Κυψέλη, η γειτονιά που «αναγεννήθηκε» – αλλά για ποιον;

Τα ενοίκια που εκτοξεύτηκαν, οι κάτοικοι που φεύγουν και η νέα Κυψέλη που μοιάζει όλο και λιγότερο με εκείνη που θυμόμαστε.

Κυψέλη, η γειτονιά που «αναγεννήθηκε» – αλλά για ποιον;

Η Κυψέλη είναι από εκείνες τις γειτονιές που ποτέ δεν έμειναν στατικές. Άλλαζε πρόσωπο κάθε δεκαετία, άλλοτε μετανάστευε ο κόσμος της και άλλοτε επέστρεφε. Όμως τα τελευταία χρόνια, η αλλαγή είναι πιο βίαιη.

Οι τιμές των ενοικίων εκτοξεύτηκαν, τα σπίτια ανακαινίζονται με μανιώδεις ρυθμούς, και η «αναγέννηση» που διαφημίζεται μοιάζει να έχει περισσότερη σχέση με το Airbnb και τα cocktail παύλα μπιστρό παύλα βάλε ό,τι θες εδώ bar, παρά με την πραγματική ζωή της γειτονιάς.

Σήμερα, το κόστος μίσθωσης μιας κατοικίας έως 35 τ.μ. κυμαίνεται από 350€ έως 580€, ενώ για διαμέρισμα 40-50 τ.μ. ανεβαίνει στα 450€-750€. Οι υψηλότερες τιμές αφορούν τα πλήρως ανακαινισμένα και επιπλωμένα διαμερίσματα, αυτά με το industrial φωτιστικό, τα φυτά εσωτερικού χώρου και τα λευκά πλακάκια που φωτογραφίζονται όμορφα για τις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Κι αν αναρωτιέσαι γιατί όλο και περισσότεροι Κυψελιώτες γκρινιάζουν για τα ενοίκια, οι αριθμοί τα λένε όλα. Τον Οκτώβριο του 2025 τα δεδομένα δείχνουν ότι η μέση τιμή ενοικίασης στην περιοχή έφτασε τα 9,52 ευρώ το τετραγωνικό, καταγράφοντας άνοδο σχεδόν 2,5% μέσα σε έναν χρόνο. Για να το πούμε απλά, ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. κοστίζει πλέον γύρω στα 670 ευρώ τον μήνα, και μιλάμε για γειτονιά που μέχρι πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν «φτηνή».

Οι τιμές πώλησης ακολουθούν την ίδια τροχιά, με μέσο όρο 2.096 ευρώ/τ.μ., σχεδόν 10% πάνω από πέρυσι. Η πιο ακριβή ζώνη παραμένει η Άνω Κυψέλη – Ευελπίδων, με 9,56 €/τ.μ. για ενοικίαση και 2.146 €/τ.μ. για αγορά, ενώ η Νέα Κυψέλη κρατά ελαφρώς χαμηλότερες τιμές, στα 9,42 €/τ.μ. και 2.032 €/τ.μ. αντίστοιχα.

Η Φοίβη μένει τα τελευταία τριάμισι χρόνια μόνιμα στην Κυψέλη, αν και πηγαινοέρχεται στην περιοχή εδώ και μια δεκαετία. Θυμάται μια διαφορετική εικόνα: περισσότερους μετανάστες, λιγότερους φασαίους, λίγους μόνο «χιπστεράδες» που ανακάλυπταν τη βρωμερική γοητεία της ουρμπανίλας. Τότε υπήρχαν μικρά μαγαζιά μεταναστών, οικογενειακά μεζεδοπωλεία και ψητοπωλεία, περισσότερες οικογένειες και μεγαλύτερες ηλικίες, μια πιο λαϊκή, πιο αυθεντική καθημερινότητα.

