Σπύρος Βασιλείου: Ο άνθρωπος που έντυσε το θέατρο

Μακέτες και σχέδια των σκηνικών με τα οποία ο Σπύρος Βασιλείου "έντυσε" πάνω από σαράντα παραστάσεις του ελληνικού θεάτρου από το 1929 έως το 1984 παρουσιάζονται σε μια ιδιαίτερη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.
Σπύρος Βασιλείου: Ο άνθρωπος που έντυσε το θέατρο
του Γιάννη Ασδραχά

«Αναλίσκεται μόχθος πολύς και αγάπη αληθινή πάνω σε τούτα τα σανίδια, για να έχει ο σκηνογράφος τη λαχτάρα ν' αφουγκραστεί πίσω από την κουΐντα μέσα στον πυρετό της πρεμιέρας, για να ακούσει αν θα πιάσει, την ώρα που ανοίγει η αυλαία, εκείνο το αδιόρατο "Ααα!" της επιδοκιμασίας» έλεγε από την σκηνή του θέατρου «Βεργή» ο εικαστικός Σπύρος Βασιλείου τον Δεκέμβρη του 1969, περιστοιχισμένος από τους Μάνο Κατράκη, Πέλο Κατσέλη, Έλσα Βεργή, Σωκράτη Καραντινό κ.α.

Ήταν μία τιμητική βραδιά για την σκηνογραφική διάσταση του Σπύρου Βασιλείου με αφορμή την συμπλήρωση, εκείνη την χρονιά, τεσσάρων δεκαετιών δημιουργικής πορείας στο ελληνικό θέατρο. Σήμερα, 26 χρόνια ακριβώς μετά τον θάνατο του εικαστικού, εγκαινιάζεται στους χώρους του μουσείου «Μπενάκη» (κτήριο οδού Πειραιώς) μία έκθεση αφιερωμένη στο σκηνογραφικό του έργο. Με τίτλο «Ο Σπύρος Βασιλείου και το Θέατρο» καταγράφεται αυτό το σημαντικό κεφάλαιο του «Μπάρμπα Σπύρου», όπως τον αποκάλεσε στην συνέντευξη τύπου ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελος Δεληβοριάς.

Η πρώτη φορά που το όνομα του Σπύρου Βασιλείου βρίσκοταν αμέσως μετά την λέξη σκηνογραφία ήταν το 1929 για την παράσταση «Κορακιστικά» του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη της «Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου». Πενήντα πέντε χρόνια μετά και λίγους μήνες πριν το θάνατο του, το 1984, υπογράφει τα τελευταία του σκηνικά για την παράσταση «Ανδρομάχη» του Γιώργου Τσαγκάρη που παρουσίασε το «Ελληνικό Μπαλέτο Ρένας Καμπαλάδου», στον Λυκαβηττό.

«Λατρευτό άνθρωπο που διάπρεψε με την τέχνη του για δεκαετίες» χαρακτήρισε τον Σπύρο Βασιλείου ο Άγγελος Δεληβοριάς, φωτίζοντας ακόμα μία πλευρά του χαρακτήρα του: το ότι διακατεχόταν πάντα από «καλή διάθεση στην αποδοχή των απόψεων ακόμα και σε αυτές που δεν συμφωνούσε. Ήταν ένας ανοικτός καλλιτέχνης που έβλεπε πέρα από την εποχή του». Ακόμα ο Άγγελος Δεληβορίας πρόσθεσε πως στην νέα στέγη του Μουσείου Μπενάκη, που αναμένεται να εγκαινιαστεί, την στέγη αφιερωμένη στη γενιά του μεσοπολέμου (στεγάζεται στην Οδό Κριεζώτου 3, στο οίκημα που παραχώρησε στο μουσείο ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας) το «πνεύμα του Μπάρμπα Σπύρου έχει τιμητική θέση».

Η κόρη του ζωγράφου, Δροσούλα, θυμήθηκε χθες πως ο πατέρας της λάτρευε το θέατρο λέγοντας πως «Όταν δούλευε τα σκηνικά μίας παράστασης δεν έφευγε αλλά καθόταν στις θέσεις ακόμα έως το πρωί, του άρεσε να παρακολουθεί τις πρόβες. Ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής του το θέατρο, και αυτή η έκθεση το φωτίζει πεντακάθαρα».

