Μικρές ιστορίες από το παρελθόν των Βορείων Προαστίων

Ποια ήταν η «θελκτικωτέρα» εξοχή των Αθηνών και τι έκανε ένα «θηρίο» στο Μαρούσι; Πού έζησε η μεγάλη πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ;
Μικρές ιστορίες από το παρελθόν των Βορείων Προαστίων

Τα βόρεια προάστια, όπως και η Αθήνα, κρύβουν μικρές και μεγάλες ιστορίες, αλλά και ενδιαφέρουσες πληροφορίες από το (πολύ) μακρινό τους παρελθόν.

Τότε που η Κηφισιά ήταν «εξοχή», το Μαρούσι είχε ένα «θηρίο» και το Χαλάνδρι ήταν μια «πολυσύχναστος θερινή διαμονή».

Η «μαγευτικωτέρα, η θελκτικωτέρα» εξοχή των Αθηνών

Ω ναι, καλά κατάλαβες, στην Κηφισιά αναφέρεται ετούτος ο χαρακτηρισμός, όπως δημοσιεύτηκε σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Η Εικονογραφημένη», του 1905, που υπογράφει «Ο Δέλτα» και βρήκαμε εδώ.


Κηφισιά 1895 περίπου, Έπαυλις Θεοδωρίδου, πηγή: Η ΚΗΦΙΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

«Περιβόλια μεγάλα, σύσκια, ένας πευκών ατέρμων, δένδρα θεώρατα, ελαίαι αρχαιόταται μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι κορυφαί τριών τεσσάρων εξοχικών οικίσκων και μερικαί αγροικίαι», αναφέρει ο συντάκτης για να μας ενημερώσει έπειτα πως «ένας άνθρωπος ευρέθη αίφνης ο οποίος διείδε το μέλλον όλης εκείνης της σφριγηλής εκτάσεως, της ζωντανής φύσεως. Ο Μήτρος ο Κεφάλας. Από τους προεστούς του χωριού».

Ο Μήτρος λοιπόν, «κατήρχετο εις Αθήνας με μίαν σούσταν και έτρεχε εις του Άλφα πλουσίου» και φώναζε: «Κύριε Άλφα, ένα περιβόλι πουληέται. Πρώτης! Πάρε το και θα με συγχωρνάς». Η… δουλειά που έκανε ο Μήτρος είχε αποτέλεσμα, καθώς «Μετά τινάς ημέρας συνοδεύων τον Άλφα πλούσιον και τον μηχανικόν του εδείκνυε το οικόπεδον. Έπειτα έφθαναν οι εργάται. Το οικόπεδον ανεσκάπτετο, εγίνοντο θεμέλια και μετά τινάς μήνας ωρθούτο μία περίκομψος έπαυλις με την πρασιάν της, με τον κήπον της. Θαυμασία θερινή διαμονή». Οι επαύλεις χτίζονταν… βροχή και μέχρι τότε, το 1905 όταν και γράφτηκε το άρθρο, αριθμούσε κανείς περίπου διακόσιες επαύλεις.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους κηπευτές που μεγαλούργησαν εκείνη την εποχή, καλλωπίζοντας το ίδιο όμορφο αυτό προάστιο με τις εκλεκτές τους ανθικές δημιουργίες. «Ο Κοκκινάκης, κηπουρός Χίος, εμπειρότατος. Η Κηφισσιά οφείλει πολλά, πάρα πολλά εις αυτόν. Αλλά και οι κηπουροί μας, και οι δενδροκόμοι, οι ανθοκόμοι μας, σχεδόν όλοι είναι μαθηταί του», πληροφορούμαστε.

«Ήρχισεν εκ του αφανούς και αυτός. Εκαλλιέργησεν ένα περιβόλι του Μελά, έπειτα άλλο και τρίτον, μετέφερε όλους τους τρόπους της καλλιεργείας απ’ έξω. Εκαλλιέργησε οπωροφόρα δένδρα τα οποία έφερε απ’ έξω επίσης, βερυκοκιές, κερασιές, βυσσινιές και φράουλα την νοστιμωτάτην φράουλα της Κηφισσιάς και άνθη, μενεξέδες τους ονομαστούς μενεξέδες, και τριαντάφυλλα και σπαράγγια, διακριθείς και διδάξας την ανθοδεσίαν. Έπειτα ανεφάνη και ο Μουχλίδης, άλλος δαιμόνιος Χιώτης. Με ένα κουκούτσι ροδακίνου το οποίον εσήκωσε από τον δρόμον μίαν ημέραν, έκαμε τεράστια περιβόλια. Δεν υπάρχει σήμερον παλαιόν περιβόλι εις την Κηφισσιάν το οποίον να μη είναι συνδεδεμένον με το όνομα ενός εκ των δύο», αναφέρει ο αρθογράφος εκείνης της εποχής.


