McCabe: Πιστεύω στην τύχη του φωτογράφου

Ο Αμερικανός φωτογράφος Robert McCabe εκθέτει στον Πόρο, και μιλά στο In2life για την Ελλάδα του ’50, όπως την κατέγραψε ο φακός του.
του Γιάννη Ασδραχά

Το βλέμμα του φωτογράφου Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ ανίχνευε τα πρόσωπα σε μία φωτογραφία ενός αρραβώνα στην Μύκονο. Μία γιορτή που έγινε στο νησί όταν διήγε πια τα τελευταία χρόνια ενός μεγάλου κύκλου. Τον κύκλο μίας παράδοσης που η φιλοξενία δεν σήμαινε υπηρεσίες. Οι γιορτές δεν ήταν ατραξιόν. Και η φτώχεια στην ύλη, δεν ήταν δαιμονοποιημένη.

Ο Αμερικανός φωτογράφος εντοπίζει το πρόσωπο που έψαχνε: πρόκειται για έναν ρασοφόρο που κοιτά κατάματα την κάμερα. Χωρίς όμως να ποζάρει. Με το βλέμμα που καλωσορίζει έναν φίλο χωρίς λόγια. «Αυτός ο ιερέας στη Μύκονο με είχε αναλάβει. Φρόντιζε διαρκώς να είναι γεμάτο το ποτήρι μου με κρασάκι», μας είπε ο φωτογράφος ανασύροντας μνήμες που, παρ’ότι προέρχονται από το μακρινό 1957, είναι ακόμα ζωντανές. Σαν η γιορτή που απαθανάτισε να τελείωσε μόλις χθες. Και να ακούγεται ακόμα ο απόηχος από τα λαούτα και τα κλαρίνα στη χαρμόσυνη συνάντηση που έντυσαν μουσικά λαϊκοί οργανοπαίκτες, που επίσης πήραν ασπρόμαυρο διαβατήριο στο χρόνο.

Οι παραπάνω εικόνες είναι ένα μέρος μόνο από το σύνολο ενός «παράθυρου» στην παλιά Ελλάδα που ανοίγει με τις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ αυτές τις μέρες στην Γκαλερί “Citronne”, στον Πόρο. Από την θέα του λείπει το χρώμα, αλλά περισσεύουν οι αισθήσεις, που ήταν ανεμπόδιστες να διαχυθούν σε κάθε λεπτομέρεια, χωρίς αισθητικές παρεμβολές τόσο στην εικόνα όσο και στις ψυχές των ανθρώπων. Εικόνες μίας αμόλυντης Ελλάδας, όπου η ποίηση καραδοκεί σε σοκάκια ασβεστωμένα στις Χώρες των νησιών, στα ξυπόλητα και με μπαλώματα στα ρούχα παιδιά, τα οποία όμως πλημμυρίζει η χαρά ενώ στέκονται μπροστά στο φακό. Η ποίηση «ξεχύνεται» απ’την καλοσύνη, που σαν θερμή αύρα αναβλύζει σε πρόσωπα σκαμμένων από την δουλειά ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται είτε σε χωριά ριζωμένα στα βουνά της Ηπείρου είτε στις Χώρες των νησιών που αναστατώνουν τα μελτέμια. Όπως, επίσης, από τις αρχαιότητες, οι οποίες έδιναν ακόμα στον επισκέπτη που τις αντίκριζε την αίσθηση της παρθενικής ανακάλυψης, αλλά και το μέσο της διαδρομής για την ανακάλυψη αυτού του κόσμου: απ’τα καράβια. Ο Μακ Κέιμπ ίσως του χάρισε την πιο αναγνωρίσιμη και κολακευτική εικόνα… Αυτήν που προβάλει σαν ειρηνικό θωρηκτό ανάμεσα από δύο ντόπιους που κουβεντιάζουν ήρεμοι στο λιμάνι της Σαντορίνης, πίνοντας τον ελληνικό τους. Θαρρείς ότι το «Αιγαίον» θα ελιμενιστεί επάνω τους.

