Εξομολογήσεις μιας ελπιδοφόρας γενιάς καλλιτεχνών

Ένα παζλ δέκα νέων τραγουδοποιών-ερμηνευτών, που με το δικό τους τρόπο αναφέρονται στην περιπέτεια που λέγεται μουσική, σε αυτή τη μαγεία που μας αγγίζει μέσα από ωραίες φωνές, ωραία τραγούδια. Πώς βιώνει ο καθένας τους αυτό που αγαπά στην εποχή μας;
Εξομολογήσεις μιας ελπιδοφόρας γενιάς καλλιτεχνών
της Φιλουμένας Ζλατάνου

Σας έχει τύχει να πετύχετε στην τηλεόραση ή να διαβάσετε σε κάποιο έντυπο τη φράση «το ροκ/έντεχνο πέθανε»; Ή σε διάφορες συζητήσεις να ακούσετε γκρίνια για το πού βαδίζει η μουσική στις ημέρες μας; Είναι κοινός τόπος να αναμοχλεύουμε ό, τι παλιό καλό υπήρχε και να αγναντεύουμε με αγωνία το μέλλον, προβλέποντας ότι θα είναι σκοτεινό.
 
Τα τελευταία δύο-τρία χρόνια περίπου, όμως, παρατηρείται μια άνθηση στο τραγούδι, μια τάση για δημιουργία φρέσκων πραγμάτων, και αρκετοί νέοι καλλιτέχνες ξεχωρίζουν και δημιουργούν προσδοκία για το τι μέλλει γενέσθαι.

Είναι ίσως βαρύγδουπο να μιλάμε για νέους καλλιτέχνες; Είναι οι τραγουδιστές καλλιτέχνες; Ο Γιάννης Χαρούλης αναφέρει ότι «ο όρος καλλιτεχνία είναι όπως η ελευθερία, δεν την έχει κάποιος, την αποκτά και την παλεύει. Δεν είσαι, γίνεσαι. Μοιάζει με την ελευθερία, είναι ιδανικό.» Η Νατάσα Μποφίλιου θεωρεί ότι «είναι και πολύ μεγάλη λέξη, η λέξη «καλλιτέχνης» και πιστεύω ότι περισσότερο κρύβεται πίσω από τη ζωή ενός ανθρώπου πόσο καλλιτέχνης είναι παρά από το επάγγελμά του».

Είναι νέοι ηλικιακά και αυτό «είναι τύχη, να ξεκινάς και να είσαι νέος», όπως λέει ο Γιάννης, «διότι εντέλει αυτό που δε χαρίζεται ποτέ είναι ο χρόνος και αυτό είναι που πρέπει να προσέξουμε. Νέος σημαίνει να έχει ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά για τις εμπειρίες. Οτιδήποτε και να έρθει αξίζει να έρθει, αν είναι κακό είναι για να μάθεις αν είναι καλό είναι για να το κρατήσεις». «Λένε κάποιοι να φύγουν οι παλιοί και να έρθουν οι νέοι. Δεν το πιστεύω αυτό, δεν υπάρχει ηλικία στους καλλιτέχνες. Καθένας πρέπει να δώσει το βιωματικό του», τονίζει η Βασιλική Καρακώστα.

Τι σημαίνει όμως να είσαι ερμηνευτής ή τραγουδοποιός; Οι περισσότεροι δίνουν βάση στην αγάπη και την προσπάθεια για το αντικείμενο, ενώ αναφέρονται ξεχωριστά στην έννοια του τραγουδοποιού. «Σημαίνει ότι αγαπάς πολύ το τραγούδι γιατί θα πρέπει να παλέψεις πάρα πολύ για να τα καταφέρεις», περιγράφει η Ρίτα Αντωνοπούλου, και ο Κωστής Μαραβέγιας προτρέπει «να είσαι ο εαυτός σου, να κάνεις αυτό που αγαπάς, με κέφι, ζωντάνια και πίστη, αλλά και αφοσίωση και να έχεις σαφή προσανατολισμό».

