Σπάνια επαγγέλματα: Μάθε Τέχνη - και μην την αφήσεις
                                        Τι κοινό έχουν ένας ράφτης, ένας υαλουργός, ένας κουκλοπαίκτης και ένας κατασκευαστής χειροποίητων μουσικών οργάνων; Εξασκούν, σε πείσμα των καιρών, παραδοσιακά και ιδιαίτερα επαγγέλματα, με περίσσιο μεράκι και αγάπη. Μας μίλησαν για την υπό εξαφάνιση τέχνη τους.
                                    
                                    
                                    
                                                                        
                                    
                                        
                                                

Μετά από πέντε χρόνια εργασίας, καταστάλαξε στα φωτιστικά, γιατί όπως μας είπε «το γυαλί αναδεικνύεται με το φως». Συν τοις άλλοις, ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που δημιούργησε εργαστήριο γυαλιού. «Όταν ξεκίνησα, τα μόνα γυάλινα που υπήρχαν στην Ελλάδα, ήταν από εργοστάσια της Βενετίας, όπως τα Βενίνι και τα Μουράνο και οι τιμές τους ήταν εξωπραγματικές. Και η Yula έφτιαχνε φωτιστικά, αλλά ήταν κατά χιλιάδες τα ίδια. Τους περνούσαν μια μπογιά και τους κολλούσαν μερικές χαλκομανίες με λουλουδάκια. Μέχρι εκεί». 
«Είναι μια Τέχνη, κάτι ζωντανό, δεν είναι μια λαμαρίνα που την κόβεις. Είναι κάτι που δουλεύει, το οποίο επηρεάζεται από τις δυνάμεις της φύσης. Αν το κρατήσεις ακίνητο θα πέσει, αν το γυρίσεις γρήγορα θα ανοίξει σαν δίσκος», μας εξηγεί για την «ζωντανή» φύση του λιωμένου γυαλιού. «Το χρώμα δεν μπορείς να το καταλάβεις όσο το δουλεύεις, το βλέπεις αφού κρυώσει. Είναι απρόβλεπτο». 
«Οι περισσότεροι από αυτούς απλώς σχεδιάζουν, πλην του Αρμάνι, αυτός έραβε», μας λέει. «Όλοι οι μεγάλοι σχεδιαστές έχουν εργαστήρια και άλλους σχεδιαστές που τους βγάζουν την δουλειά, που είναι οι λεγόμενοι ήρωες. Το θέμα είναι πως θα κάνεις το όνομα». 
«Σε μια περίοδο είχε βγει μια μεγάλη γενιά ραφτάδων και υπήρξε κορεσμός, όπως και σε όλα τα επαγγέλματα. Τώρα πλέον δεν υπάρχει αυτό και επομένως υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση. Δεν υπάρχουν χέρια για να συνεχίσουν αυτήν την δουλειά», διαπιστώνει για την σύγχρονη εποχή. «Έχουν έρθει νεαρά άτομα σε μένα και η δεύτερή τους κουβέντα είναι πόσα λεφτά θα πάρουν, άρα δεν κάνουν για αυτήν την δουλειά. Πας σε μια σχολή για να μάθεις, δεν ρωτάς πόσο». Την αντίληψη αυτή την εντάσσει σε μια γενικότερη λανθασμένη για αυτόν νοοτροπία των νέων, για τους οποίους πιστεύει ότι λανθασμένα επιλέγουν μια δουλειά με κύριο στόχο τα έσοδα. 
«Αποφάσισα να γίνω κουκλοπαίκτης στα δεκαεννέα μου, ελπίζοντας να συγκεντρώσω σε μία δραστηριότητα όλα όσα έκανα πριν, όπως ήταν η μουσική, το θέατρο, η ζωγραφική, η γλυπτική, οι κατασκευές..», μας εξομολογείται και νιώθει τυχερός καθώς όπως λέει «το κουκλοθέατρο είναι ένας ολόκληρος κόσμος με τεράστια ιστορία, εξέλιξη και ευρύτατο ορίζοντα». Και συνεχίζει: "Το να πιάνεις μια κούκλα και να την ταρακουνάς δεν σημαίνει ότι παίζεις κουκλοθέατρο. Είναι μια τεράστια διαδικασία η οποία δεν περιγράφεται εύκολα. Είναι από τα επαγγέλματα που απαιτούν μεράκι, αφοσίωση και σκληρή δουλειά. Είναι μια εργασία δηλαδή, σαν όλες τις άλλες". 
Τι είναι όμως, αυτό που βρίσκει το κοινό –παιδικό και μη- ενδιαφέρον στο κουκλοθέατρο; Κατά την άποψη του κ. Μαρκόπουλου είναι «η απίστευτη ποιητική συμπύκνωση στην ύλη» καθώς και «η τρελή διακωμώδηση και σάτιρα του ανθρώπινου γένους και της φύσης μας και η δυνατότητα εναλλαγής ζωής και θανάτου μέσα σε κλίμα και κλίμακα οικεία». Σίγουρα για κάθε επαγγελματία η ηθική αμοιβή από την δουλειά του έχει την μεγαλύτερη αξία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η σημασία των οικονομικών απολαβών παραμερίζεται. Στην περίπτωση του κ. Μαρκόπουλου το κουκλοθέατρο «τον ζει» εδώ και είκοσι χρόνια περίπου, όπως παραδέχεται. Αυτό φυσικά δεν τον αποτρέπει από το να ασχολείται και με άλλα πράγματα τα οποία κινούνται πάντα γύρω από την συγκεκριμένη τέχνη, όπως κατασκευές κουκλών για άλλους θιάσους. 
 