Βόλτα με το μόνιππο ανάμεσα στα δέντρα και τα αρχοντικά, πηγη: Εδώ Αθήναι. Ταξίδι στο χρόνο.

Φυσικά δεν γινόταν να λείψει και το επιχειρηματικό δαιμόνιο. Όπως διαβάζουμε «έξαφνα ιδού προβάλλει και ο επιχειρηματίας, ο οποίος εσκέφθη: Όπως έγινε η Κηφισσιά είναι μόνον διά τους βαθύπλουτους. Σήμερον κοστίζει πέντε και δέκα δραχμάς ο πήχυς. Δια να αγοράση και να κτίση κανείς πρέπει να έχη παρά. Τάχα δεν υπάρχει άλλος κόσμος, όχι πτωχός, αλλά είτε διά τον ένα ή άλλον λόγον μη δυνάμενος να διαθέση τόσον χρήμα, όσον χρειάζεται μία έπαυλις, ο οποίος όμως να θέλη να καθίση εις την Κηφισσιά δεκαπέντε ημέρας ή ένα μήνα; Έλειπε το ξενοδοχείον. Ένα μεγάλο ξενοδοχείον, ευρωπαϊκόν, με αναγνωστήριον, με σαλονάκια και με πιάνα, με μπιλλιάρδα, με κήπον, με πίδακα, με μπάνια, με όλας τας ανέσεις, με όλας τας τέρψεις».

Όπερ και εγένετο λοιπόν ξενοδοχείο. «Η Μεγάλη Βρεττανία της Κηφισσιάς», ήταν ένα «μεγαλοπρεπέστατον το οικοδόμημα με επιβάλλουσαν πρόσοψιν ορθούται εις την πλατείαν του Πλατάνου. Το «ξενοδοχείον Τζαννίδη», όπως το αποκαλεί ο αρθρογράφος, έγινε «το κέντρον όλων των καλών οικογενειών και όλως των επιφανών ομογενών της Αιγύπτου».

Το ανθοστόλιστο Μαρούσι

Η Κηφισιά ήταν μια απέραντη εξοχή, αλλά και το γειτονικό Μαρούσι δεν πήγαινε πίσω. Όπως διαβάζουμε στην ιστορία του από τη σελίδα του Δήμου, το προάστιο ήταν ένας απέραντος κήπος τον περασμένο αιώνα, ενώ αν πάμε ακόμα πιο πίσω, πριν από 3.500 χρόνια περίπου θα το βρούμε με την ονομασία Άθμονον, έναν από τους δώδεκα Δήμους της Αττικής που είχε ιδρύσει ο βασιλιάς Κέκροπας για να προστατεύσει την Αθήνα από τους επιδρομείς.

Μάλιστα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες που έγιναν εδώ κατά την αρχαιότητα λέγονταν Αμαρύσια, προς τιμήν της Αμαρυσίας Αρτέμιδος και διαδραματίζονταν μπροστά στο Ιερό της το οποίο βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας της Νερατζιώτισσας. Στην πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά στο Ιερό, εκεί που σήμερα βρίσκεται το ΟΑΚΑ, μαζεύονταν κάθε χρόνο την Άνοιξη αθλητές από όλη την Ελλάδα, ενώ οι αγώνες δεν περιλάμβαναν μόνο αθλήματα, αλλά και χορευτικούς και μουσικούς διαγωνισμούς, καθώς και «τουρνουά» οινοποσίας!


Το εργοστάσιο της ΗΒΗ, περίπου το 1930

Στην Τουρκοκρατία ήρθε εδώ ο Τούρκος Μπέης Αλη Μπαμπάς, ο οποίος άρπαξε τα κτήματα της περιοχής και τα έδωσε σε Τούρκους ευγενείς οι οποίοι δέχτηκαν με μεγάλη ευχαρίστηση αυτό το δώρο, αφού είχαν την ευκαιρία να κατοικήσουν «στον τόπο αυτό τον εύφορο, τον δροσερό, με το ωραίο κλίμα και τα άφθονα νερά». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μαρουσιώτες να γίνουν κολλήγοι μέσα στην περιουσία τους ή να καταλήξουν πρόσφυγες στην Κόρινθο, στο Άργος, στην Αρκαδία, στην Εύβοια και στις Κυκλάδες.

Το 1885 ήρθε στο Μαρούσι ένα «θηρίο», όπως αποκαλούσαν τότε οι κάτοικοι τον ατμοκίνητο σιδηρόδρομο που ξεκινούσε από τον Πειραιά. Οι ηλικιωμένοι Μαρουσιώτες έφτυναν στον κόρφο τους όταν τον έβλεπαν, ενώ αρκετοί του έριχναν πέτρες και τον έσπαγαν φωνάζοντας τον «θηρίο της Αγίας Γραφής» και «μηχανή του σατανά».