Δεν είναι όμως όλα ρόδινα πιστεύει η Ρίτα «είναι πολύ δύσκολη εποχή για να κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Δε μας βοηθάει καθόλου η παρούσα κατάσταση στα ΜΜΕ και στις δισκογραφικές εταιρίες. Εκτός από ικανός πρέπει να είσαι και τυχερός για να μπορέσεις να ακολουθήσεις χωρίς εκπτώσεις το δρόμο που θέλεις».

Και εάν είναι μία φορά δύσκολο για τους ερμηνευτές με τους τραγουδοποιούς τι συμβαίνει, που όχι απλά ερμηνεύουν, αλλά γραφούν στίχους και συνθέτουν. Η Μαρία Λούκα είναι θετική ως προς την παρούσα κατάσταση, «νομίζω ότι το να είσαι τραγουδοποιός σήμερα σε σχέση με την προηγούμενη εικοσαετία είναι σίγουρα πιο αποδεκτό και συμβατό με την μουσική πραγματικότητα. Αν γυρίσουμε λίγο πίσω, θα δούμε ότι ο Σαββόπουλος ήταν ο πρώτος που άνοιξε το δρόμο σε ανθρώπους που έγραφαν τραγούδια και ήθελαν να τα τραγουδήσουν οι ίδιοι ακόμα και αν δεν μπορούσαν, φωνητικά πάντα, ν' ανταπεξέλθουν στο επίπεδο που μπορεί ένας τραγουδιστής. Όπως καταλαβαίνετε λοιπον, σημερα το κοινό είναι πολύ πιο δεκτικό σε έναν καλλιτέχνη ο όποιος γράφει και τραγουδά το υλικό του, απ'οτι πριν χρόνια που η άρχουσα άποψη στο τραγούδι ήταν οι άψογες και λυρικές φωνές.»

Η Δήμητρα Μαστορίδου πιστεύει στα ερεθίσματα της εποχής, «έχει τρεις υποστάσεις, στίχο, μουσική, φωνή. Τα δύο πρώτα έχουν πολύ ενδιαφέρον, γιατί η σύγχρονη εποχή έχει πάρα πολλά ερεθίσματα να γράψει κανείς, ειδικά εάν έχεις την πολυτέλεια ή τέλος πάντων το «βίτσιο» να παρατηρείς τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι γύρω σου. Νομίζω ότι είναι από τις εποχές που φαντάζει ότι δεν έχουν πράγματα να πουν αλλά γι’ αυτό ίσως έχουν να πουν και τα πιο σπουδαία. Είναι λίγο καλυμμένα τα συναισθήματα σήμερα αλλά είναι φοβερή πρόκληση να μπορείς να σκάψεις και να δεις κάτω από όλα αυτά.»

Αν και κάποιοι δεν αποδέχονται πλήρως τον τίτλο του τραγουδοποιού, όπως ο Πάνος Μουζουράκης, τον ερμηνεύουν ως «να προσπαθείς να πεις όσο πιο απλά αυτό που θέλεις περιγράφοντας μια εικόνα που ο άλλος να μπορεί να τη μοιραστεί μαζί σας, ή και όχι.» Πολλοί νέοι βγαίνουν, άλλοι ακολουθώντας το ρεύμα, άλλοι πειραματιζόμενοι, όμως η πλειοψηφία θέλει να εδραιώσει το στυλ της, να βρει το σήμα της, το στίγμα, το «χώρο» που την εκφράζει. Πόσο δύσκολο είναι τελικά;