Όμως, το ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει το μεγαλύτερο μεγάλο μέρος του σκηνογραφικού έργου του Σπύρου Βασιλείου οφείλεται στη σύζυγο του, Κική. «Η συμβία του είχε προνοήσει να συγκεντρώνει και να αρχειοθετεί τα σχέδια του άνδρα της» είπε χθες η επιμελήτρια της έκθεσης Ίλια Λακίδου, για να προσθέσει ο Αγγελος Δεληβοριάς ότι "οι γυναίκες υπήρξαν στυλοβάτες της ελληνικής οικογένειας".

Ειδικότερα για την διαμόρφωση του καλλιτεχνικού αποτυπώματος του εικαστικού η επιμελήτρια της έκθεσης υπογράμμισε ότι «η καταγωγή του, η οικονομική του κατάσταση και ο ιδεολογικός του προσανατολισμός διαμόρφωσαν από την αρχή της πορείας του Σπύρου Βασιλείου μία αντίληψη για την τέχνη καθαρά λαϊκή. Έτσι ο καλλιτέχνης σαν ένας άλλος μάστορας ήταν πρόθυμος να προσφέρει την τεχνική του κατάρτιση όπου αυτή μπορούσε να φανεί χρήσιμη πέραν της ζωγραφικής: στην σκηνογραφία, τη γραφιστική, την αγιογραφία κ.α».

Το όνομα του καλλιτέχνη συνόδευσε τη σκηνογραφία 127 παραστάσεων αλλά και έξι ταινιών. Από αυτή τη πλούσια παρουσία του Σπύρου Βασιλείου στους χώρους του δευτέρου ορόφου του «Μπενάκη» παρουσιάζεται επιλεγμένο υλικό από 44 παραστάσεις και τρεις ταινίες. Μία επιλογή που καθορίστηκε όπως σημειώνει η Ιλια Λακίδου «από το διαθέσιμο χώρο του μουσείου και την ποιότητα του υλικού που επέτρεπε να εκτεθεί με επάρκεια». Στους χώρους της έκθεσης μακέτες, σχέδια και οπτικοακουστικό υλικό στοιχειοθετούν μία διαδρομή με σταθμούς στις σημαντικότερες στιγμές της πολύχρονης διαδρομής του ζωγράφου, που παράλληλα αποκτά και μία άλλη διάσταση: φωτογραφίζει τη διαμόρφωση της ελληνικής μεταπολεμικής σκηνικής αισθητικής.

Το έργο ταξινομείται σε επτά ενότητες με γνώμονα: τα χρονολογικά πλαίσια, τους θεατρικούς χώρους, τους θιάσους με τους οποίους συνεργάστηκε και τα θεατρικά είδη που παρουσιάζουν ειδικό ενδιαφέρον. 

Ένας Έλληνας στρατιώτης του μεσοπολέμου, σε φυσικό μέγεθος, υπερμέγεθες τάμα για την προτελευταία δουλεία του Σπύρου Βασιλείου που αφορούσε την παράσταση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη» του Νικηφόρου Βρεττάκου (1982) υποδέχεται τον επισκέπτη στην έκθεση. Η αφετηρία της χρονολογικής διαδρομής είναι το πρόγραμμα, το μοναδικό υλικό που έχει σωθεί, από την πρώτη σκηνογραφία του Σπύρου Βασιλείου. Ο καλλιτέχνης ξεκίνησε την πορεία του στο πλάι του Φώτου Πολίτη και συνέχισε κοντά στον Σωκράτη Καραντινό ο οποίος πίστεψε στο ταλέντο του και έγινε ο «αισθητικός μέντορας» του, όπως σημειώνει η Ίλια Λακίδου.