Κάθεται στον ξύλινο πάγκο, δίπλα στα εργαλεία του και μας μιλάει για το πώς ξεκίνησε να ασχολείται με το επάγγελμα: «Κοντεύω τριάντα τέσσερα χρόνια στο επάγγελμα. Από πιτσιρικάς το πάλευα, ζωγράφιζα μόνος μου, σκάλιζα, ασχολιόμουν με την μουσική, όπως και ο πατέρας μου. Μια μέρα πήγα σε ένα μαγαζί ενός οικογενειακού φίλου που έφτιαχνε μπουζούκια και από εκεί ξεκίνησα την δουλειά». Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο ένα μαγαζί που έκανε μαζική παραγωγή μουσικών οργάνων. Τώρα, όπως μας πληροφορεί, είναι πολύ περισσότερα και από την στιγμή που άρχισαν να γίνονται εργοστάσια «χάλασε η μανέστρα». «Υπάρχουν εργοστάσια που κάνουν μαζική παραγωγή και τα όργανά τους είναι για το τζάκι», λέει χαρακτηριστικά και επιμένει στον παραδοσιακό χειροποίητο τρόπο κατασκευής του μπουζουκιού. 
Μας λέει μάλιστα, πως όταν μπαίνει στο παιχνίδι η μαζική παραγωγή τότε πέφτει και η ποιότητα του οργάνου και εναντιώνεται σε όσους προσπαθούν να επέμβουν στην παραδοσιακό τρόπο κατασκευής: «Το μπουζούκι δεν είναι όργανο που θα του βάλεις βέργες (σίδερο). Βέργες βάζουν στις ηλεκτρικές κιθάρες και το μπάσο. Είναι ορισμένα πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν. Την ψαρόκολα και την γομαλάκα δεν μπορεί να την ξεπεράσει τίποτα σημερινό. Γίνανε όλοι ξαφνικά επιστήμονες», λέει σε έντονο ύφος. «Εμείς θέλουμε γήινα υλικά, όχι από την Σελήνη». Η προσθήκη πλαστικών μερών και σίδερου, χαλάει τον ήχο του μπουζουκιού σύμφωνα με τον κ. Βάρλα. Αν το όργανο δεν έχει παλμό, τότε είναι για πέταμα. 




