Los Olvidados

Εννιά χρόνια προτού οι αντιπαθητικοί, κακορίζικοι ενήλικες του Τριφό στείλουν έναν πιτσιρικά στο αναμορφωτήριο χωρίς πραγματικό λόγο, ο Λουίς Μπουνιουέλ έφερνε στη μεγάλη οθόνη έναν άλλο κόσμο, πολύ διαφορετικό απ' το μικροαστικό περιβάλλον της ταινίας του Τριφό.
Στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Φρανσουά Τριφό “400 χτυπήματα”, ο πιτσιρικάς που το 'χει σκάσει απ' το αναμορφωτήριο κι έχει φτάσει στη θάλασσα, σύμβολο της ελευθερίας που λαχταρούσε, γυρίζει προς εμάς και μας κοιτά κατάματα μέσα από ένα παγωμένο πλάνο. Μοιάζει λίγο σα να μας ρωτά “Και τώρα τι;” ή σα να κατευθύνεται προς εμάς με μια αναζωπυρωμένη αυτοπεποίθηση, σίγουρος ότι, όσο περνά απ' το χέρι του, δε ξαναπέσει θύμα της κακίας, των μικροαστισμών και των προκαταλήψεών μας.

Εννιά χρόνια προτού οι αντιπαθητικοί, κακορίζικοι ενήλικες του Τριφό στείλουν έναν πιτσιρικά στο αναμορφωτήριο χωρίς πραγματικό λόγο, ο Λουίς Μπουνιουέλ έφερνε στη μεγάλη οθόνη έναν άλλο κόσμο, πολύ διαφορετικό απ' το μικροαστικό περιβάλλον της ταινίας του Τριφό. Στις παραγκουπόλεις της πρωτεύουσας του Μεξικού, το σκηνικό όπου διαδραματίζεται το “Los Olvidados”, οι πιτσιρικάδες δεν κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν εγκληματίες επειδή έκαναν κοπάνα απ' το σχολείο ή αντέγραψαν στην έκθεση. Δεν πάνε καν σχολείο και οι γονείς τους, στην περίπτωση που είναι παρόντες ή έστω ζωντανοί, δεν έχουν την τιμή να ανήκουν σε καμία τάξη. Είναι η πλέμπα και δεν έχουν αυταπάτες γι' αυτό.

Σε μια σκηνή αργά στην ταινία, ο πιτσιρικάς του Μπουνιουέλ, ο Πέδρο, ενώ βρίσκεται στο κοτέτσι του αναμορφωτηρίου παίρνει ένα αυγό, το τρυπάει μ' ένα καρφί και ρουφά το περιεχόμενο. Αμέσως αντιλαμβάνεται ότι είναι χαλασμένο, το φτύνει κι ύστερα πετά τα τσόφλια με τον υπόλοιπο κρόκο προς το μέρος μας, τις υπεράνω αντιλήψεις και τις ελπίδες μας για 'κείνον. Η αθωότητα και η υποκρισία είναι πολυτέλειες στον κόσμο του Πέδρο κι ο Μπουνιουέλ φροντίζει να το κάνει αντιληπτό σε κάθε ευκαιρία.

Νωρίς στην ταινία, μας δείχνει ένα παιδί που κρατά ένα πανί κι ένα άλλο που μιμείται τον ταύρο ορμώντας στο πρώτο. Πίσω του και πολύ κοντά στο μαντήλι βλέπουμε μια κολώνα κι όπως ο «ταύρος» εφορμά προς την κάμερα και το μαντήλι σηκώνεται μαντεύουμε ότι ο μικρός θα στουκάρει. Δεν το κάνει, αλλά σε όλη την υπόλοιπη ταινία θα βιώνουμε ακριβώς το αντίστροφο: όποτε νομίζουμε ότι θα συμβεί κάτι καλό, όποτε νομίζουμε ότι θα δούμε μια αχτίδα ελπίδας μέσα στο σκοτάδι της παραγκούπολης, θα στουκάρουμε πάνω στην κολώνα βλέποντας τον αληθινό κόσμο πίσω απ' το μαντήλι.

