Μπαρμπέρικα: Αρώματα και εικόνες της παλιάς Αθήνας

Ψαλίδια ευλαβικά τοποθετημένα μπροστά στον καθρέφτη, λουλούδια στο βάζο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους, λευκές πετσέτες στα ντουλάπια και κολόνιες «Μυρτώ» στα ράφια. Αναζητήσαμε λίγο από το άρωμα της παλιάς Αθήνας στα μπαρμπέρικα του κέντρου – και το βρήκαμε.
Μπαρμπέρικα: Αρώματα και εικόνες της παλιάς Αθήνας
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Πάντα σιχαινόμουν τα δακρύβρεχτα θέματα. Για επαγγέλματα που εξαφανίζονται, για ιστορίες από τα παλιά που συγκινούν, για ανθρώπους που θυμούνται περασμένα μεγαλεία και αναπολούν άλλες εποχές. Και με εκνευρίζει απίστευτα να συγκινούμαι. Όμως, στην προσπάθειά μου να ανακαλύψω λίγη από την γοητεία της παλιάς Αθήνας στα ελάχιστα εναπομείναντα παραδοσιακά κουρεία του κέντρου, συνειδητοποίησα πως η συγκίνηση δεν είναι κάτι που μπορείς να «προγραμματίσεις» και μερικές φορές έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Ακόμα και αν αυτό το «εκεί» είναι ένα παλιό μπαρμπέρικο στην γεμάτη τοξικομανείς πλατεία Κοτζιά ή ένα κρύο δωμάτιο μόλις πέντε τετραγωνικών σε ένα παλιό σπίτι στου Ψυρρή.

«Του πατέρα το μπαρμπέρικο και όλα τα μπαρμπέρικα ήτανε σταθμοί συγκέντρωσης τότε… Είχαν απ’ όλα μέσα. Είχαν να κοιμηθείς, είχαν να φας, να πιεις, να διασκεδάσεις. Σε μινιατούρα βέβαια», αφηγείται ο Γιώργος Ζαμπέτας στην ομώνυμη βιογραφία του από την Ιωάννα Κλειάσιου. Κέντρα κοινωνικής συναναστροφής και ψυχαγωγίας αυστηρά και μόνο για άντρες, τα Μπαρμπέρικα (από το γαλλικό barbe, που σημαίνει «γένι» ή «μούσι») υπήρξαν ανέκαθεν στέκια ανταλλαγής απόψεων – και συχνά αψιμαχιών – για πάσης φύσεως θέματα: αθλητικά, πολιτικά, ψυχολογικά, ιατρικά, γκομενικά. Όπως ακριβώς και τα παλιά καφενεδάκια. Οι δε μπαρμπέρηδες; Στην πλειοψηφία τους ευγενικοί και καλόκαρδοι, ενίοτε ψυχαναλυτές, σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και γιατροί, πάντα φλύαροι και χαμογελαστοί. Και σήμερα;

Ελάχιστοι από αυτούς έχουν μείνει σήμερα στο πόστο τους. Αυτούς αναζήτησα και τους ζήτησα να μου πουν τις ιστορίες τους στην κόψη του χρόνου και της φαλτσέτας.

Γιώργος Κολλάρος – Οδός Απόλλωνος, Πλάκα


«Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τι δουλειά από πιτσιρίκι, το 1953. Στην οδό Σγουρή ψάχνανε για παραγιό σε ένα κουρείο και πήγα εκεί χωρίς να το καλοσκεφτώ», μου λέει ο κ. Γιώργος Κολλάρος ντυμένος με την όμορφη λευκή ποδιά του, ενώ τακτοποιεί τα «σύνεργα» (ψαλίδια, χτένες, βαποριζατέρ) μπροστά από τους γιγαντιαίους καθρέφτες του κουρείου του στην οδό Απόλλωνος στην Πλάκα. Δίπλα του κάθεται, ο κ. Γιώργος Παναγιωταράς, βοηθός του εδώ και δεκαετίες ολόκληρες, καπνίζει τσιγάρο και διαβάζει εφημερίδα. Συνήθης εικόνα για παραδοσιακό μπαρμπέρικο. «Τότε δεν υπήρχαν σχολές. Για να μάθω την δουλειά έκανα τρία χρόνια. Ξεσκόνιζα στο κουρείο και έτσι μάθαινα σιγά σιγά την τέχνη. Μετά έφυγα από εκεί και πήγα σε ένα άλλο κουρείο στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, έκατσα εκεί για πέντε χρόνια και το 1970 ήρθα εδώ», λέει ο κ. Κολλάρος.  