Το περίφημο "θηρίο", το 1930 αρχείο Μαρίας Τόσκα

Η νεολαία από την άλλη πλευρά το λάτρευε, γιατί με το φτηνό εισιτήριο του έφερνε στην περιοχή νεολαία και λαϊκό κόσμο από την Αθήνα που τη ζωντάντευαν. Μετά από μισό αιώνα, το «θηρίο» σταμάτησε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 1938.

Χαλάνδρι όπως… Φλύα

Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η περιοχή του Χαλανδρίου κατοικείτο από την αρχαιότητα και καταλάμβανε τμήμα του δήμου Φλύας, για τον οποίο, όπως διαβάζουμε εδώ, ο λεξικογράφος Ησύχιος αναφέρει ότι πηγάζει από το «φλεί» που σημαίνει ευκαρπεί, γέμει, πολυκαρπεί και επομένως «Φλύα» ίσως σημαίνει εύκαρπη γη, πλούσια σε βλάστηση.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το Χαλάνδρι αποτελούσε μία αραιοκατοικημένη περιοχή με τους λιγοστούς κατοίκους του να απασχολούνται κυρίως στον πρωτογενή τομέα γεγονός που επέτρεπε  στη νεο-ιδρυθείσα Γεωργική Εταιρεία να εγκαταστήσει στην περιοχή ένα πρότυπο κέντρο γεωργικής και κτηνιατρικής εκπαίδευσης.


Χαλάνδρι με τις βίλες της εποχής - 1932. Αρχείο Δήμου Χαλανδρίου.

Ο Οδηγός της Ελλάδος του Ν. Ιγγλέση, αρουσιάζει το Χαλάνδρι του 1930 με αρκετά μίνιμαλ τρόπο: «Το Χαλάνδρι κείται Β.Α. των Αθηνών, εντεύθεν του Αμαρουσίου, εις ωραίαν θέσιν πλησίον δασυλίου πευκών. Πολυσύχναστος θερινή διαμονή. Συγκοινωνεί μετά των Αθηνών δια λεωφορείων αυτοκινήτων, ως και δια του Σιδηροδρόμου Αθηνών-Λαυρίου». Στον οδηγό καταγράφονται επίσης κάποιες από τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων του, όπως τα αγγειοπλαστεία του Δεπάστα, του Κασάπογλου και του Παπαγιάννη, τα βυρσοδεψεία των Βασιλειάδη και Κινδύνη, το επιπλοποιείο του Ορφανού, το ποτοποιείο του Δουζένη, το ραφείο του Τριανταφύλλλου και τα σιδηρουργεία των Καλαπόδα, Παπαϊώννου και Παπαδημητρίου.

Σύμφωνα με το βιβλίο «Το ιστορικό του Χαλανδρίου» του Ιωάννη Παπαγεωργίου, η οικογένεια Λίτσα ίδρυσε το πρώτο εργοστάσιο σουμάδας εδώ, στις αρχές του 20ου αιώνα μεταξύ των οδών Σόλωνος, Αριστοφάνους και Ολυμπιονικών, ενώ στο εργοστάσιο αυτό δούλευε και ο μετέπειτα ξακουστός Ευθύμιος Δουζένης που ίδρυσε το δικό του εργοστάσιο παραγωγής σουμάδας

Στην μονοκατοικία της οδού Προφήτη Ηλία 9 και Μπότσαρη στο Χαλάνδρι, όπως διαβάζουμε εδώ, 15 έζησε η διεθνούς φήμης πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ, η οποία γεννήθηκε στις 21 Μαΐου τον 1910 στην Αθήνα από πατέρα Αυστριακό και μητέρα Ιταλίδα. Οι πρώτες της μουσικές σπουδές έγιναν στην Αθήνα όπου και έλαβε τις πρώτες της τιμητικές διακρίσεις, ενώ το 1929 και σε ηλικία 19 ετών αναχώρησε για το Παρίσι για την ολοκλήρωση των σπουδών της. Ολοκληρώνοντας εκεί έναν κύκλο σπουδών, ταξίδεψε στο Λονδίνο ως μαθητευόμενη του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, ενώ από το 1935 και εξής τράβηξε τον δικό της δρόμο στη μουσική.



Στις 22 Αυγούστου 1976 ενώ αναμενόταν στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσιγκτον, βρέθηκε από τον άντρα της νεκρή στο σπίτι της στο Χαλάνδρι από καρδιακή ανακοπή.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v