Συναντήσαμε τον φωτογράφο στην αίθουσα της φωτεινής γκαλερί του Πόρου και ανάμεσα στα έργα του, μας μίλησε για στιγμές που στοίχειωσαν την ζωή του. Ένα δάσος από ελαιόδεντρα χωρίζεται από έναν χωματόδρομο. Και στο μέσο του μία γυναίκα περπατά. «Είναι στον Mυστρά» λέει ο φωτογράφος και δείχνει τον ορεινό όγκο, όπου κάποτε βρισκόταν η βυζαντινή καστροπολιτεία. «Μια από τις νέες γυναίκες είδε την φωτογραφία τα τελευταία χρόνια στην Πάτρα και μου έγραψε ένα ωραίο γράμμα, στο οποίο έλεγε ότι σε αυτόν τον δρόμο συναντιόταν με τον πρώτο της έρωτα». Σταματά ξανά και ξανά και χαζεύει τους προσκεκλημένους χορευτές στη βάφτιση της Μύκονου σχολιάζοντας «είναι μια φωτογραφία που μου δείχνει πόσο σημαντικό είναι να είσαι τυχερός στο κλικ της μηχανής. Πιστεύω πως αν είχα όλους αυτούς τους ανθρώπους σαν μοντέλα μια ολόκληρη ημέρα και τους έβγαζα εκατοντάδες φωτογραφίες δεν θα πετύχαινα καμία σαν και αυτήν εδώ. Πιστεύω στην τύχη του φωτογράφου».

Ο δρόμος των Παναθηναίων στην Πλάκα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ο βράχος της Ακρόπολης με τα μνημεία στο πρώτο πλάνο και στο κέντρο του, σαν μακρινή εικόνα, μία μαυροφορεμένη φιγούρα «Αυτή η φωτογραφία δεν θα σήμαινε τίποτα χωρίς τη φιγούρα της γυναίκας» τονίζει ο φωτογράφος.

Ο φακός έχει νετάρει σε δύο κορίτσια αγκαλισμένα στην Κάσσο, στα αμήχανα γέλια και τις δειλές ματιές τους στον φακό «Οι μεγαλύτεροι με έβλεπαν να οπλίζω την μηχανή και δεν αντιδρούσαν. Όμως τα κορίτσια ντρέπονταν. Αυτό ‘γράφεται’ στον φακό». Σε μια συγκινησιακά φορτισμένη συζήτηση μπροστά απ΄τις φωτογραφίες του ο Μακ Κέιμπ κατέληξε στην παραδοχή:«Το παν είναι η τύχη του φωτογράφου. Να πιάσεις τη στιγμή που κάτι σημαντικό συμβαίνει και αυτό το κάτι να το αιχμαλωτίσεις για πάντα».

Τέτοιες στιγμές ανακάλυψε στην Ελλάδα που ταξίδεψε εικοσάχρονος το 1957, όχι με την ιδιότητα του τουρίστα αλλά του περιηγητή. Η μηχανή του ήταν μία Roleiflex με μεγάλο αρνητικό «Δεν είχε τότε η Ελλάδα τουρίστες», θυμάται. Και προσθέτει «Ήταν πολύ φιλόξενοι οι Έλληνες, με καλοδέχονταν παντού. Το γεγονός ότι ήμουν Αμερικάνος τους έκανε να μου ανοίγουν ακόμα περισσότερο την αγκαλιά τους». Σήμερα όμως αυτό έχει αντιστραφεί, «το κλίμα σας είναι αντιαμερικανικό» διευκρινίζει.

Την εποχή που ήρθε στην Ελλάδα, παρά το ότι μόλις που είχε μπει στα είκοσι του χρόνια, ήταν εξοικειωμένος με την κάμερα αφού από τα πέντε του χρόνια απέκτησε την πρώτη του μηχανή, το «κουτί» της Kodak. Έκτοτε πάντα έχει μαζί του μία κάμερα. Η φωτογραφία ήταν ένα μικρόβιο που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ο γονιός του δούλευε σε μία εφημερίδα της Νέας Υόρκης, η οποία ειδικευόταν στις φωτογραφήσεις και επιβιώνει ακόμα και σήμερα, με τον τίτλο « New York Daily News». Σε μικρή ηλικία, ο Μακ Κέιμπ είχε τραβήξει ρεπορταζιακό υλικό: έναν άνθρωπο που είχε ατύχημα με το τραίνο, ένα παιδί που πνίγηκε πέφτοντας στον πάγο, σκηνές από τροχαία. Στην συνέχεια ξεκίνησε να τραβάει τοπία, αλλά πάντα με ειδησεογραφική αξία, όπως τα συντρίμμια από το πέρασμα ενός τυφώνα.

«Δυστυχώς δεν έχω κρατήσει πολλές φωτογραφίες από εκείνη την περίοδο». Δεν είχε άλλωστε, όπως παραδέχεται, το κουράγιο να ακολουθήσει το επάγγελμα του φωτορεπόρτερ: «Είναι δύσκολο και λίγοι το επιτυγχάνουν. Τρέφω μεγάλη εκτίμηση για όσους αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φωτογραφία».