Ο Γιάννης και η Βασιλική δίνουν βάση στην ψυχολογία του καθενός και πιστεύουν ότι η δυσκολία πηγάζει από εμάς τους ίδιους, όπως λένε χαρακτηριστικά. «Οι οποιοιδήποτε φραγμοί ξεκινάνε από τον εαυτό σου, από την ψυχή σου και το σώμα σου. Δεν πιστεύω ότι μπορούν να σε σταματήσουν εύκολα από το στόχο σου κάποιοι παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με σένα. Όταν είσαι νέος δεν έχεις παρά να εκφραστείς και να ετοιμάσεις και κάτι και να το δείξεις στον κόσμο, το οποίο για να συμβεί υπάρχουν οι ευκολίες και οι δυσκολίες. Αυτό που έχει σημασία είναι να κάνεις αυτό που αγαπάς, να σέβεσαι τον εαυτό σου, να κρατάς την αξιοπρέπειά σου και πιστεύω ότι θα έρθουν τα υπόλοιπα. Αν αγαπάς αυτό που κάνεις και όχι τα παρελκόμενα, που είναι η δόξα και το χρήμα, δε νομίζω ότι θα ξεστρατίσεις εύκολα, θα τον βρεις τον δρόμο σου», πιστεύει ο Γιάννης, και αντίστοιχα η Βασιλική «ανάλογα τι κάλο κουβαλάει ο καθένας. Είναι εντελώς δικό του θέμα. Πρέπει να αναρωτηθεί πολλές φορές γιατί το κάνει αυτό ή και να μην αναρωτηθεί καθόλου, να αφήσει ελεύθερο τον εαυτό του. Υπάρχει ένας κλοιός που βρίσκονται οι καλλιτέχνες, ο οποίος δεν ανοίγει εύκολα. Θέλει προσπάθεια, επιμονή, πίστη και πολλή αγάπη για αυτό που κάνεις. Είναι δύσκολο αλλά η δυσκολία βρίσκεται μόνο σε σένα. Πιστεύω ότι οι παλιοί το είχαν αυτό.» Επίσης, ο Γιώργος Μυλωνάς τονίζει ότι «έχει να κάνει με το πόσο επιμένει κάποιος. Πάντα θα υπάρχει χρόνος και χώρος να εκφραστεί.»

Ο Κωστής θεωρεί ότι είναι θέμα χρόνου, διότι «άμα πιστεύεις πολύ σε αυτό που κάνεις και είσαι καλός τον βρίσκεις τον χώρο σου», ενώ η Δήμητρα πιστεύει στην πολλή δουλειά . «Ο μόνος τρόπος είναι η πολλή δουλειά για να μπορέσεις να δημιουργήσεις αυτό το περιβάλλον το καλλιτεχνικό που εσύ θες. Χρειάζεται μια ομάδα, που σημαίνει κοινό όραμα και υπομονή και δουλειά. Αν δεν πίστευα ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να βρει το χώρο του δε θα το έκανα εξαρχής.»

Άλλοι, όπως ο Λεωνίδας Μπαλάφας ρίχνουν το βάρος στους εξωτερικούς παράγοντες όπως οι εταιρίες, «μπορείς να το κάνεις αλλά το δύσκολο είναι να μπορέσει να πάει και στο κοινό. Γιατί το σύστημα κινείται διαφορετικά λόγω των εταιριών. Αν όμως κάτι είναι πραγματικά καλό θα βρει τον τρόπο του να ακουστεί.» Η Νατάσα πιστεύει ότι είναι θέμα υλικού, «δεν αφορά τους τραγουδιστές, αλλά τους δημιουργούς, διότι αν ένας τραγουδιστής δεν έχει δημιουργούς από πίσω του, δεν έχει κανένα χώρο. Είναι θέμα ρεπερτορίου. Έχουμε δει συγκλονιστικές φωνές που δεν κατάφεραν να βρουν χώρο γιατί δεν είχαν δισκογραφία.» Αντίθετα, η Ρίτα είναι λιγότερο θετική. «Όλα φαίνεται να σε ωθούν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σα να μην έχεις άλλη επιλογή. Αν θες να ασχοληθείς με το τραγούδι και να κάνεις δισκογραφική δουλειά θα πρέπει να τραγουδήσεις ένα συγκεκριμένο είδος που μπορεί να μη σε αντιπροσωπεύει. Ευτυχώς παντού υπάρχουν κι εξαιρέσεις κι υπάρχουν κι άνθρωποι που τους ενδιαφέρει αυτό που έχεις να πεις.»

Όπως και σε μια εταιρία έτσι και στη μουσική υπάρχουν παλιοί, καταξιωμένοι, έμπειροι καλλιτέχνες και νέοι που τώρα δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους, δημιουργούν το κοινό τους. Ποια είναι η σχέση με τους παλιούς, όμως; Η Βασιλική είναι ευθύς. «Είναι η παράδοσή μου και η συγκίνησή μου. Έτσι ξεκίνησα, αυτό είπα, ότι θέλω να γνωρίσω ανθρώπους που ξέρουν τη δουλειά και βλέπουν πράγματα μέσα από τη δουλειά. Με ενδιαφέρει η παράδοση, οι δημιουργοί που έχουν χρόνια στη σκηνή. Είναι σαν τα παραδοσιακά τραγούδια, χωρίς να τα προσβάλλω, τα λέω με δικό μου τρόπο. Από τους παλιούς έχω μάθει πάρα πολλά και θα μαθαίνω.»

