Παροιμίες: Η Μαριορή, ο Μανωλιός και τα άλλα παιδιά

Τι ακριβώς μπορεί να σου προσφέρει ένας μπάρμπας στην Κορώνη; Γιατί φοράει φερετζέ η Μαριορή; Ποιος είναι ο Γιάννης που κερνά και πίνει; Και άλλες απαντήσεις σε απλές, καθημερινές απορίες του λαού.
Παροιμίες: Η Μαριορή, ο Μανωλιός και τα άλλα παιδιά
της Ηρώς Κουνάδη

Αναρωτηθήκατε ποτέ τι θα είχατε να κερδίσετε από μια συγκεκριμένη συγγένεια με κάποιον στην Κορώνη; Ναι, στη μεσσηνιακή κωμόπολη αναφέρεται η παροιμία, καμία αναφορά σε βασιλικά στέμματα. Ξέρετε ποια είναι η Μαριορή που της λείπει ο φερετζές; Οι παροιμίες και οι φράσεις που χαριτωμένα αποκαλούμε «λαϊκή θυμοσοφία» έχουν –σχεδόν όλες– μια μικρή ή μεγαλύτερη ιστορία πίσω τους. Και, αντίθετα με ό,τι φαντάζεστε, οι ιστορίες αυτές δεν έχουν χαθεί στη λήθη του χρόνου. Για του λόγου το αληθές, ιδού μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες.

Έχεις μπάρμπα στην Κορώνη

Το πατροπαράδοτο «ρουσφέτι» κρατά από την εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν γενικός διοικητής του Μοριά ήταν ο πασάς της Τριπολιτσάς. Όλοι οι τοπικοί διοικητές, οι μπέηδες των άλλων πόλεων της Πελοποννήσου, υπάγονταν σε αυτόν. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ο μπέης της Κορώνης, ο οποίος κατά την παράδοση ήταν στενός συγγενής του Σουλτάνου. Έτσι, οποιοσδήποτε συγγένευε με έναν Κορωναίο προύχοντα, μπορούσε να του ζητήσει να μεσολαβήσει στον μπέη της Κορώνης, για να διευθετηθεί το ζήτημά του. Εκείνος με την σειρά του θα απευθυνόταν στον πασά της Τριπολιτσάς, και το θέμα θα έπαιρνε τον δρόμο του.

Φάτε μάτια ψάρια

Οι ρίζες της παροιμίας βρίσκονται στην Τουρκοκρατία, και συγκεκριμένα στην περίοδο που ο Αλή Πασάς κυβερνούσε στα Γιάννενα. Ο δυσβάσταχτος φόρος που καλούνταν τότε να πληρώσουν οι ψαράδες της λίμνης ανερχόταν στο ένα γρόσι για κάθε οκά ψαριών και χελιών, και οι φοροφυγάδες τιμωρούνταν με κατάσχεση ολόκληρης της ψαριάς. Η φράση «φάτε μάτια ψάρια» αποδίδεται σε ψαρά που είδε τους κόπους μιας ολόκληρης νύχτας να πηγαίνουν χαμένοι, στα χέρια των φοροεισπρακτόρων του Αλή Πασά, ένα πρωί που βγήκε στη στεριά.

Όλα τα ‘χε η Μαριορή ο φερετζές της έλειπε

Η παροιμία, αυτούσια, είναι η απάντηση που έδωσε ο Ιωάννης Κωλέττης όταν, σε μια από τις δεξιώσεις του Αντιβασιλιά, την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, κλήθηκε να σχολιάσει την στιλιστική επιλογή του αραχνοΰφαντου μαύρου βέλου της χήρας πλην τακτικής θαμώνος των κοσμικών συγκεντρώσεων Μαριορής - Ζαφειρίτσας Κοντολέοντος. Οι ελάχιστες κοσμικές δεξιώσεις εκείνη την εποχή δεν γίνονταν σε αυτό που λέμε «κλειστούς κύκλους», καθότι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν υπήρχαν διακριτά διαμορφωμένες τάξεις –πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι ατυχείς στιλιστικές επιλογές όσο και τα καυστικά σχόλια έδιναν κι έπαιρναν.

Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς

Ο Ιωάννης Κωλέττης συμπρωταγωνιστεί στη δημιουργία και αυτής της παροιμίας. Βρισκόμαστε και πάλι στην ίδια εποχή, αυτή τη φορά όχι σε κάποια λαμπερή δεξίωση, αλλά στους δρόμους της Αθήνας, όπου ο μποέμ της εποχής, Μανώλης Μπατίνος, ρητορεύει, φιλοσοφεί, συνθέτει ποιήματα και τα απαγγέλει στους περαστικούς. Κάποια στιγμή, συναντά στον δρόμο τον Κωλέττη, τον ρωτά αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή, κι εκείνος του απαντά πως θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν άλλαζε τα βρώμικα και φθαρμένα ρούχα του. Την επόμενη μέρα, οι περαστικοί απόλαυσαν τον Μπατίνο στο ίδιο γνωστό σημείο να φορά τα ρούχα του από την ανάποδη και να απαγγέλει τους εξής στίχους: «Άλλαξε η Αθήνα όψη/ σαν μαχαίρι δίχως κόψη/ πήρε κάτι από την Ευρώπη/ και ξεφούσκωσε σαν τόπι/ Άλλαξαν χαζοί και κούφοι/ Και μας κάναν κλωτσοσκούφι/ Άλλαξε κι ο Μανωλιός/ Κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς

Η φράση αποδίδεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος την απηύθυνε στον παπα-Λευτέρη, έναν κληρικό που είχε απαρνηθεί τα κληρικά του καθήκοντα για να αφιερωθεί στον αγώνα της απελευθέρωσης. Ήταν ένα βράδυ που ο παπα-Λευτέρης, σύμφωνα με την ιστορία, έφτασε αργά και λαχανιασμένος στο προκαθορισμένο σημείο απ’ όπου θα ξεκινούσαν οι συναγωνιστές του για να στήσουν ενέδρα. Όταν ο Κολοκοτρώνης τον ρώτησε γιατί άργησε, εκείνος του απάντησε ότι καθώς περνούσε από το χωριό είδε τη «χήρα του κακομοίρη του Θανάση που σκοτώθηκε» να προσπαθεί να ζευγαρίσει το χωράφι της, τη λυπήθηκε και κάθισε να τη βοηθήσει. Ο Κολοκοτρώνης απάντησε «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς θα είσαι», πριν δώσει εντολή να ξεκινήσουν.

Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε

«Σκυλόφραγκους» έλεγαν τρυφερά στην Πάτρα την εποχή της Φραγκοκρατίας τους κατακτητές. «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε» ήταν, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η τελευταία φράση που ακούστηκε να λέει ο μυλωνάς Γιάννης Ζήσιμος, πριν βάλει φωτιά στον μύλο του –περιλαμβανομένων του σιταριού και των Φράγκων που ήταν μέσα– και εξαφανιστεί, εξοργισμένος από την απαίτηση των τελευταίων να τους αλέσει όλο το σιτάρι του και να πληρωθεί μόνο τα αλεστικά. Τους απάντησε πως δεν μπορούσε να αλέσει όλο το σιτάρι μόνος του, εκείνοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν και τα υπόλοιπα τα είπαμε.

Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει

Ο Γιάννης της παροιμίας ήταν υπαρκτό πρόσωπο: Ο Γιάννης Θυμιούλας, ένα από τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη από την Τρίπολη, για τον οποίο ο θρύλος λέει πως ήταν δυο μέτρα σε ύψος, τεράστιος σε διαστάσεις και φόβος και τρόμος για τον εχθρό σε κάθε μάχη. Ο Θυμιούλας με πέντε αρματολούς κάποια στιγμή βρέθηκαν πολιορκημένοι στη σπηλιά ενός βουνού. Μετά από μια ηρωική έξοδο –σχεδόν επιχείρηση αυτοκτονίας– που τρόμαξε τους πολιορκητές, ο Θυμιούλας κατέβηκε στο κοντινότερο χωριό και, μέρες νηστικός, έσφαξε και σούβλισε τρία αρνιά, τα οποία έφαγε μόνος του. Στη συνέχεια παρήγγειλε ένα βαρέλι κρασί, λίγο πριν φτάσει –πάνω στην ώρα– και ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, που ρώτησε τον προεστό του χωριού τι συμβαίνει, για να πάρει την πληρωμένη απάντηση «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει».

* Τέτοιες και άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες για τις παροιμίες και τις φράσεις που όλοι χρησιμοποιούμε, θα βρείτε στο βιβλίο του Τάκη Νατσούλη «Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, και μπορείτε να αγοράσετε online από εδώ.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v