Θεσσαλονίκη: Λύνοντας το "γρίφο" της ομορφιάς

Η πόλη κάνει, τελικά, τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος την πόλη; Περπατήσαμε την ομορφότερη πόλη της Ελλάδας, χαθήκαμε στις γειτονιές της, εντοπίσαμε τα hot spots της, φάγαμε στις καλύτερες ταβέρνες της και ζαλιστήκαμε στα μπαράκια της για να απαντήσουμε αυτό και άλλα προαιώνια ερωτήματα.
Θεσσαλονίκη: Λύνοντας το γρίφο της ομορφιάς
της Ηρώς Κουνάδη

Μία από τις «συμβουλές, τις σπαταλημένες στους νέους» της μεγάλης εκείνης επιτυχίας των τελών της δεκαετίας του ’90 που λεγόταν “Everybody’s Free (to wear sunscreen)” έλεγε “Live in New York City once, but leave before it makes you hard; live in Northern California once, but leave before it makes you soft”. Ακούγοντάς το σε ένα παλιό, ξεχασμένο CD το βράδυ που γυρνούσα από ένα ακόμη Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, σκεφτόμουν ότι, προσαρμοσμένος στα ελληνικά δεδομένα, ο συγκεκριμένος στίχος θα αναφερόταν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχα.

Ξέρω κάποιον που, μετά από αρκετά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έφυγε συνειδητά, φοβούμενος ακριβώς αυτό –τη χαλαρότητα, την έλλειψη κινήτρου, την απάθεια, την αδράνεια κι όλες εκείνες τις έννοιες που θα χρησιμοποιούσαμε για να περιγράψουμε το “soft” του χαρακτήρα στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι. Όπως ξέρω και πολύ κόσμο που θα εγκατέλειπε ευχαρίστως το χάος, το στρες, την επιθετικότητα και την αποξένωση της Αθήνας για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη –και που το σκέφτεται ιδιαίτερα σοβαρά σε κάθε επιστροφή από κάθε ταξίδι στην ομορφότερη, ίσως, πόλη της Ελλάδας.

Το προαιώνιο ερώτημα αν ο άνθρωπος κάνει τον τόπο ή ο τόπος τον άνθρωπο, στη Θεσσαλονίκη βρίσκει, έστω και στιγμιαία, έστω και απατηλά, την απάντησή του. Περπατώντας λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα στην παραλία, ανεβαίνοντας βράδυ την Αριστοτέλους, ψάχνοντας το δρόμο το χάραμα στα Λαδάδικα σκέφτεσαι ότι σε αυτήν την πόλη είναι απλά αδύνατο να δεις κόσμο να τρέχει –διόρθωση: είναι απλά αδύνατο να υπάρχει κάποιος που να θέλει να τρέξει. Έχει μια ηρεμία αυτή η πόλη, ένα έμφυτο easy going που διέπει την ύπαρξή της, μια γαλήνη που πηγάζει και εμπνέεται από την ομορφιά της, κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι το αποτέλεσμα είναι που αντανακλάται στους ανθρώπους κι όχι το αντίστροφο.

Ξεκινάω την περιπλάνηση από τα Λουλουδάδικα κι αισθάνομαι ότι περπατάω μέσα σε μια ζωγραφιά γεμάτη χρώματα ανοιξιάτικα –κι ας είναι φθινόπωρο–, μια ζωγραφιά ζωντανή, με κόσμο να κινείται αδιάκοπα –ποτέ όμως βιαστικά–, μια ζωγραφιά πλημμυρισμένη από αρώματα, που βγαίνουν από τα λουλούδια και τους πάγκους της παρακείμενης αγοράς Μοδιάνο και ξεχύνονται στην ατμόσφαιρα.

