Ένας τρόπος να πω αντίο στο Θάνο Ανεστόπουλο

Αυτό δεν είναι άλλο ένα βιογραφικό κείμενο για τον Θάνο Ανεστόπουλο. Είναι το αντίο που θέλει να του πει κάθε φίλος των «Διάφανων Κρίνων».
Ένας τρόπος να πω αντίο στο Θάνο Ανεστόπουλο
του Παναγιώτη Κωνσταντίνου

“Τα ποτήρια μείναν άδεια, ένας φίλος που ‘φυγε νωρίς. Το πρόσωπό του καθρεφτίζεται στις γουλιές μας, στις ματιές μας, στις κραυγές μας, στις καρδιές μας” - Όπως τα Χιόνια (1996)

Ο Θάνος Ανεστόπουλος, τραγουδιστής και ιδρυτικό μέλος των “Διάφανων Κρίνων”, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 49 ετών. «Ζήστε την κάθε σας μέρα με αλήθεια, έρωτα, αγώνα και δημιουργία. Ζήστε την κάθε σας μέρα σαν να ήταν η τελευταία σας. Γιατί συχνά στην καθημερινότητα μας μεγεθύνουμε μικρά προβλήματα παραμερίζοντας και ξεχνώντας τι σπουδαίο και μεγάλο δώρο είναι η ζωή που μας δόθηκε», είχε γράψει το Μάιο του 2015 ανακοινώνοντας πως έπασχε από μεταστατικό καρκίνο των οστών.

Με την είδηση του θανάτου σου, πήρα στα χέρια μου όλους τους δίσκους των “Διάφανων Κρίνων”, φθαρμένους πια από το χρόνο και τη χρήση. Όχι πως σε λησμόνησα ποτέ, όχι πως έπαψες ποτέ να με συντροφεύεις στις στιγμές μου, αλλά να... πώς να στο πω, επέστρεψαν όλες στο μυαλό μου, μαζί με ένα χαμόγελο αλλά κι ένα γαμώτο πως δεν θα ακούσω, δεν θα διαβάσω ξανά, κάποιο καινούργιο ποίημά σου. Και το ξέρεις πως “καμιά χαρά δεν κάνει ό,τι ο πόνος στη ψυχή”.

Όμως αυτό το κείμενο δεν είναι για σένα, δεν έχει βιογραφικά στοιχεία, μήτε γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής σου. Όποιος θέλει, μπορεί να τα βρει αυτά. Αυτό το κείμενο είναι για εμένα, για εμάς, για όλους εμάς που απελπισμένα αναζητούμε έναν τρόπο να σου πούμε αντίο. Ταυτόχρονα είναι και ένα ευχαριστώ, έστω και κάπως καθυστερημένο, στα “Διάφανα Κρίνα”, στην αφεντιά σου, στον Παντελή, τον Κυριάκο, τον Τάσο και το Νίκο, για “όλα αυτά που ζήσαμε μόνοι με τους μόνους”.

“Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα...”

Όλα ξεκίνησαν μια 20ετία πίσω, εκεί στα μαθητικά χρόνια και τις σχολικές καταλήψεις. Έφηβοι τότε, στις πρώτες μουσικές μας αναζητήσεις, και το ελληνικό ροκ ανθούσε σε κάθε γωνιά του Πειραιά. Ίσως και σε άλλες περιοχές, αλλά εγώ αυτά έζησα. Πασαρέλα, Cult, Διαχρονικό, La Rocka... Ήταν και ο Atlantis Fm, που είχε γίνει κομμάτι της ζωής μας. Παύλος Σιδηρόπουλος, Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Μωρά στη Φωτιά και άλλοι πολλοί και ξαφνικά... “Μέρες Αργίας”.



“Μα ποιοι είναι αυτοί;”
“Διάφανα Κρίνα”.
Και τι παράξενη φωνή! Βαθιά, επιβλητική μα και με το χρώμα της θλίψης..
Και τι στίχοι!

“Ποίημα είναι, του Διονύση Καψάλη”, είπαν οι γνωρίζοντες. “Έχουν και ένα σινγκλάκι με δύο τραγούδια “Λιώνοντας Μόνος” και “Κάτω από το Ηφαίστειο””. Μετά μάθαμε πως υπήρχαν και η “Μουχλαλούδα” και το “Χρειάζομαι Μέρες”. Έτρεξα να αγοράσω το δίσκο. Και τι μυστήριος τίτλος: “Έγινε η απώλεια συνήθειά μας”. Και αυτή η εικόνα του παιδιού πάνω στο cd, που σε κοιτούσε μέσα στο ημίφως με αυτά τα τεράστια μελαγχολικά μάτια...



