Μάριος Λώλος: «Έχω κινδυνέψει σε εμπόλεμες ζώνες, όμως παραλίγο να πεθάνω από μπάτσο στο Σύνταγμα»

Μάριος Λώλος: «Έχω κινδυνέψει σε εμπόλεμες ζώνες, όμως παραλίγο να πεθάνω από μπάτσο στο Σύνταγμα»
Ο Μάριος Λώλος σπούδασε στην Γεωπονική σχολή και σαν φοιτητής ασχολήθηκε παράλληλα με την φωτογραφία. Το πτυχίο του το πήρε, όμως προτίμησε να εργαστεί σαν ελεύθερος φωτορεπόρτερ, γοητευμένος από την φωτογραφία και το ρεπορτάζ του δρόμου. Το 1991 εργάστηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος σαν μισθωτός φωτορεπόρτερ και μετά στο κινέζικο πρακτορείο του Σινγκ Χουά. Το πρώτο του ταξίδι έγινε στην Αλβανία μετά την πτώση του Αλία Χότζα και συνέχισε με αποστολές στην Βοσνία, Κράϊνα, Κόσοβο, Τουρκία κ.α. Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας με το ΝΑΤΟ βρέθηκε από την αρχή στην Πρίστινα και έζησε την ισοπέδωση της πόλης από τις Νατοϊκές βόμβες.

Πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας, ο Μάριος Λώλος μπορεί να μην κινδύνεψε στην εμπόλεμη ζώνη, όμως λίγο έλειψε να χάσει την ζωή του από το κλομπ ενός «μπάτσου», όπως λέει.

«Φωτορεπορτάζ είναι να επιλέγεις από μια πληθώρα φωτογραφιών κάποιες και με αυτές να μεταφράζεις μια είδηση, να λες δηλαδή μια ιστορία με μια φωτογραφία, να λες τις ειδήσεις με την γλώσσα της εικόνας και όχι με την γλώσσα τον λέξεων. Με γοήτευσε λοιπόν, να λέω φωτοϊστορίες, με γοητεύει να είμαι μέσα στα γεγονότα, να τα βιώνω ο ίδιος και να μην χρειάζομαι ενημέρωση από τις ειδήσεις τον οκτώ», μου λέει χαρακτηριστικά όταν τον ρωτάω τι τον «τράβηξε» στο επάγγελμα του φωτορεπόρτερ, «Στο φωτορεπορτάζ έχεις την ελευθερία του να δείχνεις τα γεγονότα με την δική σου ματιά, αυτό όμως δεν σημαίνει πως σε ορισμένε περιπτώσεις οι φωτογραφίες σου δεν θα λογοκριθούν».

Περιπτώσεις λογοκρισίας υπήρξαν κατά καιρούς στην πολυετή καριέρα του: «Μπορεί να δείξεις κάτι το οποίο ένα έντυπο δεν θέλει να το δείξει. Το θέμα ποιο είναι, όσο πιο ξεκάθαρη είναι μια φωτογραφία, τόσο δεν χρειάζεται λεζάντα. Μια ξεκάθαρη φωτογραφία με ένα ξεκάθαρο μήνυμα κάποιοι πιθανώς να μην θέλουν να την δείξουν. Έχω λογοκριθεί αρκετές φορές, αλλά η λογοκρισία ποτέ δεν με περιόρισε, κατάφερνα πάντα να περάσω και δικές μου εικόνες», λέει σχετικά.

«Παλαιότερα στον Ελεύθερο Τύπο με κυβέρνηση ΝΔ, δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλω τον Πρωθυπουργό με γκριμάτσα και η φωτογραφία να δημοσιευόταν ή να δώσω φωτογραφίες που να σατιρίζουν κάποιον Υπουργό της τότε κυβέρνησης και να ‘ πέρναγαν’. Όμως οι παραπολιτικές φωτογραφίες δεν είναι γελοιοποίηση του εικονιζόμενου, είναι η ματιά του φωτορεπόρτερ», προσθέτει. «Για παράδειγμα δεν θα φωτογραφίσω τον Σαμαρά να ξύνει την μύτη του, όμως θα τον αποθανατίσω σε ένα παράξενο στιγμιότυπο με τον Βενιζέλο, έχει ένα πολιτικό ενδιαφέρον όλο αυτό. Είναι πολιτικό σχόλιο», διευκρινίζει.

