσικές ανακατεύονται όπως οι ποικίλες πλευρές του ανθρώπου, οι άνθρωποι μοιάζουν συχνά με ζωάκια (όπως η ύποπτη που παίρνει το προσωνύμιο «κοτσύφι» ή η πωλήτρια που περπατά σαν παπάκι), η ζωή κυλά με αυξομειώσεις.

Τέλος, δεν λείπουν τα ήπια πολιτικά διηγήματα. Αφενός ο Πέτρος Πικρός, μορφωμένος και βαθιά σκεπτόμενος, μιλάει στους παρίες για κομμουνισμό και μέσα στην ταβέρνα ζωντανεύουν όλοι οι ήρωές του που είχαν κατά καιρούς φτάσει στο έγκλημα λόγω της κοινωνικής αδικίας. Και αφετέρου μέλη του κόμματος, όπου η ηθική είναι πολύ σημαντικό συστατικό της δράσης, παρατούν οικογένεια και ιδεολογία, καθώς ερωτεύονται γυναίκες και εγκαταλείπουν την ως τότε ζωή τους.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Γιάννης Μπασκόζος, “Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;”, εκδόσεις Κέδρος, 2011, σελίδες: 155, τιμή: €12,00
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v