Στις πρώτες ενότητες, η ταξινόμηση του έργου του γίνεται σε αντιστοιχία με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (μεσοπόλεμος, δεκαετία του ’40, πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική περίοδος). Οι τελευταίες περιλαμβάνουν τις παραστάσεις που ο Βασιλείου επιμελήθηκε στις κρατικές σκηνές, τις παραγωγές αρχαίου δράματος, καθώς και τη συνεργασία του με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Όπως υπογραμμίζει η Ίλια Λακίδου, η ταξινόμηση αυτή αποσκοπεί στο να «καταδειχτεί ο τρόπος με τον οποίο ο ζωγράφος εργάστηκε πάντα σε αναλογία με τις αισθητικές αξιώσεις της εκάστοτε χρονικής περιόδου ή των εκάστοτε θιάσων, αλλά και ανάλογα με τα μέσα, τεχνικά και οικονομικά, που είχε στη διάθεσή του».

Την έκθεση συμπληρώνουν άρθρα που φανερώνουν πώς υποδέχτηκαν οι κριτικοί της εποχής τις παραπάνω δημιουργίες του, ή κείμενα του καλλιτέχνη που σχετίζονται με την εκάστοτε παραγωγή. Παράλληλα σε οθόνες προβάλλονται στιγμιότυπα από ταινίες που δούλεψε όπως τη σατυρική κωμωδία του Μιχάλη Κακογιάννη «Όταν τα Ψάρια Βγήκαν στη Στεριά και (1967).

Επιπλέον, στον κεντρικό από τους τρεις διαδρόμους της έκθεσης παρουσιάζεται ένα σπάνιο ακουστικό ντοκουμέντο, όπου ο ζωγράφος μιλά για τη δουλειά του στο θέατρο. Για την κληρονομιά που άφησε όπως είχε εξομολογηθεί ο Σπύρος Βασιλείου στην δύση της ζωής του: «Δεν μετανιώνω για τις θάλασσες που έχασα για να ξενυχτώ νύχτες ατέλειωτες σε μισοφωτισμένες σάλες θεάτρων με όλους εκείνους, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, τεχνικούς, ηλεκτρολόγους, που υφαίνουν από νύχτα σε νύχτα, το στημόνι και το υφάδι της θεατρικής τέχνης στον τόπο μας. Και λογαριάζω τον εαυτό μου τυχερό που η βαριά κουρτίνα του θεάτρου με αιχμαλώτισε μέσα στο αδιαμόρφωτο χάος της σκηνής, σε μια εποχή όπου μια ολοζώντανη θεατρική τέχνη ευδοκιμούσε πάνω στα πατάρια των σκηνών του νεοελληνικού θεάτρου».
 
Την έκθεση συνοδεύει ομώνυμη εικονογραφημένη έκδοση, η οποία περιλαμβάνει το χρονολόγιο του Σπύρου Βασιλείου, την πλήρη παραστασιογραφία και φιλμογραφία του, καθώς και ένα πρωτότυπο κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης, Ίλιας Λακίδου.

Τις τρεις πρώτες Κυριακές του Απριλίου (11 π.μ. έως τις 2 μ.μ.) πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της έκθεσης εκπαιδευτικά προγραμμάτα για ενήλικες σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Αλεξάνδρας Σέλελη. Στην πρώτη συνάντηση με τον τίτλο «Σπύρος Βασιλείου, καλλιτέχνης πολύτροπος» οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν την ευκαιρία να εξερευνήσουν τα στοιχεία που διαμόρφωσαν το έργο του. Το θέμα της επόμενης συνάντησης εστιάζει στη ζωγραφική ως πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς της σκηνογραφικής δημιουργίας του καλλιτέχνη.

Τέλος, η τελευταία Κυριακή με τίτλο «…Να εφευρίσκει τόπους ποικίλους ταχυδακτυλουργικούς και θαυματοποιίας…» επικεντρώνεται σε παραδείγματα που φανερώνουν την ικανότητα του καλλιτέχνη να «μεταμορφώνει» απλά και πρόχειρα υλικά σε ύλη θεατρικής μαγείας.

Info:
«Ο Σπύρος Βασιλείου και το θέατρο»
Μουσείο Μπενάκη: Κτήριο Οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138).
Διάρκεια: έως τις 15 Μαΐου
Τηλέφωνο: 210 3453111

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v