«Τότε μόνο οι γυναίκες σηκωνόντουσαν όρθιες και τραγουδούσανε»

«Οι μελωδίες οι ανατολίτικες είναι αυτές που μας αγγίζουν περισσότερο». Σαν σήμερα το 1990 έφυγε ο Στράτος και παρέλυσε το κράτος.

«Τότε μόνο οι γυναίκες σηκωνόντουσαν όρθιες και τραγουδούσανε»

Γεννήθηκα στη Νιγρίτα. Έντεκα χρονών παιδί, πήγαμε Θεσσαλονίκη, οικογενειακώς. Από γονείς, πρόσφυγες. Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, εγκατασταθήκαμε εκεί. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, πιο μπροστά είχα ορφανέψει από πατέρα και αναγκάστηκα να βγω στη δουλειά από πιτσιρίκος. Έκανα ό,τι είδους δουλειά μπορεί να κάνει ένας εργάτης. Ξεκίνησα με το καλαθάκι. Πούλαγα διάφορα πράγματα, καραμέλες, μπισκότα, ξέρεις. Μεγαλώνοντας έκανα ό,τι φανταστείς για να βγάλω το μεροκάματο.

Βέβαια, είχα τη μανία να γίνω τραγουδιστής, γιατί είχα τη φλέβα αυτή από τους γονείς μου, τραγούδαγε και ο πατέρας μου και η μάνα μου –βέβαια ερασιτεχνικά, όχι επαγγελματικά. Τραγουδούσαν όμως πάρα πολύ ωραία.

Παντρεύτηκα μικρός. Δεκαοχτώ - δεκαεννιά χρονών είχα και το πρώτο παιδί. Και τους εγκατέλειψα στην Θεσσαλονίκη, τους είπα πάω για ένα μήνα στην Αθήνα να δω αν μπορώ να τα καταφέρω για δίσκο, να γίνω ας πούμε τραγουδιστής του δίσκου. Πήγα σε κάποια εταιρεία, μεγάλη, μ’ ακούσανε και τους άρεσα, και μετά είπα το πρώτο τραγούδι της καριέρας μου, το Δεν είμαι ένοχος. Θέλεις να σ’ το τραγουδήσω λιγάκι;

Οι μελωδίες οι ανατολίτικες είναι αυτές που μας αγγίζουν περισσότερο. Τώρα, στην εποχή μας, πολλά τραγούδια ακούμε τραγουδισμένα από ευρωπαίους τραγουδιστές, γαλλικά, ιταλικά, που τους έβαλαν έναν ελληνικό στίχο και έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Ήταν δηλαδή μεγάλες επιτυχίες, απλώς γινήκαν και στα ελληνικά.

Μου φάνηκε πάρα πολύ δύσκολο, την εποχή εκείνη, από καθισμένος στην καρέκλα να σηκωθώ να τραγουδήσω, να κάνω την τραγουδίστρια ξαφνικά ας πούμε. Τότε μόνο οι γυναίκες σηκωνόντουσαν όρθιες και τραγουδούσανε. Ο άντρας το είχε υποτιμητικό να σηκωθεί όρθιος στην πίστα να τραγουδήσει.

Ο Ζαμπέτας τότε ήθελε να με πάει σε μια άλλη εταιρεία, γιατί μου λέει «εκεί είναι οι λύκοι και θα σε φάνε» κι εγώ λέω «δεν πειράζει, θα τη χωθώ εκεί κι ό,τι γίνει». Τώρα το θάρρος, ξέρω γω, πίστευα στον εαυτό μου πολύ ας πούμε, και πήγα στην εταιρεία αυτή που ήτανε ο Καζαντζίδης. Και αποδείχτηκε ότι τα κατάφερα, γιατί έκανα μεγάλες επιτυχίες. Μετά, δεν ξέρω ποιοι ήτανε βέβαια οι λόγοι, ο διευθυντής της εταιρείας αυτής με έβαλε και υπόγραψα ένα συμβόλαιο για πέντε χρόνια, και με ρίξανε στον κάλαθο.

Πειράζομαι γιατί εγώ είκοσι χρόνια πολεμάω για το τραγούδι, και για να επιβιώσει το λαϊκό τραγούδι, και δεν ενδιαφέρονται για μας που πολεμάμε αυτή τη στιγμή και δίνουμε τον εαυτό μας, παρά ασχολούνται με ανθρώπους που το έχουν εγκαταλείψει το τραγούδι εδώ και χρόνια.

Θυμάμαι ότι μια εποχή τραγουδούσαμε με αυτά τα λουξ για το φως, δεν είχαμε ρεύμα. Ύστερα το πάλκο το φτιάχναμε με τα καφάσια από τις μπύρες, εκεί πάνω στήναμε το πάλκο και μετά βάζαμε τις καρέκλες. Μετά σιγά σιγά ανεβήκαμε, και ήρθαμε στα μαγαζιά αυτά.

Ερχόντουσαν παλιότερα στις συνοικίες, στα λαϊκά μαγαζιά, τώρα αυτά προχωρήσανε στην παραλία, κι ο κόσμος δεν παύει να ακολουθεί τους λαϊκούς ερμηνευτές, για να ακούν τα τραγούδια αυτά που μιλάνε στην καρδιά τους.

Αποσπάσματα συνέντευξης από το αρχείο της ΕΡΤ 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v