Η συμμορία των παιδιών που αλητεύουν ολημερίς κάνοντας μικροκλοπές για ν' αγοράσουν τσιγάρα, βρίσκει τον κατάλληλο αρχηγό στο πρόσωπο του Ελ Χάιμπο, ο οποίος μόλις το έσκασε απ' το αναμορφωτήριο κι επέστρεψε στο βασίλειό του με ακόμη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και εγωπάθεια. Ο μικρός Πέδρο μοιάζει να ξεχωρίζει: αποζητά την αγάπη και την αποδοχή της μαμάς του, προσπαθεί ν' αποτρέψει τον Ελ Χάιμπο απ' το να σκοτώσει τον παλιό του εχθρό Χούλιαν, βρίσκει καταφύγιο στον ορφανό επαρχιώτη Οχίτος, πιάνει ακόμη και δουλειά αλλά μάταια. Η στόφα του, όπως και όλων των υπόλοιπων είναι φτιαγμένη από πικρία, μίσος και άγνοια και, παρ' ότι πότε-πότε μοιάζουν ικανοί για το καλό, δεν έχουν καμία ειλικρινή πρόθεση να το επιδιώξουν.

Όποιος κάνει κάτι τέτοιο, απλώς τιμωρείται... Με θάνατο.

Στο όνειρο του Πέδρο, που διωγμένος απ' το σπίτι του τριγυρνά στους δρόμους και κοιμάται όπου βρει, είναι ξεκάθαρη η σύγχυση της ανάγκης για αγάπη μ' εκείνη για τροφή. Η μάνα είναι η πηγή και για τα δύο, αλλά εκείνη του Πέδρο έχει στερέψει απ' τις κακουχίες και εξάλλου, το ότι είναι μάνα δεν την κάνει λιγότερο μισάνθρωπο και πικρόχολη απ' τους υπόλοιπους. Ο Ελ Χάιμπο είναι η νεμεσή του κι οι ενοχές που τον βοήθησε να ξεμοναχιάσει τον μακαρίτη Χούλιαν δεν κάνουν τη συνείδηση του ελαφρύτερη. Στο αναμορφωτήριο βρίσκει την τελευταία του ευκαιρία, αποφασίζει να την αρπάξει αλλά είπαμε... οι καλές προθέσεις τιμωρούνται αυστηρά στο Μέξικο Σίτι του Μπουνιουέλ.

Το αυγό που τον γέννησε ήταν μάλλον χαλασμένο, όπως κι αυτό που μας πέταξε κατάμουτρα κι έτσι η πίστη μας σ' αυτόν αποδεικνύεται μάταιη. Ο διοικητής του αναμορφωτηρίου είναι ο τελευταίος που πιστεύει σ’ αυτόν, του δίνει ένα πενηντάρικο και τον στέλνει έξω απ’ την πύλη για τσιγάρα. «Κι αν δε γυρίσει;» τον ρωτά ο υφιστάμενός του. «Θα χάσω 50 πέσος. Όλοι πρέπει να πληρώνουμε για τα λάθη μας.» Δεν έκανε λάθος, μα δε θα το μάθει ποτέ, αφού ο Πέδρο θα πληρώσει ακριβά τα δικά του.

Η τελευταία σκηνή είναι πραγματική απελπισία, μία μίξη κωμικού και τραγικού που σμπαραλιάζει και τα τελευταία προσχήματα. Ο Μπουνιουέλ μας δείχνει τελικά μια απαισιόδοξη σύμπτυξη όσων είδε κι ο ίδιος μαζεύοντας τις ιστορίες του απ' τους δρόμους της Πόλης του Μεξικού, με μισανθρωπική ματιά και σουρεαλιστικές πινελιές. Όμως όλα αυτά, με όλο τον αφοπλιστικό κυνισμό τους, λειτουργούν ως βαθιά ειρωνεία όταν θυμηθεί κανείς την φαινομενικά παράταιρη εισαγωγή: Τουριστικού τύπου εικόνες από μεγαλουπόλεις του κόσμου δίνουν τη θέση τους στο περιθώριο της Πόλης του Μεξικού ενώ η φωνή του αφηγητή μας λέει...

“Σχεδόν κάθε πρωτεύουσα, όπως η Νέα Υόρκη, το Παρίσι ή το Λονδίνο, κρύβει, πίσω απ' τον πλούτο της, φτωχογειτονιές όπου υποσιτισμένα παιδιά, στερημένα από υγεία ή μόρφωση καταδικάζονται στην εγκληματικότητα. Η κοινωνία προσπαθεί να βρει μια θεραπεία με περιορισμένη επιτυχία. Το μέλλον δεν είναι άρρηκτα δεμένο με το παρόν: η μέρα θα έρθει που τα δικαιώματα των παιδιών θα γίνονται σεβαστά. Η Πόλη του Μεξικού, αχανής και μοντέρνα, δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Αυτή η ταινία δείχνει την πραγματική ζωή. Δεν είναι αισιόδοξη. Η εύρεση λύσης γι' αυτό το πρόβλημα είναι αρμοδιότητα των προοδευτικών δυνάμεων της κοινωνίας μας.”

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v