Συμφωνεί και η Νατάσα, αναφέροντας και παραδείγματα από τα προσωπικά της βιώματα «για μένα όλη η παλιά γενιά είναι η αναφορά μου. Τους χρωστάω και εντός και εκτός εισαγωγικών την ύπαρξή μου στο χώρο, με την έννοια ότι αν δεν είχα αναφορά την Τσανακλίδου ή τη Γαλάνη ή τη Μοσχολιού δε θα είχα λόγο να κάνω τραγούδια. Απλά μέχρι εκεί. Τους θαυμάζω και συγκινούμαι και τώρα μάλιστα ακόμη περισσότερο που μπορώ να δω λίγο τι γίνεται πίσω από αυτό το πράγμα, μπορώ να καταλάβω την κούραση, την ανάγκη τους. Η μόνη μου ουσιαστική σχέση με δημιουργό είναι με τον Παρασκευά Καρασούλο, στον οποίο πραγματικά οφείλω την ύπαρξή μου στο χώρο, ο οποίος μας στηρίζει a priori και εν λευκώ. Δε βοηθάει τους νέους απλά τους δίνει βήμα να βοηθηθούν μόνοι τους και αυτό το θεωρώ μεγάλη μαγκιά. Είχα βέβαια την τιμή να τραγουδήσω τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη και φέτος η συνεργασία με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο που είναι μια πολύ καλή και γλυκιά συνεργασία.»

Ο Πάνος προσθέτει ότι «γνωρίζοντάς τους βλέπεις ότι είναι άνθρωποι με τα ίδια προβλήματα που έχουμε όλοι μας, με τους ίδιους προβληματισμούς και ουσιαστικά αυτό που μετράει είναι το έργο τους. Και αυτό θα μείνει, δε θα μείνει ούτε η συμπάθεια ούτε η αντιπάθεια. Και μόνο που θα έρθουν μετά τη συναυλία και θα σου πουν ένα καλό λόγο ή θα σε συμβουλεύσουν για κάτι είναι βοήθεια για τους νέους. Υπάρχουν και κάποιοι που έχουν καθιερωθεί οι οποίοι, αισθάνομαι, ότι πιστεύουν ότι ήρθαμε να τους πάρουμε τη θέση.»

Η προώθηση είναι ένα σημαντικό κομμάτι για να μάθει ο κόσμος ένα δίσκο, ένα νέο καλλιτέχνη, μια παράσταση μουσική, μια συναυλία. Τηλεόραση, ραδιόφωνα, έντυπα, ίντερνετ, όλα στοχεύουν στη γνωριμία του κοινού με το έργο και το όνομα του καθενός. Η νοοτροπία και η ψυχολογία του κάθε καλλιτέχνη όμως διαφέρει και αυτό συνεπάγεται ότι ποικίλλει και ο τρόπος, η επιλογή του μέσου με το οποίο θα κοινοποιήσουν στον κόσμο τη δουλειά τους. Η Ρίτα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «αυτό εξαρτάται από το χαρακτήρα του καθενός. Γνωρίζω ανθρώπους που θα έκαναν ό, τι περνάει από το χέρι τους για λίγη δημοσιότητα. Δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία. Είμαι έτοιμη να θυσιάσω χρόνο και κόπο για να γίνομαι συνεχώς καλύτερη στη δουλειά μου. Αυτό είναι νομίζω το κλειδί.» Ο Πάνος πιστεύει στη δύναμη του «να είσαι ο εαυτός σου. Να ξέρεις τι είσαι προετοιμασμένος να κάνεις και τι πραγματικά σε διασκεδάζει.» Ο Γιώργος το προεκτείνει ,«πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης που είναι καλός στα live αργά ή γρήγορα θα φανεί», και σε αυτό συμφωνεί και η Δήμητρα. «Το πρώτο και το βασικότερο είναι η σκηνή», τονίζει σε μια φράση η Βασιλική.