«Κόσμος και κοσμάκης ερχότανε σε μένα από όλη την Αθήνα, μη σου πω και από όλη την Ελλάδα. Τα παλαιά χρόνια ξυριζόταν πολύς κόσμος στα κουρεία, το '55 όταν ήμουν ακόμα παραγιός, πήγαινα εβδομήντα πετσέτες την ημέρα για ξυρίσματα. Όλη η Ερμού ξυριζόταν στα κουρεία. Κουρεύονταν κάθε δεκαπέντε μέρες και ένα 'σβερκάκι' ενδιάμεσα στην εβδομάδα», θυμάται και μου περιγράφει τον… ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο οι παλιοί μπαρμπέρηδες προσπαθούσαν να ρίξουν την πίεση των πελατών τους: «Όταν ήμουν ακόμα μικρός και πήγαινα στην εφορία στην Μιαούλη, έβλεπα μέσα στα κουρεία γυάλες γεμάτες με βδέλλες. Τις χρησιμοποιούσαν ως ‘γιατροσόφι’ για να ρίχνουν την πίεση στους πελάτες. Και τι δεν κάνανε τότε οι κουρείς, έκοβαν βεντούζες στα σπίτια, βγάζανε δόντια, ο καθένας την τρέλα του. Από πού νομίζεις ξεκίνησε η ιδιότητα του οδοντίατρου;», με ρωτάει γελώντας.

Η διαδικασία του κουρέματος, σωστή ιεροτελεστία: «Πρώτα λούσιμο, παραδοσιακό, όπως σε έλουζε η μάνα σου μικρό, μετά ξύρισμα με φαλτσέτα ή περιποίηση για τα μούσια ανάλογα με το τι θέλει ο πελάτης, μασάζ στο πρόσωπο και στο τέλος του βάζεις τις κολόνιες του και κρεμούλα αν θέλει», περιγράφει ο κ. Κολλάρος και νιώθω ότι ξαναζεί την όλη διαδικασία σαν να μην πέρασε ούτε μέρα από την εποχή που για να κλείσεις κούρεμα ή ξύρισμα στο μαγαζί του έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν. Και τώρα;

«Κάποια στιγμή θα τα παρατήσω και θα φύγω και δεν θα υπάρχει διαδοχή», μου λέει εμφανώς απογοητευμένος. «Γιατί δεν υπάρχει; Γιατί δεν θέλουν να δουλέψουν, δεν θέλουν να κάνουν τον μπαρμπέρη, κάνουν όλοι τους καλλιτέχνες. Όλα τα κομμωτήρια γέμισαν καλλιτέχνες και άμα τους πεις να σε ξυρίσουν, σου λένε δεν ξέρω. Γι’ αυτό έχουν μείνει χιλιάδες κομμωτήρια χωρίς κόσμο, ανακάτεψαν γυναίκες και άντρες και χάθηκε η γοητεία του κουρείου».

