«Και τον Εθνικό Ύμνο να τους παίξω, αυτοί τσιφτετέλι θα χορεύουνε»

«Είπα εγώ θα ακολουθήσω τον δρόμο με το μπουζούκι. Κι άμα αποτύχω… Θα επιστρέψω και θα πουλάω κουνουπίδια και λάχανα».

«Και τον Εθνικό Ύμνο να τους παίξω, αυτοί τσιφτετέλι θα χορεύουνε»

«Κοριτσάκια μου βρίσκεστε σε γούβα. Εσείς δεν θέλετε έναν άντρα και δεν μιλάτε για έναν απλό άντρα. Εσείς θέλετε έναν Ολύμπιο Θεό. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ένας Ολύμπιος Θεός γκρεμίζεται πολύ πιο εύκολα από έναν άντρα. Αν επιμένετε παρόλα αυτά να σας πω εγώ μια αλάθητη συμβουλή. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ζεις μέσα στον έρωτα ενός Ολύμπιου Θεού. Να κρατιέσαι μακριά του. Να κρατάς τις αποστάσεις».

«Μου ζητάς να σου εξηγήσω τι είναι έρωτας. Ο άνθρωπος χωρίς έρωτα, είναι σαν το λουλούδι που δεν μυρίζει. Στη Γερμανία τα λουλούδια δεν μυρίζουνε. Άρα δεν υπάρχει έρωτας. Στην Ελλάδα, μυρίζουν όλα».

«Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί. Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα»

«Τα εκατομμύρια, τα εκατομμύρια. Το θέμα είναι τα εκατομμύρια πως θα πάρουν τα εκατομμύρια. Τα εκατομμύρια δεν μπορούν να βγάλουν ψυχούλα. Ψυχούλα βγάζει ό,τι γουστάρεις. Λοιπόν για αυτό πες τους να βάλουνε μυαλό. Και να βγάζουνε ψυχούλα. Και να την κρύβουν εδώ (σ.σ: δείχνει την καρδιά) Και εδώ (σ.σ: δείχνει το μυαλό). Γεια χαρά».

«Στον Βοτανικό κάθε φθινόπωρο και άνοιξη ήταν η μεγάλη η ωραία συναυλία με εκατομμύρια φωνές, φωνές από πουλιά. Από πουλιά που έρχονται κι από πουλιά που φεύγουν. Όλα αυτά μπήκανε μέσα μου, μπήκανε στο πετσί μου και γίνανε αίμα μου. Γίνανε ψυχή μου. Έκανα δική μου διδασκαλία εκεί».

(…) «Μάθαινα πράγματα που δεν μπορούσαν να μου τα διδάξουν. Συναυλία βατραχιών κι αηδονιών. Όποιος δεν έχει ακούσει αυτό το πράγμα, δεν έχει ακούσει τίποτα. Τι μου λένε για Μπετόβεν… και τρίχες… Ποιες νότες και πεντάγραμμα; Αυτά που ακούς εκεί δεν τα γράφει το πεντάγραμμο. Αυτά μόνο στην ψυχή σου περνάνε».

«Όλοι οι μαθητές έλεγαν ποιήματα στις εξετάσεις. Εγώ τραγουδούσα με το μπουζούκι και πήρα και το πρώτο βραβείο 7 χρονών».

«Ο κάθε δημιουργός αναπτύσσει τα δικά του όνειρα και οράματα επάνω στην τέχνη. Η οποία λέγεται μουσική κι είναι ανώτερη, των ανωτέρων, των ανωτάτων, πάρτε το χαμπάρι. Είτε θέλετε είτε δεν θέλετε η μουσική είναι ανωτέρα όλων και πέρα από το υπερπέραν».

«Λέγανε παλιά οι οικογένειες, πήγαινε γυναίκα να πάρεις φασόλια, λίγο ρύζι, ρεβύθια αλλά πάρε και τον δίσκο του Καζαντζίδη, αυτός που είχαμε τρύπησε πια, έλιωσε απ΄ το παίξιμο. Παίρνανε τον δίσκο του Στέλιου, μαζί με το φαΐ ρε. Ο Καζαντζίδης ήτανε μέσα στις ανάγκες του κοσμάκη».

«Όλοι οι τραγουδιστές χρωστάνε στον Καζαντζίδη όπως όλη η μπουζουκοφόρα χρωστά στον Μάρκο τον Βαμβακάρη που έκανε το μπουζούκι επάγγελμα. Κείνα τα χρόνια παίζανε μπουζούκι με το τασάκι, γυρνάγανε στις ταβέρνες και παίζανε και μετά βγάζανε τασάκι κι ό,τι έδινε ο καθένας, ό,τι είχαν ευχαρίστηση».

«Έβλεπα ότι ερχότανε η μεγάλη μέρα., η μεγάλη στιγμή να χτυπήσω κάρτα πρωτιάς. Δεν με έπαιρνε να κιοτέψω για αυτά τα πράγματα, να γυρίσω πίσω. Αν άκουγα την γυναίκα μου, τις ιδέες της γύρω από τη δουλειά μου και τα μπουζούκια, εγώ σήμερα θα ήμουν μανάβης».

«Μόνος μου τα δημιούργησα όλα, τα πάντα, κανένας δεν με βοήθησε και το έχω καμάρι και το λέω. Και εκτός αυτού κανένας τους δεν με είχε δει ανθρώπινα, σαν άνθρωπος τι μπορούσα να προσφέρω κι εγώ, τι είχα μέσα μου, τι ήθελα τέλος πάντων»

(…) «Θέλανε όλοι τους να με αποκαταστήσουνε, να βγάζω μόνο ένα μεροκάματο, ανεξάρτητα αν θα γινόμουν λούστρος, χαμάλης ή κουλουρτζής. Αρκεί να έβγαζα λεφτά, αρκεί να είχα να τους δίνω κάνα φράγκο. Δεν ένοιαζε κανέναν τι ήθελε η ψυχή μου, δεν εξέτασε κανείς ποτέ τι κρύβω μέσα μου».

Φέτος συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατό του μεγάλου Γιώργου Ζαμπέτα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v