Στη δύναμη και τη γνώμη του κόσμου δίνει βάση και ο Γιάννης καθώς «ανάλογα με τη μουσική που κάνω ταιριάζουν κάποια πράγματα, σε κάποια ραδιόφωνα ας πούμε. Υπάρχουν τα μέσα ενημέρωσης σίγουρα, αλλά υπάρχει και αυτό που λέμε από στόμα σε στόμα, που λειτουργεί πιο αβίαστα και πιο σταθερά. Η άποψη του ακροατή είναι ολοκληρωμένη άποψη, γιατί όταν πας κάπου και περάσεις καλά θέλεις να το μοιραστείς με τους γνωστούς σου και έτσι προχωράει το σύστημα.»

Ο Λεωνίδας είναι πιο σκληρός με τα μέσα αναφέροντας ότι «υπάρχει η μάζα η οποία είναι η δικτατορία της εποχής. Υπάρχουν σταθμοί ραδιοφωνικοί και περιοδικά που πραγματικά προωθούν ωραίες δουλειές, αλλά η μάζα είναι η δικτατορία και προβάλλουν αυτό που θέλουν αυτοί και να σε οδηγήσουν κάπου και να σου κάνουν πλύση εγκεφάλου σε κάτι που δεν είναι τίποτα, δεν έχει καμία απολύτως ουσία ούτε στιχουργικά ούτε μουσικά.»

Προτιμά το internet και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα από αυτό ο Κωστής. «Προτιμώ το ίντερνετ. Μου αρέσει αυτή η σχέση. Δεν κάνω κάτι να το προωθήσω, απλά στο ίντερνετ καταφέρνω να έχω επαφή με ανθρώπους που ακούνε τα τραγούδια μου, που έρχεται στις συναυλίες, μου λένε τι τους άρεσε τι όχι, γνωρίζω πολύ κόσμο από αυτούς που έρχονται και γενικά δεν ψάχνω τρόπο προώθησης, απλά έχω βάλει τα τραγούδια μου στο MySpace, ώστε να έχουν άμεση πρόσβαση και να μη χρειάζονται να ακούσουν ραδιόφωνο ή να είναι τυχεροί να πετύχουν ένα τραγούδι μου. Αν η τηλεοπτική εκπομπή είχε ένα κύρος ή μια αξιοπρέπεια που θα μου το επέτρεπε να το έκανα, τότε ναι, αλλά γενικώς δε μου αρέσει η τηλεόραση, ούτε βλέπω. Μου προκαλεί μια παγωμάρα, όπως όταν πετάς με το αεροπλάνο και είσαι στο απόλυτο κενό και τίποτα δεν εξαρτάται από σένα. Εγώ προτιμώ διαπροσωπικές σχέσεις. Στο ίντερνετ μιλάς με κάποιον, ενώ στην τηλεόραση σε βλέπουν απλά, δεν είναι αμφίδρομο

Το MySpace είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και ένας τρόπος να σε γνωρίσει ο κόσμος, και εκτός από τον Κωστή και η Νατάσα το χρησιμοποιεί άμεσα, καθώς τη φέρνει και σε επαφή με το κοινό της, «με τον πυρήνα του κοινού έχουμε πολύ καλή σχέση, μιλάμε, τους γνωρίζω και μέσω του MySpace έχουμε επαφή, έχω μια πολύ γλυκιά αντιμετώπιση, με έχουν αγκαλιάσει πάρα πολύ, μέχρι στιγμής αυτά που έχω δει είναι υπέροχα. Είναι φοβερή αίσθηση ότι αυτό που κάνεις υπάρχουν άνθρωποι που το αναγνωρίζουν και τους αρέσει. Σε ικανοποιεί και σε γεμίζει σαν καλλιτέχνης και σου δίνει τροφή, διότι όταν βλέπεις ότι κάτι αρέσει γίνεσαι πιο απαιτητικός θέλεις να γίνεις ακόμη πιο καλό, είναι σαν χρέος να δώσεις κάτι καλύτερο. Είναι πολύ καλή και δημιουργική η σχέση με τον κόσμο.»
 
