Συγκλονιστικές μαρτυρίες για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου

Επώνυμοι και ανώνυμοι που έζησαν τις στιγμές, μιλούν για τα γεγονότα που ξεκίνησαν το ξήλωμα της δικτατορίας.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου

Κόντρα σε όσους θέλουν να ξεχαστεί, το Πολυτεχνείο είναι ακόμα εδώ, 48 χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στην ανατροπή της Χούντας.

Το Πολυτεχνείο ζει και θα ζει, όχι μόνο μέσα από τις πορείες, αλλά και μέσα από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες πρωταγωνιστών και μη, οι οποίες ρίχνουν φως στις πτυχές εκείνης της νύχτας.

«Ντρέπομαι γι' αυτό που ήμουν, γι' αυτό που έκανα»

Η εξομολόγηση του οδηγού του τανκ που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, που δόθηκε 30 χρόνια μετά στον δημοσιογράφο Κώστα Χατζίδη, της εφημερίδας «Το Βήμα» είναι συγκλονιστική. 

«Τότε αισθανόμουν ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Στους "μαυροσκούφηδες" στο Γουδί, είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα "παλιοκουμμούνια", όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Τι περιμένεις; Ούτε μια εφημερίδα δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε. Είχα γίνει και εγώ φασίστας. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου», αναφέρει.

Στη μαρτυρία του, θυμάται τις δραματικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, και τις ειρηνικές εκκλήσεις των φοιτητών που ηχούσαν στα αφτιά του σαν «κραυγές εχθρών της πατρίδας».



 «Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30. Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο. Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε», θυμάται.

«Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε ‘είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια’. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα. Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα… Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι… Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω!».

»Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου! Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα. H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί», περιγράφει.



Μέσα στο Πολυτεχνείο, η εικόνα ήταν σοκαριστική. «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;». Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: ‘Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω!’. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».

«Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη», λέει αναφερόμενος σε αυτούς που αντιστάθηκαν στη Χούντα, ενώ για τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την πανεπιστημιακό και συγγραφέα Πέπη Ρηγοπούλου λέει: «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».

Ο κόσμος του θεάτρου αντιστέκεται

«Ήταν ημέρες δύσκολες, αλλά και ηρωικές», θυμούνται ο Κώστας Καζάκος και ο Στέφανος Ληναίος μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων

Ο πρώτος, μεταξύ άλλων, σημάδεψε το θέατρο και τα γεγονότα της περιόδου, όταν με την Τζένη Καρέζη και το θίασό τους ανέβασαν, λίγους μήνες πριν, αλλά και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τη θρυλική παράσταση του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ο Στ. Ληναίος, που μαζί με τη σύζυγό του Έλλη Φωτίου αντέδρασαν αυτομάτως με την επιβολή της χούντας, αισθάνθηκαν επίσης την καταπίεση, όταν τα έργα που ανέβαζαν, μεταξύ των οποίων «Οι κλειδοκράτορες» του Μίλαν Κούντερα, απαγορεύτηκαν από την επιτροπή λογοκρισίας της χούντας.

«Τις ημέρες του Πολυτεχνείου, παίζανε τα θέατρα», θυμάται ο κ. Καζάκος. «Ήταν η περίοδος που είχαμε πάρει το Ακροπόλ στην Ιπποκράτους για να συνεχίσουμε τις παραστάσεις. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος είχε τότε το θέατρο Πορεία, που είναι στην οδό Τρικόρφων, και είχε εγκαταστήσει εκεί έναν θίασο σάτιρας. Μαζευόμασταν νύχτα όλοι οι ηθοποιοί και οι πρωταγωνιστές της επιθεώρησης. Υπήρχε καταπληκτική σύμπνοια. Ετοιμάζαμε, ειδικά για εκείνη την Παρασκευή, που μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο το ερπυστριοφόρο, να εξαγγείλουμε μια απεργία των θεάτρων για συμπαράσταση στους φοιτητές του Πολυτεχνείου όπου είχε γίνει κατάληψη. Αποφασίσαμε, δηλαδή, την Παρασκευή να κλείσουν τα θέατρα.



»Δεν ξέραμε ότι θα μπει το τανκς εκείνη την ημέρα. Έκλεισαν τα θέατρα κάναμε συσκέψεις, δεν έμαθε κανείς τίποτα. Ξέρανε πώς κάτι μαγειρεύουμε εκεί, αλλά δεν άνοιξε στόμα κανένας. Και ήταν μέσα και ακροδεξιοί ηθοποιοί και κεντρώοι, όλων των παρατάξεων. Δεν μίλησε κανείς. Προς τιμήν του θεάτρου μας. Την Παρασκευή βέβαια, όλος ο θίασος γυρίζαμε στη Στουρνάρη, στην Πατησίων, μπαίναμε μέσα στην αυλή, τραγούδαγε ο Ξυλούρης το "Πότε θα κάνει ξαστεριά", σου σηκωνόταν η τρίχα. Τρόφιμα, χρήματα, ό,τι μπορούσε ο κόσμος βόηθαγε τους ανθρώπους, τους φοιτητές... Και την Παρασκευή που ήταν να κάνουμε την απεργία, μπήκε ο Ντερτιλής με το ερπυστριοφόρο και γκρέμισε την πόρτα με τα παιδιά πάνω και τα τσάκισε...».