Τα τελευταία δύο χρόνια, λέει, η ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς άλλαξε εντελώς. Άνοιξαν πάρα πολλά καινούρια μαγαζιά εστίασης, «αρκετά, αλλά κάπως ολόιδια μεταξύ τους», και οι φάτσες που κάποτε έβλεπες στα Εξάρχεια ή στην Αγίου Γεωργίου, τώρα έχουν γεμίσει τους δρόμους γύρω από την Κυψέλη. «Μαγαζιά για χαλαρό ποτάκι ή καφενεία υπήρχαν και πριν, αλλά τώρα ξεπηδάνε παντού καινούρια που σερβίρουν πειραγμένους μεζέδες, πρίμιουμ τζιν κι έχουν απαραιτήτως τρία πιάτα με αυγά στο μενού τους», περιγράφει, μ’ ένα χαμόγελο που κρύβει την απορία αν όλο αυτό είναι τελικά πρόοδος.

Όταν τη ρωτάς για την περιβόητη «αναγέννηση» της Κυψέλης, το πρώτο που της έρχεται στο μυαλό είναι η αντίθεση: οι πελάτες του «Ντύλαν» στην Αγίας Ζώνης, «ένα εστιατόριο ας το πούμε ακριβούλι», να πίνουν κρασί, και δίπλα τους μαύρα παιδάκια να παίζουν μπάλα στον πεζόδρομο, ενώ οι πατεράδες τους χαλαρώνουν στο παγκάκι. «Στην αρχή αυτό ήταν ωραίο», λέει, «αλλά τώρα σιγά σιγά κλείνουν τα στέκια των μεταναστών και στη θέση τους ανοίγουν άλλα χιπστερομπάρ».

Για εκείνη, η αναγέννηση της Κυψέλης σημαίνει περισσότερες νέες φάτσες στον δρόμο, μαγαζιά με άσπρο πλακάκι και neon επιγραφές που γράφουν έξυπνα λογοπαίγνια, και μενού γεμάτα αλλόκοτες λέξεις. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι στα θετικά αυτής της αλλαγής πρέπει να μπει η άνθηση των θεατρικών σκηνών – «γίνεται χαμός από πέρσι», λέει, με μια δόση περηφάνειας.

Ο Κώστας, που μένει μερικές πολυκατοικίες πιο κάτω από παιδί, βλέπει τα πράγματα πιο ωμά. Για εκείνον, η αλλαγή μετριέται σε ανθρώπους που αναγκάστηκαν να φύγουν. Τα ενοίκια εκτοξεύτηκαν, λέει, και πολλοί γείτονες μετακινήθηκαν προς Πατήσια ή Πλατεία Αμερικής, ενώ την ίδια στιγμή ήρθε πολύς κόσμος από τα Εξάρχεια. Η γειτονιά, κατά κάποιον τρόπο, άλλαξε πληθυσμό χωρίς να αλλάξει τα κτίριά της.

Στην καθημερινότητα, η Κυψέλη είναι πράγματι πιο ζωντανή. Ο Κώστας το αναγνωρίζει: «Το βράδυ, όταν γυρνάς σπίτι, βλέπεις νέο κόσμο να βγάζει βόλτα το σκυλάκι του ή να πίνει ποτό, παλιά δεν κυκλοφορούσε ψυχή μετά τις 12». Όμως, αυτή η αίσθηση ασφάλειας συνοδεύεται από κάτι πιο άβολο: μια γειτονιά που έγινε λιγότερο συμπεριληπτική απέναντι στους μετανάστες και λιγότερο πολιτικά ενεργή. «Πιο ακριβή, λιγότερο ζωντανή με την παλιά έννοια», συνοψίζει.

Η Κυψέλη σήμερα είναι ταυτόχρονα σύμβολο και καθρέφτης της Αθήνας: μια περιοχή που γνώρισε την εγκατάλειψη, επιβίωσε χάρη στη διαφορετικότητά της και τώρα απολαμβάνει (;) τα… προνόμια του τουριστοειδούς φασαιισμού, με όρους που δεν περιλαμβάνουν όλους.

Πίσω από τα neon φώτα και τα τηγανιτά ρεβίθια με κάρυ ως συνοδευτικό, πίσω από τα θέατρα και τα cocktails με ακριβό τζιν, εξακολουθεί να χτυπά ο καρδιακός παλμός της παλιάς Αθήνας. Πιο εξασθενημένος πλέον, αλλά πανταχού παρών, να θυμίζει πως η γειτονιά αυτή «αναγεννήθηκε», ναι, αλλά όχι για όλους.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v