Γιορτή του Πατέρα Ποιήματα: Όμορφες λέξεις για να του δείξεις την αγάπη σου

Πέρα από τα δώρα και τις αγκαλιές, ένα ποίημα γεμάτο συναίσθημα μπορεί να αγγίξει κατευθείαν την καρδιά του.

Γιορτή του Πατέρα Ποιήματα: Όμορφες λέξεις για να του δείξεις την αγάπη σου

Η Γιορτή του Πατέρα πλησιάζει κι είναι η ιδανική ευκαιρία να δείξουμε στον Πατέρα (το Π επίτηδες με κεφαλαίο), πόσο τον αγαπάμε. Πέρα από τα δώρα και τις αγκαλιές, ένα ποίημα γεμάτο συναίσθημα μπορεί να αγγίξει κατευθείαν την καρδιά του.

Είτε πρόκειται για λόγια που θα γράψεις σε μια κάρτα, είτε για στίχους που θα διαβάσεις δυνατά, τα παρακάτω ποιήματα είναι αφιερωμένα στους ανθρώπους που μας στήριξαν σιωπηλά σε κάθε βήμα μας.

Οι πατέρες-Κωστής Παλαμάς (Απόσπασμα)

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,

όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα

και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,

κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,

 

και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,

κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,

ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,

και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

 

Κι αν είναι

κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,

κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα

για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,

μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,

ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,

 

και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,

για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα

π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει,

κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.

Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,

κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.

 

Επί του τάφου του πατρός μου- Γεώργιος Βυζιηνός

Ξύπνα πατέρα! χαραυγή

τον ουρανό χρυσώνει,

κι' όλη ξυπνά η μαύρη γη.

Ξύπνα και συ με την Αυγή, ν' ακούσουμε τ' αηδόνι.

 

Με τη μητέρα μια ψυχή,

σε κάθε τέτοιαν ώρα

πετούσετε στην προσευχή.

Το σήμαντρό μας αντηχεί. Γιατί κοιμάσαι τώρα;

 

Είναι το όνειρο μακρό

'που βλέπεις αυτού πέρα;

Κοιμήθηκες, κι' ήμουν μικρό,

κι' ως να τελειώσει το πικρό, ετράνεψα, πατέρα!

 

Ξύπνα να ιδείς, Χλωμή, γριά,

η δόλια μας μητέρα!

Και τη φτωχή μας τη γιαγιά

'κει κάτου, στη χλωρή βαιά... την θάψαμε μια 'μέρα!

 

Πες μου, πατέρα, το χωριό

που παν οι πεθαμένοι

'μπορώ να 'πάγω να το διω;

Δυο λουλουδάκια μόνο, δυο, να πάρω στην καημένη!

 

Με είπαν – είναι ζοφερή

η νύχτα πώχουν σκέπη -

μα 'γω της έβαλα κερί

στη δεξιά την κρυερή. Τ' ανάφτει και με βλέπει.

 

Θυμάσαι; Μ' έκλεψες φιλί

μια 'μέρα παιχνιδιάρη,

και μ' είπες – Άφτερο πουλί,

χρειάζεσαι καιρό πολύ να γένεις παλικάρι. -

 

Ηρθ' ο καιρός. Νάμαι τρανό!

Διε με, καλέ πατέρα,

σου 'τράνεψα• μα... ορφανό!!

Στο δρόμο, 'που συχνά περνώ, με είπανε μια 'μέρα.

 

- Περνά το δόλιο τ' ορφανό!

- Δε γνώρισε πατέρα!

- Τον έχασε τριώ χρονώ!

- Μοιάζει σαν έρημο πτηνό! - Ας το χαρεί η μητέρα!

 

Πες μου, πατέρα, την αυγή,

'που καίει το λιβάνι

η μάνα και μυρολογεί,

η μυρωδιά περνά τη γη; 'Μπορεί να σε ζεστάνει;

 

Το βράδυ πώρχομαι γοργό

κι' ανάφτω το κανδύλι

το ξέρεις που τ' ανάφτω 'γω;

Ξύπνα, πατέρα! θα καγώ, σα λυχναριού φιτίλι!

 

Με 'φώναζες να κοιμηθώ

στο σπλαχνικό πλευρό σου.

- Έλα, μικρό, να ζεσταθώ. -

Κι' εγώ πετούσα να χωθώ στον κόρφο το γλυκό σου.

 

Τώρα, πατέρα, στην πικρή

τη γη τη χιονισμένη,

στην κρύα κλίνη τη μικρή,

σ' αυτή τη νύχτα τη μακρή, πες μου ποιος σε ζεσταίνει;...

 

Θέλεις εγώ ν' αποκριθώ;

Κανείς, καμιάν ημέρα!

Μα ήρθα 'γω πια να χωθώ

στον κόρφο σου να κοιμηθώ, να'σαι ζεστός, πατέρα.

 

Το κέρασμα του καφέ - Στέλιος Μαφρέδας

Όπως τον κοίταζα να στέκεται διστακτικός

πάνω απ’ το τραπέζι του υπαίθριου καφενείου,

τα κέρματα να μετράει αν φτάνουν

για ένα καφέ ελληνικό,

θυμήθηκα τον πατέρα.

Ψηλόν, γεροδεμένο και στα γεράματα ακόμη,

με τα ροζιασμένα χέρια

σκληρά και άκαμπτα απ’ τη φωτιά,

παραιτημένον πια απ’ τη ζωή

γεμάτον καημό και νοσταλγία.

Όπως τον κοίταζα και θαύμαζα την αξιοπρέπειά του,

σκέφτηκα προς στιγμή – μα δεν το τόλμησα,

να του προσφέρω τον καφέ

ίσως και κάποιο γλύκισμα για συνοδεία.

Δεν τόλμησα!

κι ας ένιωθα ευγνωμοσύνη

για έναν άγνωστο βιοπαλαιστή

που έμοιαζε με τον πατέρα,

έτσι όπως είχα χρόνια να τον δω

έτσι όπως μου έγνεφε από μακριά πολύ

και μ’ αποχαιρετούσε.

 

Οι πατέρες- Κωστής Παλαμάς

Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,

όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,

και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,

κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,

και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας –

κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,

ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,

και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

Κι αν είναι

κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,

κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα

για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,

μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,

ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψ’ το,

και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,

για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,

π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,

κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.

Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,

κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί που θα είν’ απάνου απ’ όλα.

 

Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι- Νικηφόρος Βρεττάκος

Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.

Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει

του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας

σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.

Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει

το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο

μου δείχνει στο βάθος κάτι

σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-

πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.

Τον ρωτώ

αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι

η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,

χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά

το παράθυρο πάλι ο πατέρας.

 

Όνομα του πατρός- Μαρία Κουλούρη

 

Μυρίζουν τα μάτια του

Χώμα

Nέος ακόμη

Αθλητική φοράει φανέλα

Σκεπασμένος με σεντόνι

Γαλάζιος ο θάλαμος

Θα ζήσει, είπαν

Αυτός δεν το γνωρίζει

Διαπραγματεύεται

Μια καλύτερη θέση

Συνήθεια

Δική του όχι

Όλοι κάποτε μια πιο βολική στάση ζητήσαμε

Στης μάνας μας τα έντερα

Στου πατέρα μας την τσέπη

Θέλει και αυτός

-πώς όχι-

Κάπου να βολέψει την πληγή του

Τα ράμματα έδεσαν καλά

Ζήτημα χρόνου, λένε

Επιστροφή

Στο σπίτι.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v