Από την πλευρά του ο Στέφανος Ληναίος θυμάται περιστατικά  από τις ημέρες της εξέγερσης, αλλά και λίγο πριν: «Όταν το 1973 έγινε η εξέγερση, εμείς, η Αλάμπρα και το Βεάκη απέναντι, είμαστε από τα θέατρα όπου ο κόσμος πήγαινε μέσα για να κρυφτεί. Εμείς, όμως, είχαμε ξαναζήσει νωρίτερα αυτή την ιστορία. Πριν μερικούς μήνες, είχε γίνει η περίφημη εξέγερση στην ταράτσα της Νομικής, διεκδικώντας τη μη στράτευση. Διότι τι έκανε η Χούντα; Στράτευε τους φοιτητές, άσχετα με το αν είχαν τελειώσει ή όχι τις σπουδές τους. Έτσι, εκείνοι ανέβηκαν στην ταράτσα της Νομικής και φώναζαν. Έγιναν συλλήψεις, ιστορίες ολόκληρες...

»Έρχονταν, λοιπόν, τα παιδιά της Νομικής, με επικεφαλής την Ιωάννα Καρυστιάνη, στο θέατρο και με ρωτούσαν: "Μπορούμε να κάνουμε στο θέατρο Άλφα μια συζήτηση"; Και λέω εγώ "ναι", παρόλο που ήξερα τον κίνδυνο. Όμως είχαμε μάθει τα μυστικά της παρανομίας. Βάλαμε έναν διαχειριστή του θεάτρου να φαίνεται ως επιχειρηματίας κι αυτός νοίκιασε το θέατρο για εκείνη την ημέρα, όχι εγώ. Τουλάχιστον έτσι δεν θα πήγαινα φυλακή. Κι έγινε η συγκέντρωση, μαζεύτηκε κόσμος πολύς, που έφτανε ως έξω την Πατησίων».

»Τις ημέρες του Πολυτεχνείου, από την Τετάρτη που μπήκανε οι φοιτητές μέσα, ως την Πέμπτη και την Παρασκευή που εξοντώθηκαν τα παιδιά, είχαμε συνεχείς επαφές στο φουαγέ του θεάτρου Άλφα. Έγιναν ιστορικές συσκέψεις. Γιατί γινόταν αυτό; Γιατί μέσα στο Πολυτεχνείο υπήρχαν χαφιέδες. Όμως προσέξτε τώρα. Έρχονταν 10 παιδιά του Πολυτεχνείου και συζήταγαν τι να κάνουν. Κι εμείς τους λέγαμε ότι θα σταματήσουμε να παίζουμε παραστάσεις, όπως και έγινε. Δώσαμε ως ηθοποιοί και θιασάρχες εντολή. ;Aλλοι σταματήσανε, άλλοι δεν σταματήσανε.

»Την άλλη μέρα, λοιπόν, με καλεί το τμήμα και μου λένε "εχτές στο θέατρό σου έγινε αυτό, αυτό κι αυτό". Θέλω να πω ότι ακόμα και μέσα σε αυτούς τους 10 υπήρχαν χαφιέδες. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου εμείς και το πλαϊνό θέατρο, το Αλάμπρα, κρύψαμε πάρα πολλούς. Φτάσαμε, όμως, σε ένα σημείο όπου τα καπνογόνα άρχισαν και έμπαιναν μέσα στο θέατρο και κινδυνεύαμε να πνιγούμε. Κι εκεί κάναμε την ηρωική έξοδο, στην κυριολεξία. Βγήκαμε και γλυτώσαμε. Θέλω όμως μια χάρη. Ό,τι γράψετε να το γράψετε στοn πληθυντικό. Γιατί η γενιά εκείνη τα έκανε όλα και μέσα σε αυτούς κι εμείς», καταλήγει ο ίδιος.

Φοιτητές και πιτσιρίκια τη μεγάλη νύχτα

Ο εμβληματικός αγωνιστής της κινηματικής Αριστεράς, Γιάννης Φελέκης, μιλώντας στον 105,5 Στο Κόκκινο και τον Αλέξη Βάκη το 2018, περιέγραψε τα όσα έζησε την μοιραία εκείνη νύχτα:

«(…)Κάποια στιγμή βγήκα από το Πολυτεχνείο, είχα βρει έναν πιτσιρικά μ’ ένα μηχανάκι, κατεβήκαμε τη Στουρνάρη και πιάσαμε την Αχαρνών μέχρι το σταθμό του Ηλεκτρικού στα Κάτω Πατήσια. Όλη η Αχαρνών ήταν γεμάτη, οι πολυκατοικίες είχαν αδειάσει και ο κόσμος ήταν μαζεμένος στα πεζοδρόμια και τις πλατείες. Σιγά σιγά η αστυνομία άρχισε να αδειάζει τετράγωνο-τετράγωνο το δρόμο, μέχρι που φτάσανε να περικυκλώσουν το Πολυτεχνείο. Ένας κόσμος δηλαδή σκορπούσε και έμπαινε στα σπίτια του και ένας άλλος κόσμος υποχωρούσε και στο τέλος, όταν ο κλοιός έφτασε γύρω από το Πολυτεχνείο, μπήκε μέσα.



