Mίκης Θεοδωράκης: «Η ζωή μου εμένα ήταν διαρκώς ένας έρωτας»

«Για ένα πράγμα δεν έχουμε δικαίωμα: να είμαστε δυστυχισμένοι. Πρέπει να διεκδικούμε παντού την ευτυχία μας». Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο τεράστιος Μίκης Θεοδωράκης.

Mίκης Θεοδωράκης: «Η ζωή μου εμένα ήταν διαρκώς ένας έρωτας»

Από παιδί άκουγα τραγούδια στο σπίτι μας. Από τη γιαγιά μου βυζαντινούς ύμνους. Από τον πατέρα μου ριζίτικα. Κι από τη μητέρα μου, τραγούδια της εποχής. Άρχισα έτσι να τραγουδώ από πολύ μικρός και να αγαπώ τη μουσική. Κάποια μέρα μου αγόρασαν ένα βιολί, όταν ήμουν 12 ετών και τότε έγραψα το πρώτο μου τραγούδι. Έτσι, άνοιξε μέσα μου μια μικρή πηγή μουσικής, που σιγά-σιγά έγινε ρυάκι, ποταμάκι και μετά ποταμός. Όλα ήρθαν φυσιολογικά, γιατί φαίνεται ότι γεννήθηκα μουσικός και έγινα συνθέτης.

Το πρώτο μου τραγούδι δεν είναι γνωστό. Το συνέθεσα στην Πάτρα ευθύς μόλις απόκτησα ένα βιολί και πήγα στο Ωδείο αφού έμαθα τις πρώτες νότες. Ήμουν δώδεκα χρονών. Και από τότε… απογειώθηκα. Η ζωή μου χώρισε σε δύο μέρη: Τη Μουσική, που ήταν η πραγματική μου ζωή. Και την κοινωνική, που ήταν η αναγκαστική. Η σύνθεση μουσικής σε απογειώνει. Δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή της ζωής μου χωρίς μουσική.

Είναι αλήθεια ότι έζησα πολλά και συνάντησα πολλούς και σημαντικούς. Τώρα από το ύψος των δεκαετιών που με βαραίνουν, σας λέω ειλικρινά ότι τίποτα από όλα αυτά δεν με έχει εντυπωσιάσει και πολύ περισσότερο δεν μου έχει προκαλέσει συναισθήματα θαυμασμού περισσότερο απ’ ό,τι ένα τραγούδι, μια μουσική φράση ή ένα μουσικό έργο. Οι λόγοι πιστεύω ότι είναι προφανείς: Ενώ η Μουσική και η Τέχνη γενικά είναι λουσμένες με το φως της Αρμονίας, η ανθρώπινη κοινωνία δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από τον εναγκαλισμό του Χάους. Επί πλέον εκείνο που με εκπλήσσει και με πονάει, είναι ότι η πορεία είναι κατηφορική. Δυστυχώς από το κακό πηγαίνουμε στο χειρότερο.

Έμαθα στη ζωή μου να ζω μόνο με τους Έλληνες και ίσως αυτή είναι η τιμωρία μου. Νομίζω ότι μάλλον περνάμε από το εθνικό και το γενικό, περνάμε στο μερικό και στο κομματικό. Αυτό δεν κατάλαβαν πολλοί. Εγώ ποτέ δεν υπήρξα οπαδός, φανατικός κομμάτων, υπήρξα μόνο φανατικός Ολυμπιακός. Αυτό μου συνέβη από όταν ήμουν μικρός. Όσον αφορά στα εθνικά θέματα έμαθα να είμαι μόνο Έλληνας. Με ενδιαφέρει πραγματικά το καθολικό, το εθνικό. Είχα την ευτυχία να εκφράσω μουσικά τον ελληνικό λαό σε κρίσιμες στιγμές.

Έζησα σε μια εποχή στην οποία η βία έπαιζε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση Λαών, Κοινωνιών και Ανθρώπων. Έτσι αναγκάστηκα κι εγώ αντί να ακολουθώ απερίσπαστος την πορεία που επέλεξα και που βασικά ήταν ο δρόμος της Τέχνης και της ειρηνικής ζωής, να δαπανώ το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών μου σε πράξεις αντίθεσης και αντίστασης κατά της βίας που με περικύκλωνε και με προκαλούσε όπως και σε όλους τους άλλους.