Ο ορισμός του για την καλή φωτογραφία... απλός: «Πιστεύω στην απλότητα της σύνθεσης. Όταν τραβάς μια σύνθετη φωτογραφία μπερδεύεις τον θεατή. Πρέπει να είναι κάτι δυνατό η εικόνα που να απομνημονεύεται. Πρέπει να έχεις μία ενόραση που δίνει συναίσθημα». Ό,τι, με άλλα λόγια, βρήκε στην Ελλάδα του 1957, «στους ανθρώπους, το τοπίο, τον συνδυασμό βουνού, θάλασσας και τα λιόδεντρα. Ακόμα, στις βάρκες-γλυπτά. Μου λείπουν σήμερα τα ξύλινα σκάφη –όλα είναι πλαστικά».

Φωτογραφίζοντας την ελληνική ύπαιθρο «ήθελα [παραδέχεται] να ‘αιχμαλωτίσω’ τους ανθρώπους, τα μέρη και τους τόπους με έναν ποιητικό τρόπο. Και όχι με την διάθεση του ντοκουμέντου. Με μία ενορατική διείσδυση μέσα σε αυτό που συνέβαινε». Τα θέματα που του κέντριζαν το ενδιαφέρον, αν συνέβαιναν και σήμερα, θα τον έλκυαν το ίδιο «μόνο που δεν θα μπορούσα να τα βρω. Ίσως υπάρχει μία πιθανότητα στα βουνά της Ηπείρου, ίσως στα Αντικύθηρα. Επιπλέον, σήμερα δεν γίνεται να τραβήξω το καλοκαίρι φωτογραφίες στα νησιά χωρίς να μπουν τουρίστες στο πλάνο. Είναι ενοχλητικό».

Τα τελευταία τρία χρόνια οι γωνίες της χώρας που τον ιντριγκάρουν βρίσκονται στην Ήπειρο και ειδικότερα στα Ζαγοροχώρια. Εκεί ξανασυνάντησε και τα τρία κορίτσια που φωτογράφισε πενήντα χρόνια πριν. «Οι παιδούλες εκείνης της εποχής σήμερα έχουν εγγόνια», λέει. Ακόμα, ένα από τα θέματα που θέλει να ασχοληθεί είναι τα σπίτια της Πλάκας που είναι κατά την γνώμη του «από τις πιο όμορφες παλιές πόλεις της Ευρώπης».

Όμως έχει και ένα portofolio από εκείνη την εποχή με έγχρωμα αρνητικά, το οποίο έχει την πρόθεση να δημοσιεύσει. Ήταν φωτογραφίες για το «National Geographic», οι οποίες ποτέ δεν βρήκαν τον δρόμο τους σε ένα λεύκωμα. Ο Μαικ Κέιμπ έχει πια συνηθίσει να τραβά έγχρωμες φωτογραφίες. «Είναι μια διαφορετική πρόκληση στην σύνδεση των χρωμάτων», παραδέχεται. Αλλά υπάρχουν και κάποια θέματα για τα οποία επιβάλλεται το έγχρωμο φιλμ. Για παράδειγμα, στο ταξίδι που έκανε στην Αβάνα ήταν «αδύνατο να αποτυπώσω την πόλη σε ασπρόμαυρο. Η ατμόσφαιρα θα χανόταν».

Σήμερα ο φωτογράφος έχει εγκαταλείψει το φιλμ και έχει προσαρμοστεί στην ευχέρεια της νέας ψηφιακής τεχνολογίας. Όπως είπε «μπορεί να απορήσει κανείς με την μεταστροφή μου, αλλά με τις ψηφιακές μηχανές σου δίνεται η δυνατότητα της εναλλαγής έγχρωμου και ασπρόμαυρου με το πάτημα ενός κουμπιού».

Ο Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1934 και μεγάλωσε στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης. Σήμερα, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε Νέα Υόρκη, Παρίσι και Αθήνα.

Η έκθεση στην γκαλερί «Citronne» θα διαρκέσει εώς τις 12 Μαΐου. Η επόμενη έκθεση που θα φιλοξενήσει η γκαλερί, είναι και αυτή φωτογραφική, με έργα της Κατερίνας Καλούδη (15 Μαΐου - 2 Ιουνίου).

Gallery Citronne: Πόρος, τηλ. 22980 2240
Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 11.00 - 13.00 και 19.00 - 24.00

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v