Φεύγοντας ρίχνω μια ματιά στον «Τιμοκατάλογο». «Καθάρισμα αυχένος» 10 ευρώ, «Κοπή μαλλιών καρέ» 18 ευρώ, «Κοπή μαλλιών απλή (περιφερειακή)» 17 ευρώ, «Λοσιόν – κολώνια ή κινίνη» 5 ευρώ, «Ξύρισμα απλό» 10 ευρώ. «Έλα από εδώ να δεις», μου λέει και στέκεται μπροστά από την βιτρίνα του κουρείου. Δεκάδες «αξεσουάρ» από άλλη εποχή κοσμούν την βιτρίνα: θήκες για τάλκ που μοιάζουν με αλατιέρες, καθρεφτάκια, σιδερένια σκεύη δημιουργίας αφρού, βούρτσες, λουριά για ακόνισμα φαλτσέτας, μπουκαλάκια για κολώνιες με ψεκαστήρα, όλα προσεκτικά τοποθετημένα σαν σε προθήκη μουσείου.

Χρήστος Παυλάτος – Oδός Ρόμβης, Μοναστηράκι

Επομένη στάση μου η οδός Ρόβης. Μέσα στην στοά βρίσκεται το κουρείο του κ. Χρήστου Παυλάτου. Κάθομαι στον καναπέ και ξεφυλλίζω μια αθλητική εφημερίδα μέχρι να τελειώσει το κούρεμα σε έναν νεαρό. Στην βιτρίνα από πίσω μου διπλώματα από σχολές κομμωτικής, αλλά και διάφορα μπαρμπέρικα εργαλεία – αντίκες. «Το μαγαζί αυτό το άνοιξε το 1977 ο πατέρας μου, όχι όμως στον ίδιο χώρο, ήταν πιο δίπλα στην οδό Κτενά. Το 1952 ξεκίνησε σαν βοηθός και το 1977 του το παραχώρησε το αφεντικό του γιατί πήρε σύνταξη. Το 1979 ο πατέρας μου μεταφέρθηκε εδώ και εγώ ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του από το 1988 μέχρι το 2005, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Τώρα το έχω εγώ το μαγαζί», μου λέει ο συμπαθέστατος κ. Παυλάτος. «Τελείωσα την σχολή κομμωτικής Κάμμερ, όμως την δουλειά την μαθαίνεις επί το έργω», λέει. «Τότε τα κουρεία ήταν τόπος συνάντησης. Συγκεκριμένα στην πλατεία Κτενά που ήταν τότε το μαγαζί, ακριβώς δίπλα είχε ένα καφενείο όπου σύχναζαν έμποροι, βιοτέχνες και βιομήχανοι της εποχής και μετά πήγαιναν στο κουρείο. Συζήταγαν, έκλειναν δουλειές, σχολίαζαν την επικαιρότητα. Το ίδιο γίνεται και σήμερα εδώ, απλά αποφεύγουμε πλέον τις πολιτικές συζητήσεις για να μην έχουμε φασαρίες», μου λέει.

«Παραδοσιακό κουρείο δύσκολα θα βρεις. Αποφεύγουν να ανοίξουν γιατί οι σχολές πλέον βγάζουν κομμωτές. Δεν πάει ο άλλος σε κουρείο να μάθει. Ανοίγει ένα ανδρικό και γυναικείο κομμωτήριο, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το παραδοσιακό μπαρμπέρικο. Και εγώ αν ξεκίναγα τώρα την καριέρα μου σαν μαθητευόμενος, δεν θα ήξερα τι είναι το κουρείο. Δεν ξέρουν να ξυρίζουν, δεν ξέρουν να κάνουν το κλασσικό κούρεμα, το σβήσιμο με το ψαλιδάκι. Στα περισσότερα κομμωτήρια και ανδρικά κουρεία δουλεύουν μόνο με μηχανές. Εδώ το έχουμε κρατήσει παραδοσιακό και έτσι θα παραμείνει», λέει με περηφάνια και μου δείχνει τις δύο καρέκλες: «Αυτές εδώ που βλέπεις είναι 55 ετών καρέκλες! Αυτό εκεί - δείχνει ένα βουρτσάκι – μπορεί να είναι και τριάντα ετών. Έχει φυσική τρίχα, γι’ αυτό δεν έχει πάθει τίποτα».