»Τότε ήταν που ήρθαν τα τανκς. Περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Προσωπικά δεν πίστευα ότι θα έμπαιναν τα τανκς, επειδή είχε πολύ κόσμο και πολλοί ήταν πάνω στα κάγκελα. Η Πατησίων ήταν γεμάτη αστυνομία, που βρισκόταν σε κανονική παράταξη. Το τανκ έριξε την πόρτα και η πόρτα έπεσε πάνω στη λιμουζίνα του Πρύτανη. Από κάτω ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου που ούρλιαζε, όπως και άλλοι που χτυπηθήκαν, που πέσανε από τα κολωνάκια κλπ.

Δημιουργήθηκε πανικός, άρχισε να στριγγλίζει και ο κόσμος που ήτανε από τη μέσα μεριά. Καθώς προχώρησε το τανκ ευθεία μπροστά προς την Αρχιτεκτονική, ξεχυθήκανε από πίσω οι λοκατζήδες και μπήκαν μέσα. Φτάσανε μέχρι τα σκαλιά και όσους ήμασταν μπροστά προς τα κάγκελα, μας στριμώξανε με τις ξιφολόγχες και μας οδηγούσαν προς την πόρτα.

Βγαίνοντας έξω, άλλοι πηγαίναμε προς τα Πατήσια και άλλοι προς την Ομόνοια. Εκεί, μπορούσες να φας όσο ξύλο χώραγε το τομάρι σου, γιατί όλοι αυτοί οι αστυνομικοί, που περνούσαμε ανάμεσά τους και η παράταξή τους έφτανε μέχρι τη Σολωμού από την πλευρά της Ομόνοιας, μας ρίχνανε γκλομπιές, κλωτσιές, γονατιές, μπουνιές, όλα αυτά».

Στο βιβλίο «Η Άλλη Αριστερά», η Κ. Ν. περιγράφει πώς έζησε τα γεγονότα από την ματιά μιας μαθήτριας Γυμνασίου:

«Όταν ήμουν στην τρίτη γυμνασίου έγινε το Πολυτεχνείο. Το οποίο ήταν καθοριστικό. Δεν κάναμε –η γενιά μου- το Πολυτεχνείο, αλλά το ζήσαμε. Είχαμε περάσει με την Αθηνά μετά το σχόλασμα από το Πολυτεχνείο και μετά πήγαμε στο σπίτι- είμασταν και μικρές δεν μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Μετά πάμε σπίτι αρχίζει ο σταθμός να μεταδίδει. «Μπαμπά, μπαμπά να πάμε», έλεγα. «Κάτσε λίγο να περιμένουμε» έλεγε εκείνος, το σκεφτόταν. Προς το βράδυ, ενώ οι φασαρίες κλιμακώνονται, μου λέει «πάμε». Και σηκώνεται η μαμά, η οποία φοβόταν, και κάθεται στην πόρτα και λέει «δεν πάτε πουθενά» και δεν μας αφήνει να φύγουμε. Και ξαναγυρνάμε στο ραδιόφωνο. Και λίγο μετά μπαίνει το τανκς και σταματάει η μετάδοση. Και να είμαι όλο το βράδυ…. Να τρώω τα ρούχα μου. Να μιλάω με την Αθηνά στο τηλέφωνο- η κολλητή μου- και 6 το πρωί έχω ντυθεί και πάω σε ραντεβού με την Αθηνά.



»Δεν είχαμε ακούσει τι είχε γίνει. Και φεύγω. Πάω Πολυτεχνείο. Δεν είχε όλον αυτό τον κόσμο αλλά ήταν μια εικόνα που, ρε πούστη, εντάξει: Διαλυμένο το σύμπαν, αίματα… τα αίματα κάτω ανακατεμένα με οτιδήποτε… το αίμα ήταν φοβερό, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, λεωφορεία ανάποδα, πεσμένα δέντρα… Έχουμε κάτσει με την Αθηνά χέρι- χέρι και κοιτάμε άφωνες! Παρακάτω από την Πατησίων έρχεται μια ομάδα που φωνάζει- ακούμε φασαρία- ανεβαίνει από την Ομόνοια και εμείς κοιτάμε. Και ξαφνικά καταλαβαίνουμε δυο χέρια να μας πιάνουν και βλέπουμε ένα στρατιώτη να μας λέει ‘κοριτσάκια, δρόμο! Φύγετε από εδώ! Τώρα! Φύγετε!’ μας ταρακουνάει για να καταλάβουμε τι γίνεται ‘φύγετε προς τα κάτω! Από εδώ! Φύγετε!’ και αρχίζουμε και τρέχουμε… όταν σου λέω τρέχουμε… Και φτάνουμε σπίτι μου τρέχοντας. Και μας έσωσε το παιδί αυτό».

 

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v