Πράγματι, ο Χατζιδάκις έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στον «Επιτάφιο». Ο Χατζιδάκις ήταν ο φίλος, ο συμφοιτητής που είχε σπάσει πρώτος το φράγμα του δίσκου, γιατί για τη γενιά μας, τότε, ο δίσκος ήταν ένα ταμπού. Ο Χατζιδάκις με τους δίσκους του με τη Μούσχουρη είχε ανοίξει ένα δρόμο και οι εταιρείες έψαχναν νέους συνθέτες, όχι λαϊκούς, που να γράφουν έντεχνη μουσική κατά το πρότυπο Χατζιδάκι. Όπως λοιπόν έλεγα πιο πάνω, όταν έγραψα τον «Επιτάφιο» έστειλα μερικές μαγνητοταινίες, με τα τραγούδια μου στην Αθήνα. Φαίνεται πως όσοι τα άκουγαν τα έβρισκαν καλά. Όταν μου έγινε η σχετική πρόταση, στην αρχή είπα όχι. Τότε βρισκόμουν στο αποκορύφωμα της πρώτης μου συμφωνικής καριέρας. Είχε παιχτεί στο Κόβεν Γκάρντεν το μπαλέτο μου «Αντιγόνη», είχαν παιχτεί άλλα δύο μπαλέτα στο Σάρα Μπερνάρ με τα μπαλέτα Τσερίνα («Ελληνική Αποκριά» και «Τερουέλ») και κυρίως είχα υπογράψει συμβόλαιο με τον μεγαλύτερο εκδότη σύγχρονης μουσικής του κόσμου, τον Μπούζιετ Χωκς, κάτι που για μας τους μουσικούς αντιστοιχεί με την είσοδό μας στην Ακαδημία: ήταν ο εκδότης του Σοστάκοβιτς, του Προκόφιεφ, του Μπρίττεν, του Στραβίνσκυ και διάλεγε ανά δεκαετία ένα μόνο συνθέτη. Μου έδινε πεντακόσιες λίρες το χρόνο μόνο και μόνο για να γράφω μουσική και μόνη μου υποχρέωση ήταν να παρευρίσκομαι στις διάφορες «πρώτες», σε διάφορα μέρη του κόσμου. Τι άλλο θα μπορούσε να ονειρευτεί ένας συνθέτης; Ο ίδιος τύπωσε την «Αντιγόνη», τον «Οιδίποδα Τύραννο», τη «Δεύτερη σουίτα» και άλλα. Ήταν φανερό πως μονάχα αυτή η προοπτική με ενδιέφερε.

Η φύση είναι σοφή. Γι’ αυτό, σε κάθε ηλικία βρίσκει τρόπους που να σε κάνουν ευτυχή. Έτσι κι εγώ μπορώ να πω ότι και στην φυλακή είχα στιγμές ευτυχίας. Όμως η παιδική και η εφηβική ηλικία έχουν μέσα μου μια εντελώς ξεχωριστή θέση. Από μικρός ήρθα σε επαφή με μαγικά πράγματα. Όπως λ.χ. τα γραμματόσημα και ο «Άτλαντας» ή ο Ιούλιος Βερν. Έτσι, το μυαλό μου γέμισε με ταξίδια και μαγικούς τόπους. Γι’ αυτό, από πέντε χρονών ήθελα να πετάξω. Να γίνω πουλί για να βλέπω από ψηλά τον κόσμο. Και τελικά το πέτυχα με τη μαγεία της μουσικής. Αργοστόλι, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη. Από 10 έως 18 ετών ζούσα μέσα σε όνειρο. Γι’ αυτό, η μουσική, που ανακάλυψα μόνος μου τα χρόνια αυτά, έχει ακόμα μέσα μου ξεχωριστή θέση. Από ’κεί και πέρα, δηλαδή μετά το Ωδείο Αθηνών (1943-1947), η μουσική έχασε την ονειρική-μαγική της υπόσταση. Βεβαίως με γέμιζε, όμως με άλλον τρόπο. Πριν, πετούσα. Μετά, περπατούσα. Ώριμος πια, έβλεπα τα λουλούδια, τη θάλασσα και τα πουλιά. Πριν, εγώ ήμουν το λουλούδι, η θάλασσα και τα πουλιά.Εγώ από μικρό παιδί ήθελα να βρω τον Θεό, αλλά Θεός ακριβώς ήταν ο νόμος: η αρμονία. Την αρμονία του σύμπαντος μπορείς να τη βρεις σ' ένα τραγούδι, σ' ένα ποίημα, σ' έναν στίχο. Η τέχνη είναι αυτή που μας ενώνει με τη συμπαντική αρμονία και τότε γινόμαστε άνθρωποι. Αυτό που λες χρειάζεται μια ψυχική ηρεμία...

Ο καλλιτέχνης είναι εγωκεντρικός όσο είναι μια χελώνα που κάνει ένα χελωνάκι. Την ώρα που γεννάει η γάτα τα γατάκια της δεν μπορεί παρά να είναι εγωκεντρική. Ο καλλιτέχνης πιστεύει ότι φτιάχνει κάτι μοναδικό. Αλλά δεν μπορεί το εγώ να είναι πάνω από το λαϊκό συλλογικό συναίσθημα που το αισθάνεσαι όταν συμμετέχεις στην κοινωνία.