Πέτρος Φούκης – Οδός Ευπολίδος

Συνεχίζω με κατεύθυνση προς την οδό Αθήνας. Εκεί κοντά, στην οδό Ευπόλιδος, είναι το κουρείο του κ. Πέτρου Φούκη, το πιο παλιό του κέντρου. Μπορεί ο ίδιος να έχει φτάσει αισίως 89 χρονών και να έχει ελάχιστους πελάτες πια, όμως το κουρείο δεν το κλείνει. Μπαίνω μέσα και τον βλέπω να τακτοποιεί μία προς μία τις πετσέτες, σαν να πρόκειται να δεχτεί από στιγμή σε στιγμή κάποιον πελάτη. Μεταξύ των ουρλιαχτών από τους τοξικομανείς που ακούγονται από την πλατεία Κοτζιά και… επισκέψεων από αγνώστους που παρακαλούν για δύο ευρώ («Νέος άνθρωπος είσαι, δεν μπορείς να βρεις δουλειά; Εγώ 89 χρονών και ακόμα δουλεύω», η απάντησή του σε έναν από αυτούς), τον ρωτάω για το κουρείο: «Το άνοιξα μόνος μου το 1976, την τέχνη την έμαθα από τον πατέρα μου που είχε κατάστημα εδώ στην πλατεία Δημαρχείου και ήμουν εκεί από μικρός. Όταν πήρε σύνταξη το 1958, έμεινα εκεί μέχρι το 1986 και μετά ήρθα εδώ, στην Ευπολίδος», μου λέει ενώ στηρίζεται στην παραδοσιακή καρέκλα, μπροστά από τον καθρέφτη.

«Δεν θέλετε να κάτσετε;», τον ρωτάω. «Μπα, είμαι μαθημένος όρθιος», απαντά. «Είμαι από 15 χρονών πιτσιρίκος σε αυτήν εδώ την πλατεία. Γέννημα θρέμμα Αθηναίος. Εκείνη την εποχή υπήρχαν σχολές κομμωτικής και έχω διδάξει σε μερικές από αυτές, αλλά οι περισσότεροι μαθητευόμενοι ξεκινούσαν από μικροί στα κουρεία για να μάθουν. Το μεγαλύτερο μαγαζί εκείνης της εποχής ήταν του Καρβουνόπουλου, στην Ομόνοια, το οποίοι είχε είκοσι καρέκλες με κουρείς που δούλευαν ταυτόχρονα. Μετά βγήκε ο Χαραμάκης και αυτός είχε άλλους τόσους προσωπικό. Εγώ τότε ακόμα ξεσκόνιζα στο μαγαζί του πατέρα μου», θυμάται.

Θέλοντας να νιώσω λίγη από την… αίγλη της παλιάς εκείνης εποχής, αποφασίζω να κάτσω στην παλιά καρέκλα και να του πω να περιποιηθούμε λίγο το μούσι. Το πρόσωπό του αμέσως λάμπει και οι κινήσεις του γίνονται σχεδόν αυτόματα. Βγάζει ένα σεντόνι και το βάζει γύρω από τον λαιμό μου, τραβάει το κεφάλι μου πίσω και αρχίζει σιγά σιγά να ψαλιδίζει το μούσι μου με την βοήθεια μιας μικρής χτένας. Η κίνησή μου αυτή τον «ξεμπλοκάρει» και αρχίζει να μου διηγείται ιστορίες από παλιά. Παλιά του τέχνη κόσκινο, δηλαδή και κούρεμα και συζήτηση. Η καλύτερή του (και δική μου).

