Γιατί ακόμη και οι πιο προσεκτικοί γονείς δημιουργούν τραύματα στα παιδιά;
Ακόμη και οι πιο στοργικοί γονείς, άθελά τους, αφήνουν ψυχικά αποτυπώματα στα παιδιά, γιατί καμία σχέση δεν είναι τέλεια.
Ακόμη και οι πιο στοργικοί γονείς, άθελά τους, αφήνουν ψυχικά αποτυπώματα στα παιδιά, γιατί καμία σχέση δεν είναι τέλεια.
Όσο κι αν προσπαθεί ένας γονιός να κάνει τα πάντα σωστά, είναι αδύνατον να μεγαλώσει ένα παιδί χωρίς να του αφήσει μικρά ή μεγαλύτερα ψυχικά σημάδια. Όχι επειδή δεν αγαπά ή δεν φροντίζει αρκετά, αλλά επειδή η ανθρώπινη σχέση, ακόμα και η πιο βαθιά, όπως αυτή γονιού και παιδιού, είναι γεμάτη ασυνεννοησίες, παρεξηγήσεις και στιγμές που ο ένας δεν μπορεί να «δει» πραγματικά τον άλλον.
Ο ψυχαναλυτής Donald Winnicott μίλησε από τη δεκαετία του ’60 για τον «αρκετά καλό γονιό». Δεν χρειάζεται να είναι τέλειος, χρειάζεται να είναι αρκετά σταθερός, να νοιάζεται και να μπορεί να επιδιορθώνει όταν κάτι πάει στραβά. Αυτή η ιδέα επιβεβαιώνεται σήμερα μέσα από δεκαετίες ερευνών στην αναπτυξιακή ψυχολογία.
Ένα από τα πιο γνωστά πειράματα, το Still-Face Paradigm του ψυχολόγου Edward Tronick, έδειξε τι συμβαίνει όταν μια μητέρα σταματά για λίγο να ανταποκρίνεται συναισθηματικά στο μωρό της. Το βρέφος πανικοβάλλεται, θυμώνει και προσπαθεί να επαναφέρει την επαφή. Όταν η μητέρα ξαναγίνει διαθέσιμη, το παιδί γρήγορα ηρεμεί. Αυτό που δείχνουν τέτοιες μελέτες είναι πως οι μικρές ρήξεις είναι φυσιολογικές, όμως το πρόβλημα αρχίζει όταν δεν «επιδιορθώνονται». Το παιδί χρειάζεται να νιώσει ότι ο δεσμός μπορεί να επανέλθει.
Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης, κάθε παιδί δημιουργεί εσωτερικά «μοντέλα» για το πώς λειτουργεί η αγάπη και η φροντίδα, βασισμένα στο πώς ανταποκρίνονται οι γονείς του. Αυτή η ανάλυση έδειξε ότι η γονική ευαισθησία, η ικανότητα δηλαδή να αντιλαμβάνεσαι τα συναισθήματα του παιδιού και να απαντάς με κατανόηση, συνδέεται με πιο ασφαλή και ανθεκτικά παιδιά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο γονιός πρέπει να είναι πάντα ψύχραιμος ή τέλειος. Αρκεί να είναι πρόθυμος να επανασυνδεθεί, να ζητήσει συγγνώμη, να εξηγήσει.
Από την άλλη, υπάρχουν συμπεριφορές που, αν και μοιάζουν προστατευτικές, μπορεί να προκαλέσουν αθέλητα τραύμα. Η υπερπροστασία, για παράδειγμα, διδάσκει στο παιδί ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος και ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνο του. Μια μετα-ανάλυση των Bruysters και Pilkington (2022) έδειξε ότι οι υπερπροστατευτικοί γονείς σχετίζονται με την ανάπτυξη πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή, τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο άγχους και χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Αντίστοιχα, η συναισθηματική παραμέληση, όταν δηλαδή οι ανάγκες του παιδιού για κατανόηση και αποδοχή αγνοούνται, έχει συνδεθεί από πλήθος ερευνών με αυξημένο κίνδυνο για κατάθλιψη και άγχος στην ενήλικη ζωή.
Τέλος, μεγάλη έρευνα γύρω από τις αρνητικές παιδικές εμπειρίες, δείχνει ότι ακόμη και «ήπιες» καταστάσεις, όπως ένταση στο σπίτι, ψυχρή συμπεριφορά ή συχνοί καυγάδες, μπορούν να αφήσουν αποτύπωμα στον εγκέφαλο και στο σώμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο ψυχικών διαταραχών αργότερα.
Το συμπέρασμα είναι παρήγορο: το τραύμα δεν προκύπτει επειδή κάναμε λάθη, όλοι κάνουμε.
Προκύπτει όταν δεν βλέπουμε το παιδί, δεν το ακούμε ή δεν επανορθώνουμε. Όταν όμως ο γονιός μπορεί να αναγνωρίσει το λάθος, να δείξει ενσυναίσθηση και να ξανασυνδεθεί, το παιδί μαθαίνει κάτι πολύτιμο: ότι οι σχέσεις μπορούν να αντέξουν, να γιατρευτούν και να ξαναρχίσουν.