Τον άκουσα. Και τον άκουσα όλο, κάθε σημείο, κάθε στίχο. Ξανά και ξανά. Αποστήθισα σχεδόν κάθε τραγούδι. Δεν ήταν μόνο το ποίημα του Καψάλη. Όλος ο δίσκος έφερνε στην επιφάνεια ανείπωτες σκέψεις και συναισθήματα. Ήταν δικοί μου άνθρωποι, φίλοι, στην ίδια όχθη. Μου 'μαθαν τη μαγεία της ποίησης των καταραμένων. Πώς είναι να είσαι “Κλόουν την Τετάρτη και την Κυριακή νεκρός”, μιλήσαμε για τα όνειρα, για την απώλεια που γίνεται συνήθειά μας, για τους ιδανικούς αυτόχειρες. "Μπουσουλήσαμε από το ποτό" σε "ανυπόφορες γιορτές". Εξερευνήσαμε την “απέραντη θλιμμένη ανταρκτική”.







“Πολύ μαυρίλα, ρε φίλε”, έλεγαν πολλοί στο πρώτο άκουσμα. Εγώ χαμογελούσα. “Δεν καταλαβαίνουν. Δεν αντιλαμβάνονται τι λέει”, σκεφτόμουν και συνέχιζα απτόητος να τραγουδάω με πάθος σε κάθε περιπλάνηση μου στο λιμάνι, σε κάθε στιγμή αναμονής, μοναξιάς και εσωτερικής αναζήτησης. Αυτό που οι άλλοι αποκαλούσαν “μαυρίλα”, για μένα ήταν η αποτύπωση των πιο καθάριων, των πιο αγνών συναισθημάτων. Η συνείδηση της μοναχικότητας, της αγάπης, της απώλειας και του έρωτα. Και ευτυχώς δεν ήμουν ο μόνος, δεν ήμουν μόνος. Υπήρχαν κι άλλοι σε αυτή την όχθη. Νύχτες πολλές στην παρέα, ο Γιάννης και ο Μάνος έπιαναν τις κιθάρες και εγώ τους ξεκούφαινα, προσπαθώντας μάταια να πλησιάσω τη χροιά του Θάνου.

Και μεγάλωνα... και μεγάλωναν και αυτοί μαζί μου, και ήρθε και ο δεύτερος δίσκος τους, πιο ώριμος, πιο λυρικός. “Κάτι Σαράβαλες Καρδιές”. Και ριχνόμουν ξέφρενα στα ερασιτεχνικά μα και όμορφα μεθύσια μου. “Όλα ξεκίνησαν από τότε που ο Ανεστόπουλος τραγούδησε το "Βάλτε να πιούμε”", έλεγα, παραφράζοντας την ατάκα από την ταινία “Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμη” του Νίκου Νικολαΐδη. Με αφορμή τα Διάφανα Κρίνα είχα αρχίσει να ανακαλύπτω τον underground κινηματογράφο, την ποίηση και τη λογοτεχνία. Συντροφιά μου πάντα αυτοί οι τύποι που πόζαραν σε μια μπάρα κρατώντας τα ποτήρια τους, ο “Μπλέ Χειμώνας”, η “Κυριακή των Βαΐων”, τα “Χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου”, το “Θέμεθλο”.











Στα φοιτητικά χρόνια πια, οι εποχές που το ελληνικό ροκ ακουγόταν παντού είχαν παρέλθει οριστικά. Τα κλαμπ και τα μπουζούκια γέμιζαν ασφυκτικά, ενώ στα μπαράκια κυριαρχούσε η ξένη μουσική. Μα εμείς πιστοί, στις συναυλίες των Διάφανων, κρατώντας στα χέρια μας τους καινούργιους δίσκους, το “Ευωδιάζουν Αγριοκέρασα οι Σιωπές” - κατά την ταπεινή μου άποψη ο καλύτερος δίσκος τους μέχρι τον τελευταίο “Και η αγάπη πάλι θα καλεί”-, το “Είναι που όλα ήρθαν αργά” και το “Ό,τι απέμεινε από την Ευτυχία”.





“Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε...” - Βάλτε να Πιούμε, ποίημα του Κ. Καρθαίου











Και αναμέναμε τους επόμενους δίσκους, και τις επόμενες συναυλίες και συνεχίζαμε να τραγουδάμε... στα ξενύχτια μας, στη φιλοσοφία μας, στην παρέα μας, στον έρωτά μας. “Και μεθύσαμε με ποίηση, με κρασί και με αρετή”. Εκεί είναι όλη η ιστορία...

Πού και πού φροντίζαμε να μυήσουμε και κάποιους καινούργιους στη μαγεία της ποίησης των Διάφανων Κρίνων. Καμιά φορά, σε πείσμα της εποχής και της ηλικίας, φορούσα μια μπλούζα με τη στάμπα τους. Έτσι... Πώς οι άλλοι φορούσαν μπλούζες με τα μεγάλα ξένα συγκροτήματα. “Ε! Εγώ ακούω Διάφανα”. “Ακούς, ακόμα; Ξέρω... Μέρες αργίας, Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα, Έγινε η απώλεια συνήθειά μας...”. “Μα έχουν βγάλει κι άλλους δίσκους”, απαντούσα, “μάλιστα είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και καλύτεροι. Ο ήχος και οι στίχοι τους είναι μοναδικοί. Κανείς άλλος στην Ελλάδα δεν κάνει αυτό που κάνουν τα Διάφανα Κρίνα”.











Δυστυχώς οι περισσότεροι έμειναν στον πρώτο δίσκο “Έγινε η απώλεια συνήθειά μας” και για αυτό σας λέω και σήμερα: Ακούστε τους! Ακούστε τους στην ολότητα τους! Η αγάπη, το πάθος του Θάνου και του Παντελή στην ποίηση, είναι απαρέγκλιτη σε όλη τους τη δισκογραφία. Είναι μια αδιάκοπη αναζήτηση λέξεων από το βαθύ πηγάδι της γλώσσας, είναι η ανάσυρση ξεχασμένων και άγνωστων ποιημάτων, παλαιότερων αλλά και νέων ποιητών, και οι αναφορές σε σπουδαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στίχοι που βρίσκουν απάγκιο στις μελωδίες των Διάφανων Κρίνων. Αξίζει να αναζητήσετε το “Γύρο της Μέρας σε Ογδόντα Κόσμους”, το ορχηστρικό άλμπουμ – βιβλίο τους, όπου είναι συγκεντρωμένα όλα τα ποιήματά τους, μελοποιημένα και μη, μέχρι το 2005.

Και φτάσαμε στο 2008 και στον δίσκο “Η αγάπη πάλι θα καλεί”, τον καλύτερο δίσκο τους, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος του συγκροτήματος. Σε αυτόν ακούσαμε τον πρώτο τους μελοποιημένο Καρυωτάκη (“Κι αν έσβησε σαν ίσκιος”) που χρόνια αναρωτιόμουν γιατί δεν μελοποιούσαν, αλλά και μια διαφορετική μουσική επένδυση των στίχων τους. Πιο δυνατή, πιο οργισμένη, άλλες φορές ξέφρενη και άλλες σκοτεινή.













Από τη μία “Με ρωτούν οι χειμώνες” και “Κέρνα τους Δαίμονες”. Από την άλλη “Στην Κόλαση Βαθιά”, “Μ΄ένα άδειο ποτήρι”, “Ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά”. Αυτός ήταν και ο “Τελευταίος Σταθμός” τους.



Το συγκρότημα ανακοίνωσε τη διάλυσή του το 2009 και ο Θάνος Ανεστόπουλος συνέχισε σόλο, προσφέροντας ως τελευταίο του έργο το “Ως το τέλος”, τον πρώτο προσωπικό του δίσκο. Τους ξαναέζησα μαζί πάνω στη σκηνή το Σεπτέμβριο του 2015, στη συναυλία για τον Θάνο, μετά την ανακοίνωση της ασθένειάς του. Για τη διάλυσή τους είχαν ακουστεί πολλά. Δεν με απασχόλησε ποτέ, ήταν δικό τους θέμα. Μου φτάνει που υπήρξαν και για μένα ήταν – και παραμένουν - το κορυφαίο ελληνικό ροκ συγκρότημα.

Αντίο Θάνο...

«Άραγε θα θυμάται κάποιος τ' όνομά μας / Της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια / Τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας / άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!»

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v