«Αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει»

«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά - σιγά με τα χρόνια». Ο τεράστιος Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από τα δικά του λόγια.

«Αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει»

Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ όταν ήμουν στην απομόνωση, στη φυλάκα! Όπως παίρνουμε αποφάσεις έτσι και εγώ πήρα δύο αποφάσεις σημαντικές. Το ένα να ασχοληθώ με τα τραγούδια και τη μουσική και το άλλο να παντρευτώ την Άσπα, επειδή την αγαπώ. Ήμασταν πολύ νέοι. Παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1967, 28η Οκτωβρίου. Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι. Εγώ ήμουν 23 και η Άσπα 18.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού τραγουδιού είναι η μαγκιά του. Δηλαδή, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του. Υποτίθεται ότι το ελληνικό τραγούδι έχει δικό του σύστημα ρυθμών, κλιμάκων, μελοποιίας και στιχουργικής. Πού διδάσκονται αυτά; Πού θα μάθει ένα παιδί σαντούρι, κλαρίνο ή μπουζούκι; Πρέπει να πάει στα μπουζουξίδικα της Ομόνοιας; Είμαστε η μόνη χώρα που έχει πετάξει τελείως τη μουσική της».

Ασφαλώς, ο ελληνικός λαός σεβόταν τα τραγούδια και τη μουσική του περισσότερο απ’ όσο οι εξουσίες. Αυτές το ‘βλεπαν με μισό μάτι. Δεν ήταν αρκετά “ευρωπαϊκό” ή αρκετά “καθωσπρέπει”. Τώρα όμως δεν είναι αυτή η αντίθεση που μετράει. Απλώς από χοντροπετσια και απαιδευσία, από έλλειψη δηλαδή καλλιέργειας και ευαισθησίας είναι που αδιαφορούν, παρ’ όλες τις ρητορείες.

Η μουσική των λέξεων με επισκέφτηκε πριν απ΄ τις λέξεις. Δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων άρχισα να μαθαίνω σιγά σιγά και αποκαλυπτικά, μεγαλώνοντας. Μα όσα χρόνια κι αν πέρασαν, κάθε φορά που πάω να συνθέσω ένα τραγούδι, στην αρχή, δε μουρμουρίζω λόγια, σκαλίζω την κιθάρα και μουρμουρίζω φωνήεντα. Ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική ούτε ξέρω πως να το κάνω αυτό και σπανιότατα έγραψα σκέτη μουσική, χάριν φίλων σκηνοθετών του θεάτρου και του κινηματογράφου. Είμαστε πλασμένοι από μουσική

Όταν γράφεις είσαι δύο. Ο ένας είναι αυτός που γράφει, και ο άλλος αυτός που το ακούει. Λοιπόν γράφεις κάτι, τελειώνει η μέρα, λες καλό είναι. Την άλλη μέρα ξυπνάς και λες “Τι χάλια είναι αυτά;”, διότι μιλάει αυτός που ακούει. Οπότε ξαναπιάνει ο συντάκτης να διορθώνει. Την άλλη μέρα ξαναπιάνει ο ακροατής, “Δεν είναι καλό”, λέει. Είναι σαν να τραβούν ένα σκοινί, διελκυστίνδα, και ο ένας παίρνει τον άλλο εναλλάξ. Μέχρι που κάποια στιγμή βάζουν ακριβώς την ίδια δύναμη. Και το σκοινί ακινητεί. Το τραγούδι είναι έτοιμο.

Τη δεκαετία του ’60, αν δεν ήσουν με τη δεξιά παράταξη, ήσουν πολίτης Β’ κατηγορίας, δεν μπορούσες να βγάλεις ούτε άδεια αυτοκινήτου. Στη μεταπολίτευση, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα.

