«Είμαι ογδόντα οχτώμισι ακριβώς. Στο ούζο οφείλω την υγεία μου»

«Εγώ τη γλώσσα τη βάζω κάτω και της αλλάζω τον αδόξαστο. Γίνεται ζυμάρι στα χέρια μου». Ο Γιάννης Σκαρίμπας, που έφυγε σαν σήμερα, με δικά του λόγια.

«Είμαι ογδόντα οχτώμισι ακριβώς. Στο ούζο οφείλω την υγεία μου»

Είμαι ογδόντα οχτώμισι ακριβώς. Στο ούζο οφείλω την υγεία μου. Μπορώ να πιω ίσαμε ένα μπουκάλι την ημέρα. Και από φαγητά, τρώω απ' όλα.

Εγώ τη γλώσσα τη βάζω κάτω και της αλλάζω τον αδόξαστο. Γίνεται ζυμάρι στα χέρια μου. Πώς να γίνω τέτοιος που με συσταίνουν οι γυναίκες; Πώς να γίνω βρε άχρηστες εγώ σοβαρός, ο κατασκευασμένος με χάχανα; Πώς να δέσω χειροπόδαρα τις ιδέες μου που είναι ένα συλλαλητήριο πουλιών;

Δεν είμαι άθρησκος, κι ας έχω γράψει τόσα πράγματα κατά της θρησκείας. Είμαι θρησκευόμενος, με την έννοια ότι ψάχνω να βρω το ανεύρετο.

Είχαμε κάποτε έναν οικογενειακό γιατρό, Θεός σχωρές τον. Ταξιδεύαμε από την Αθήνα στη Χαλκίδα με τρένο. Εγώ εδώ, ο γιατρός απέναντί μου, δίπλα μου μία κυρία. Κουβεντιάζαμε γόνα με γόνα με την κυρία, που κάποια στιγμή σκύβει και με ρωτάει: «Κυρ Γιάννη, ο κύριος είναι γιατρός;». Ναι, της λέω. «Και είναι καλός;». «Θαύμα είναι. Μου έχει σώσει τη ζωή. Κάποτε αρρώστησα βαριά, αλλά έλειπε στο Παρίσι κι έτσι σώθηκα». Έβαλε τα γέλια η γυναίκα και γέλαγε σε όλο το ταξίδι.

Γεννήθηκα το 1893, στο χωριό Αγιά Θυμιά της Παρνασσίδος. Εδώ, στη Χαλκίδα, ελθόντας για στρατιώτης το 1914, παντρεύτηκα εξ έρωτος. Έκτοτε, σχεδόν δεν το κούνησα από την πόλη ετούτη. Έκανα οικογένεια. Παιδιά, νύφες κι εγγόνια και μνέσκω ακόμα γράφοντας λογοτεχνία και ιστορία. Αλλά και ποίηση και θέατρο.

Εφησυχάζω σχεδόν μόνος στο σπιτάκι μου, ζων αεί - μη - διδασκόμενος, εν αναμονή του εσχάτου μου μαθήματος, ευχαριστώντας εκείνο που ονομάζουμε Θεό, για να βουνά και τα δάση που είδα - του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Μόνο εγώ, μόνο εγώ ποτέ δεν ήμουν πλοίο μήτε αερινό όνειρο, μήτε πουλί σε αυτό, ήρθα στον κόσμο με πλατύ μέτωπο ορθό και λείο, μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ.

Όλοι μας οι νέοι ποιητές νομίζουν πως μόνο στη σκιά του πόνου, της πλήξης, της αρρώστιας ανθίζει η τέχνη. Ο ελεγειακός τόνος σκούριασε τις χορδές. Δεν επιτρέπεται να υπογραμμίζουμε κάθε άρρωστο και να αγνοούμε κάθε γερό, ωραίο και ζωντανό.

Ο Θεός δώσαντας στους ανθρώπους αγγέλους, τους έκαμε «κατ’ εικόνα τους και ομοίωση». Μόνον ότι τους πρόστεσε ωραία φτερά και υπεράνθρωπες ιδιότητες. Τους οίστρους μου εγώ τους παρομοιάζω με βόιδα. Και όντας κι εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι ποιητές, μικρός θεός, εδώ στην εξαίσια Γη μας, θέλησα να δώσω σ’ αυτούς… τους αγγέλους των. Έγραψα λοιπόν τους «Βοϊδάγγελους».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v