Τα ταξίδια του στην Βοσνία, στην Κράινα της Κροατίας, στην εμπόλεμη Γάζα το 2009 τον έφεραν σε επαφή με την φρίκη του πολέμου και στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όμως όπως μου λέει σήμερα επίκεντρο είναι η Ελλάδα: «Θεωρώ ότι ζούμε έναν εσωτερικό πόλεμο. Οι Έλληνες πολεμικοί ανταποκριτές κάνουν πολεμικό ρεπορτάζ στην ίδια τους την πατρίδα. Στο εξωτερικό έχω κινδυνέψει συνειδητά πάρα πολλές φορές, όμως κινδύνεψα να πεθάνω από την ανάποδη κλομπία ενός μπάτσου στο Σύνταγμα. Τι είναι πιο επικίνδυνο λοιπόν; Σε μια εμπόλεμη ζώνη επιλέγεις πόσο κοντά θα πλησιάσεις και τι θα τραβήξεις, εδώ δεν μπορείς. Στον Άγιο Παντελεήμονα για παράδειγμα, μπορεί ο φωτορεπόρτερ να τραβήξει όταν οι χρυσαυγίτες σπάνε μαγαζιά; Δεν μπορεί. Εδώ έδειραν δημοσιογράφο, δεν θα δείρουν φωτορεπόρτερ; Σε μια χώρα όπου οι κανόνες της Δημοκρατίας έχουν καταργηθεί, όλα τα άλλα έπονται», λέει χαρακτηριστικά.

Τον ρωτάω για το αν τον έχει σημαδέψει κάποια εικόνα από όλη την καριέρα του: «Ο παιδικός πόνος σε εμπόλεμες ζώνες», μου απαντάει. «Δεν μπορώ να το δουλέψω μέσα μου αυτό το πράγμα. Μου έχει μείνει η εικόνα από ένα κοριτσάκια στην Σερβία, πέντε χρονών πρέπει να ήταν τότε στην ηλικία της κόρης μου. Κατάξανθο με μπούκλες. Οι Μουσουλμάνοι είχανε καταλάβει το χωριό που έμενε στην Βοσνία και είχανε σφάξει τους γονείς του. Έμεινε εκεί μια βδομάδα τρώγοντας χώμα με τους δικούς του να είναι σφαγμένους. Μετά από μια εβδομάδα, το χωρίο το επανάκτησαν οι Σέρβοι και στεκόταν εκεί μόνο του. Είχε ένα βλέμμα απλανές. Κούναγες το χέρι σου μπροστά από τα μάτια του και δεν αντιδρούσε καν», περιγράφει.

«Ποτέ!», απαντά με σιγουριά όταν τον ρωτάω αν έχει μετανιώσει για το επάγγελμα που διάλεξε. «Αν έμπαινα σε μια χρονομηχανή και έπρεπε να διαλέξω μια δουλειά ξανά, αυτή θα διάλεγα. Απλά σήμερα η εικόνα έχει χάσει την δύναμη που είχε πριν από είκοσι χρόνια. Έχεις πάρα πολύ πληροφορία και πολύ εικόνα λόγω διαδικτύου. Το ίδιο feedback είχανε οι φωτογραφίες στο Βιετνάμ και το ίδιο αυτές από την Γάζα σήμερα; Καμία σχέση. Ο κόσμος έχει συνηθίσει στην εικόνα και την πληροφορία, έχει συνηθίσει στην βία, επομένως εμείς καλούμαστε να δείξουμε τα γεγονότα κάτω από μια διαφορετική ματιά», λέει.

Για το μέλλον του επαγγέλματος δεν δείχνει αισιόδοξος: «Το επάγγελμα του φωτορεπόρτερ τείνει προς εξαφάνιση. Ήταν από πριν σε κρίση, τώρα ήρθε και η οικονομική και το αποτελείωσε. Το 99% του κλάδου μας είναι freelancer και πληρώνονται με δελτία παροχής υπηρεσιών. Προ κρίσης κόβανε ένα δελτίο και πληρώνονταν μετά από ένα τρίμηνο, μετά κρίσεις οι εργοδότες πληρώνουν όποτε θυμηθούν. Υπάρχουν μάλιστα και εργοδότες που έχουν πληρώσει με πέτσινες επιταγές. Άλλοι στέλνουν δακρύβρεχτα mail πόσο πολύ λυπούνται, κλείνουν τα μαγαζιά και γεια χαρά. Ποια είναι η διαφορά με τους δημοσιογράφους; Στους δημοσιογράφους του Λυμπέρη χρωστάνε τέσσερα μηνιάτικα, στους φωτορεπόρτερ χρωστάνε τιμολόγια χρόνου και υπάρχει και δουλειά ατιμολόγητη», καταλήγει.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v