Το κοινό λοιπόν, φιλοθεάμον και φανατικό, αυτό που σε ακολουθεί, που σε γνωρίζει, που σε κριτικάρει ή σε επιδοκιμάζει είναι αυτό που δημιουργείται όταν έκαστος κοινοποιεί τη δουλειά του. Ο Λεωνίδας ονοματίζει το φανατικό κοινό ως αυτό που σε ακολουθεί χρόνια και επειδή βγήκε τώρα αναφέρει ότι δεν το έχει γνωρίσει ακόμη. Η Βασιλική δίνει τη δική της ερμηνεία, «το φανατικό κοινό έχει μια συγκίνηση, έχει κάτι από αρένα. Μου αρέσει αλλά χάνει τον εαυτό του το φανατικό κοινό. Έχει ανάγκη να απενοχοποιηθεί μέσα από αυτόν που θαυμάζει. Και κάνουν και τον καλλιτέχνη να υποφέρει. Δεν τον σέβονται. Το φιλοθεάμον μου αρέσει γιατί πιστεύω ότι έχει πιο ανοιχτούς τους ορίζοντές του. Το ενδιαφέρει η μουσική περισσότερο από τους ανθρώπους. Οι φανατικοί με συγκινούν για κάποιο λόγο, θυμίζουν παιδιά.»

Και πού μαζεύεται ο κόσμος, που γίνονται τα live, όπου κοινοποιείται η δουλειά και η τέχνη του καθενός; Σε μουσικές σκηνές και μη. Ο Λεωνίδας πιστεύει ότι «τα σκυλάδικα είναι πολλά», άρα χρειάζονται περισσότερες μουσικές σκηνές, και σε αυτό συναινεί και ο Γιώργος, ο οποίος αναφέρει ότι υπάρχουν επιχειρηματίες που γνωρίζουν από ακουστική χώρου, από ήχο και φώτα και άλλοι που δεν έχουν ιδέα, ενώ ο Κωστής αναφέρει ότι δεν του αρέσει το τραπεζοκάθισμα. « Μου αρέσει ο κόσμος να είναι όρθιος, να μπορεί να χορέψει ή να κάτσει σε σκαμπό. Θα ήθελα να υπάρχουν περισσότεροι χώροι που να μοιάζουν με live, με φθηνό εισιτήριο και όρθιο κόσμο κι ας είναι μικρότερο το μεροκάματο για τους μουσικούς.» Για τη δυνατότητα να πιει μια μπύρα κάποιος και να δει ένα πρόγραμμα, άρα για την ύπαρξη ενός λογικού εισιτηρίου, μιλάει και ο Πάνος. Η Βασιλική τονίζει ότι «ακόμα δεν έχω δει ένα στέκι, έχω ανάγκη από ένα στέκι, που θα υπάρχει από την προσωπικότητα του χώρου και όχι από τα ονόματα που παίζουν. Μαγαζί που ανεξάρτητα από ποιος παίζει να θέλεις να πηγαίνεις, να ξέρεις ότι θα σε σεβαστεί. Σε αυτό το κομμάτι υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο.»

Ο Ιανός έχει κάνει την έκπληξη με τα live που οργανώνει, όπου η Νατάσα έχει παίξει αρκετές φορές και η οποία πιστεύει ότι «έχει και την ενέργεια του βιβλίου, και αυτό είναι πολύ καλό. Έχει μια κουλτούρα διαφορετική, δεν είναι τόσο νύχτα. Είναι πιο έξω από τη νύχτα.» Η Δήμητρα είναι αρκετά θετική. «Υπάρχει ρεύμα, υπάρχει κόσμος που επιστρέφει στο live. Και τέλος υπάρχουν χώροι που δεν είναι μουσικές σκηνές και είναι πρόκληση να δημιουργήσεις σε ένα τέτοιο χώρο, να τον προσαρμόσεις για να κάνεις live, όπως ένα μεγάλο καφέ ή ο Ιανός ή σε φουαγιέ θεάτρων». Ο Πάνος τα συνοψίζει όλα με μία φράση, «το χώρο τον φτιάχνει η μουσική που παίζεται
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v