Εύκολα οι άνθρωποι αλλάζουν κάτω από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το πάθος, τον φόβο, το μίσος, και δεν έχεις καθόλου την αίσθηση ότι κάνεις αυτό που λέμε «φόνος». Άλλωστε, η βία αυτή είχε νομιμοποιηθεί από τον κατακτητή. Μια κεκτημένη, βασική μου ιδιότητα, μαζί με τη μουσική, κληρονομική, ήταν η απέχθειά μου στη βία. Ο μηχανισμός της αντιβίας μέσα μου λειτούργησε καταλυτικά. Και η βία ήταν τότε διάσπαρτη: σκότωσαν οι κατακτητές, δολοφονούσαν με τον τρόπο τους οι μαυραγορίτες, σκότωναν οι συνεργάτες των κατακτητών: τότε η ζωή του ανθρώπου είχε γίνει πολύ φτηνή, η Αθήνα είχε γεμίσει τριακόσιες χιλιάδες πτώματα ‒ έβλεπες ένα πτώμα σαν να 'βλεπες μια πεταμένη καρέκλα.

Συνθέτης είναι εκείνος που γράφει συμφωνική μουσική. Αυτός που γράφει τραγούδια είναι τραγουδοποιός… Όσον αφορά τη συμφωνική μουσική, αυτή βγαίνει από το κεφάλι, βασικά μαθηματικό, γιατί με τους ήχους χτίζεις από μονοκατοικίες μέχρι ουρανοξύστες… Γι’ αυτό κι εγώ πιστεύω ότι είμαι ένας «Γερμανός» συνθέτης γεννημένος στο Αιγαίο και ένας Κρητικός τραγουδοποιός που έζησε στο Παρίσι. Το ξέρω ότι είμαι πολύπλοκος και κατανοώ ότι είναι δύσκολο να γίνω γνωστός στην ολότητά μου. Ίσως αυτό να συμβεί σε βάθος χρόνου. Πάντως, επειδή κι εγώ έχω μεγάλη αδυναμία στο καλό τραγούδι (ομολογώ ότι αυτό με γεμίζει 100%), θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή γιατί τα τραγούδια μου βρήκανε γόνιμο χώμα για ν’ ανθίσουν πάνω στις καρδιές γενικά όλων των ανθρώπων και ειδικά των συμπατριωτών μου, που είναι και το πιο δύσκολο.

Η ζωή μου εμένα ήταν διαρκώς ένας έρωτας. Και για να μην κάνουμε κουτσομπολιά και να σου κόψω και τον βήχα, ο μεγάλος μου έρωτας είναι η γυναίκα μου. Εάν αυτήν τη στιγμή εξαφανιστεί για πέντε λεπτά η γυναίκα μου από τη ζωή μου, θα πεθάνω αμέσως. Κι αυτό βαστάει 40 χρόνια. Ο έρωτας είναι καταλύτης: μέσα στην οικογένειά μου τα παιδιά μου από 15 χρονών για έρωτα μιλάνε.

Τα όπλα του καλλιτέχνη είναι η ομορφιά που γοητεύει την ψυχή, ώστε ο κάθε άνθρωπος να ψηλώσει μέσα του και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και δύναμη, να μη γονατίσει, να σταθεί όρθιος και να αντιμετωπίσει το τέρας ως ίσος προς ίσον. Για να γίνει τελικά πιο δυνατός από αυτό και να το νικήσει!

Λέω ότι η λογική μειοψηφεί στον ανθρώπινο οργανισμό, ο οποίος διέπεται και από πολλά άλλα μεταφυσικά πράγματα. Βλέπεις έτσι τη μεγάλη δύναμη που ασκεί η θρησκεία, που δεν δέχεται τον θάνατο. Στο ερώτημα «πού πάω;» η θρησκεία δίνει μια απάντηση: πας στον Παράδεισο ή στην Κόλαση. Χωρίς αυτήν τη λύση, ο άνθρωπος νιώθει δυστυχής, ζει μια ψευδαίσθηση.

Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Ο κόσμος αγαπάει τους ψεύτες, αυτούς που του τάζουν, που τον ξεγελάνε πιο πολύ. Πάρτε τους Γάλλους πολιτικούς, τους καρτεσιανούς, που λένε «ένα κι ένα κάνουν δύο». Μα, δεν κάνουν δύο! Ένα κι ένα μπορεί να κάνουν χίλια.

*Τα αποσπάσματα προέρχονται από συνεντεύξεις στον Δημήτρη Μανιάτη για τα Νέα στις 12.05.2013, στον Γιάννη Νταραβάνογλου, στον Αντώνη Μποσκοΐτη για το Lifo.gr, στον Νίκο Λακόπουλο, στον Νίκο Χατζηνικολάου για την τηλεοπτική εκπομπή Ενώπιος Ενωπίω, στον Κωνσταντίνο Ηροδότου για το The Book’s Journal τεύχος 106, στον Ανταίο Χρυσοστομίδη για το 37ο τεύχος του περιοδικού Playboy το 1988, στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το περιοδικό Τέταρτο το 1985.

 

 

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

Απόρρητο
v