«Υπήρχε ξενοιασιά τότε. Ήμασταν παιδιά. Δεν δίναμε σημασία σε τίποτα. Τώρα… Εγώ είχα μανία με τα γήπεδα», λέει. «Ολυμπιακός;», ρωτάω στην τύχη. «Φυσικά. Από τα γεννοφάσκια μου! Και ας μεγάλωσα κοντά στην Αλεξάνδρας, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Αυτό είναι μικρόβιο, δεν φεύγει και παρ’ όλο που για δεκαετίες ολόκληρες ήμουν κοντά στο στάδιο, εντούτοις δεν έγινα Παναθηναϊκός», λέει και συνεχίζει: «Έμεινα εκεί, Ολυμπιακός πιστός. Ήταν ωραία χρόνια εκείνα στο γήπεδο στο Φάληρο. Γίνονταν μάχη τότε. Πω, πω… Και τι δεν κάναμε. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Για να δούμε τα ντέρμπι στην Αλεξάνδρας είχαμε ανοίξει ειδική τρύπα στον τοίχο για να μπαίνουμε στους όρθιους χωρίς να πληρώνουμε εισιτήριο. Υπήρχαν λεφτά νομίζεις τότε; Και δεν μας παίρνανε χαμπάρι, την είχαμε φτιάξει ωραία και την κλείναμε μετά και την ξανανοίγαμε όταν ήταν να γίνει παιχνίδι».

Τελειώνει το κούρεμα. Δεκαπέντε ευρώ παρακαλώ. Ας είναι. Τον ρωτάω αν έχει κάποιον άλλον γνωστό μπαρμπέρη στην περιοχή. Με στέλνει στην περιοχή του Ψυρρή, στην οδό Αγίων Αναργύρων.

Γιώργος Γαλίτης– Οδός Αγίων Αναργύρων, Ψυρρή

Για δέκα λεπτά δεν βρίσκω κανένα μπαρμπέρικο. Ρωτάω σε ένα ψιλικατζίδικο και μου δείχνουν ένα παλιό σπίτι – πολυκατοικία. Εκεί θα βρω τον κύριο Γιώργο Γαλίτη, έναν από τους λίγους εν ζωή μπαρμπέρηδες του Ψυρρή, σε ένα δωματιάκι – τρύπα μερικών τετραγωνικών με τα απολύτως απαραίτητα: έναν μεγάλο καθρέφτη, τα κλασσικά ψαλίδια, μερικές κολώνιες και ταλκ.

Το πρώτο του κουρείο ξεκίνησε να το δουλεύει το 1960 στον αριθμό 31 της ίδιας οδού. «Στην δουλειά είμαι από 18 χρονών, από το 1946 μισός αιώνας και παραπάνω δηλαδή. Εξηνταπέντε χρόνια κουρέας. Το 2000 βγήκα στην σύνταξη. Η σύνταξη είναι μικρή, οι ανάγκες μεγάλες, αγαπάω και το επάγγελμα – μπορώ να πω ότι είμαι ερωτευμένος με την τρίχα - και έτσι ασχολούμαι εδώ τις πρωινές ώρες, κουρεύω μερικούς παλιούς γέρους πελάτες που έχω μέχρι το μεσημεράκι, περνάει η ώρα πάω στο σπίτι το βράδυ και δόξα τω Θεώ», λέει.

«Την τέχνη μου την έμαθε ένας κουρέας στην Εστία Ευβοίας ονόματι Τάσος Καϊρακτόπουλος, Θεός σχωρέσ' τον. Μικρό παιδί ήμουν, τελείωνα το δημοτικό. Δύσκολα χρόνια τότε, φτώχια. Για να καταλάβεις πήγαινα ξυπόλυτος στο κουρείο για να μάθω. Έμαθα τελικά και με αυτό μεγάλωσα παιδιά, τα πάντρεψα, τα μόρφωσα και δόξα το Θεώ καλά πήγα», μου λέει.

Του ζητάω να μου διηγηθεί κάποιο περιστατικό που να θυμάται ακόμα. «Τι θες, λεπτομέρειες; Δεν τα θυμάμαι και όλα. Τι ανθρώπους γνώρισα; Τι να σου πω, γράφεις ολόκληρο βιβλίο. Το 1955 όταν δούλευα σε κουρείο στην οδό Σαρρή γνώρισα ένα υπόλειμμα Κουτσαβάκη. Θα έχεις ακούσει για τους Κουτσαβάκηδες…», μου λέει. «Όχι», του απαντώ.