Δεν με ρωτήσατε ποτέ πώς τα κατάφερα πενήντα χρόνια με τη… μαγαζίλα και τους ανθρώπους της νύχτας. Οι μαγαζάτορες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν μανάβηδες, εργολάβοι, κάτι θηριώδεις προσωπικότητες, εντελώς άσχετοι. Τώρα πια, μπορεί οι δουλειές μου σαν τον «Μπάλλο», τη «Ρεζέρβα», τους «Αχαρνής» να θεωρούνται εμβληματικές, αλλά έχουμε ξεχάσει μέσα σε τι συνθήκες στήθηκαν αυτά τα έργα. Τους παρκαδόρους, το στριμωξίδι, τον καπνό. Τα πρώτα είκοσι χρόνια ούτε ηχητικά μηχανήματα της προκοπής δεν είχαμε.

Τα κατάφερα με ελιγμούς, υποχωρήσεις, βάζοντας νερό στο κρασί μου. Πρέπει να μπορείς να χάνεις λίγο απ’ το δίκιο σου αν θέλεις να φτάσεις κάπου. Αν δεν μπορείς, δεν γίνεται ούτε τέχνη ούτε κυβέρνηση ούτε δημοκρατία ούτε καν ανθρώπινη σχέση. Το ήξερα αυτό από μικρός, από την εποχή του «Φορτηγού».

Εμείς, ό,τι μάθαμε να μιλάμε, το μάθαμε στο καφενείο, είτε ως φοιτητές είτε ως εργένηδες. Οι αρχηγοί αυτών των στεκιών, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, οι Κουνδουραίοι, ο Κατσίμπαλης, επειδή έμειναν εργένηδες σε όλη τους τη ζωή, τράβηξαν 40 χρόνια καφενείο, σε αντίθεση με εμάς που ό,τι καφενείο κάναμε, κάναμε, μετά παντρευτήκαμε και αυτά κόπηκαν.

Άλλοι πέφτανε στην ντρόγκα, άλλοι τρέχανε στα οδοφράγματα, άλλοι στους γκουρού κι άλλοι στον Μάο. Τι πολιτική να βγει από τέτοια ασυναρτησία; Το πολιτιστικό προϊόν όμως που γέννησε εκείνη η λαχτάρα – έργα, θέατρο, μουσική κ.λπ. – απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού. Φαίνεται πως ό,τι φαντάσματα και να κατασκεύασε το μυαλό μας εκείνα τα χρόνια στη δεκαετία του ‘60, η καρδιά είπε πάλι την αλήθεια με τη δική της προαιώνια παιδεία και στο Woodstock και εδώ.

Δεν πετώ τίποτα από αυτά που έζησα και κυρίως από αυτά που αγάπησα. Αυτό που έχουμε είναι να μεταμορφώσουμε τα πάντα, όχι να πετάξουμε. Η αυτοκριτική δεν λείπει από την εργασία μου και τα τραγούδια μου μολονότι η αυτοκριτική έτσι ψυχρά δεν μου αρέσει. Για κάθε επιχείρημα υπάρχει κι ένα αντεπιχείρημα. Η δική μου αυτοκριτική είναι η εξομολόγηση, η μετάνοια και μερικές φορές όταν την αξιωθώ, η προσευχή

Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα… σας το λέω αυτό για να προσέχετε, να ‘χετε τον νου σας, κι αν –ο μη γένοιτο– σας συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τι έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους.

Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά - σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο "Σάββο", όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.

Το κείμενο έχει αποσπάσματα συνεντεύξεων του Διονύση Σαββόπουλου στην τηλεοπτική εκπομπή «Στούντιο 4» της ΕΡΤ, στο περιοδικό ΟΚ το 2020, στον Δημήτρη Δουλγερίδη για την εφημερίδα τα Νέα, στον Νίκο Χατζηνικολάου για την τηλεοπτική εκπομπή «Ενώπιος ενωπίω» το 1994, στο ένθετο «Πρόσωπα» της εφημερίδας Τα Νέα το 2022, στον Άρη Σκιαδόπουλο για το περιοδικό Ταχυδρόμος το 1989, στη Μάρω Βασιλειάδου για την Καθημερινή το 2016 αλλά κι αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδόσεις Πατάκη, 01/01/2025).

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v