«Ήταν η μάστιγα των Αθηνών το 1900. Μαχαίρια, κουμπούρια, ήταν άνθρωποι της κατάστασης. Τον δήμαρχο Αθηνών τον Μερκούρη αυτοί τον βγάζανε. Φορούσαν καβουράκι, στενό παντελόνι, παπούτσια με μύτη που εξείχε πέντε πόντους, τακούνι τέσσερεις πόντους πίσω, το σακάκι δεν το φορούσαν ποτέ, το είχαν απέξω στον ώμο. Άσπρο ή μαύρο ζωνάρι, πουκάμισο πάντα ανοιχτό να φαίνονται τα στήθια τους και όπου πηγαίνανε πίνανε και φουμάρανε και δεν τολμούσε κανείς να τους πεις τίποτα. Δέρνανε, πλακώνανε, ό,τι ήθελαν έκαναν και δίνει εντολή τότε ο Πρωθυπουργός ο Κουμουνδούρος σε κάποιον αστυνομικό διευθυντή εν ονόματι Μπαϊρακτάρη να καθαρίσει τα «κουτσαβάκια» με οποιονδήποτε τρόπο», διηγείται.

«Ο αστυνομικός διευθυντής με τους χωροφύλακες τους περιλάμβανε τότε και δώσ’ του ξύλο και εδώ στη πλατεία είχε βρει τρόπο και τους έκοβε το μανίκι, αυτό που δεν φορούσαν. Όταν του «κουτσαβακίου» του έκοβες το μανίκι στη πρεσβεία της πλατείας Ψυρρή, το κουτσαβάκι τελείωνε, πάει η μαγκιά του. Παραπονέθηκαν λοιπόν, τα κουτσαβάκια και ο Μερκούρης έκανε κινήσεις για να σταματήσει τον Μπαϊρακτάρη. Κόλωσε αυτός και πήγε στον πρωθυπουργό που έμενε στην πλατεία (Κουμουνδούρου). Ο πρωθυπουργός του επανέλαβε την εντολή να εξοντώσει τα κουτσαβάκια. Από εκεί και πέρα πήρε φόρα και δεν άφησε κανέναν», συνεχίζει.

«Από αυτούς το 1955, είχα έναν Κουτσαβάκη που τον ξύριζα. Γέρος τώρα, 85 χρονών οπλοφορούσε συνέχεια. Είχε ένα πλακέ πιστόλι και κάθε φορά το έβγαζε πάνω στον πάγκο. Του’ λεγα ‘πάρτο από δω’ - ΄ίσα μωρή κουφάλα’ μου απαντούσε και πήγαινε να το πιάσει. Αυτού του ανθρώπου το μουστάκι είχε λίγες άσπρες τρίχες. Από το μουστάκι του λοιπόν, ήθελε να βγάλω τις άσπρες τρίχες με το τσιμπιδάκι μία – μία. Για κάθε τρίχα που έβγαζα, μου έδινε και από μια δεκάρα. Μερικές φορές τράβαγα κατά λάθος δυο μαζί και βλαστημούσε. Αυτός ο άνθρωπος πυροβόλησε τον γιο του ανεπιτυχώς, γιατί έδινε χασίσι και μετά πήγαινε και τους κάρφωνε στην αστυνομία. Έτσι ο πατέρας του τον πυροβόλησε από πίσω, δεν τον σκότωσε όμως γιατί έτρεμαν τα χέρια του. Νομίζω σου έδωσα μια εικόνα», περιγράφει.

«Τώρα κουρεύω μόνο κάτι φίλους από τη γειτονιά και μερικούς που θέλουν να ξυρίσουν το κεφάλι τους και φοβούνται το ξυράφι στα κομμωτήρια. Σε λίγο θα περάσει ο Θωμάς ο φίλος μου, κουρέας και αυτός συνταξιούχος. Τον κούρεψα εγώ χθες και θα έρθει σήμερα να με κουρέψει και αυτός. Έτσι περνάει η ώρα μου», καταλήγει.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v