Κατηφορίζω την οδό Κομνηνών προς την παραλία, ψάχνοντας την εικόνα εκείνη που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου από την πρώτη φορά που επισκέφτηκα την πόλη. Την εικόνα της σκυθρωπής θάλασσας με την προοπτική που, κοιτάζοντάς την από το πλάι και προς Βορρά, καταλήγει στον Λευκό Πύργο. Κοιτάζοντάς την σκέφτομαι ότι, παράξενο, δεν έχω πετύχει ποτέ αυτή τη θάλασσα γαλήνια. Στρίβω αριστερά για να βρω την Αριστοτέλους, να απορροφηθώ στη χαλαρότητά της, να αφήσω να με παρασύρει η απαλή ενέργειά της. Παγωτό από το Σιέλ, στο ισόγειο του Electra Palace, στο χέρι, μια σύντομη στάση – φόρος τιμής στο Ολύμπιον και συνεχίζουμε.

Έξω από τον Τερκενλή, δε μου είναι ποτέ σαφές αν οι μυρωδιές τυλίγουν όντως τον αέρα ή αν είναι προϊόν της φαντασίας. Όπως και να έχει, το απαραίτητο «προσκύνημα» για τσουρέκι βουτηγμένο στη σοκολάτα είναι αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ταξιδιού. Στην επιστροφή, όχι μαζί με το παγωτό. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το τεράστιο Ρολόι Ανθοκομίας, που ξανατέθηκε σε λειτουργία το 2005, στολίζεται από λουλούδια εποχής στην περίμετρό του, τα οποία απεικονίζουν τις ώρες, θυμίζοντας ότι κάτι τέτοιες, μικρές αλλά χαρακτηριστικές, λεπτομέρειες δημιουργούν την έκπληξη και κάνουν μια πόλη ιδανική για περπάτημα. Σύντομη στάση για ουζάκι και μεζέδες στο Ουζερί Aristotelous και συνέχεια για λίγο ιστορικό sightseeing.

Σε τρία μόλις τετράγωνα απόσταση, η ανοιχτή Πλατεία Αρχαίας Αγοράς λειτουργεί ως πύλη εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς με τις στοές της –το hot spot για κάθε λάτρη της ιστορίας που επισκέπτεται την πόλη και θέλει να κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο. Απέναντι, η Αγορά Βλάλη, περισσότερο γνωστή ως Καπάνι, η παλαιότερη λαϊκή αγορά της πόλης που λειτουργεί ακόμα, αποπνέει παράδοση, με τα χαρακτηριστικά, χαμηλά της καταστήματα και τις καμάρες. Δίπλα της ακριβώς, το Μπεζεστένι, ή Σκεπαστή Αγορά, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα αρχιτεκτονικής του 16ου αιώνα. Αυτό είναι το μαγικό σε αυτήν την πόλη. Ότι μπορείς να περπατήσεις δυο χιλιάδες χρόνια ιστορίας, κάνοντας πολύωρες στάσεις σε τρεις διαφορετικούς αιώνες, σε δύο οικοδομικά τετράγωνα.

Ανεβαίνω λίγο ακόμα και χάνομαι στο λαβύρινθο της Άνω Πόλης. Λιθόστρωτα δρομάκια, κάποια αδιέξοδα, εδώ κι εκεί μερικά ξέφωτα, μικρές πλακόστρωτες πλατείες. Χαρακτηριστικά κομψά κτίρια –δείγματα της Λαϊκής Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής, μου λένε– με έναν αέρα αρχοντικό, αύρα κοσμοπολίτικη. Στην κορυφή, τα τείχη με την Ακρόπολη και το Επταπύργιο μοιάζουν να επιβλέπουν την αέναη ηρεμία της πόλης, έτοιμα να επέμβουν αν αυτή διαταραχθεί. Κατεβαίνω προς τα Μεσαιωνικά Τείχη της πόλης, που στέκονται ακόμα σε αυτήν την πλευρά, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά προς την οδό Μαύρης Πέτρας, την οποία η παράδοση θέλει στοιχειωμένη, κτισμένη πάνω σε ένα δίκτυο σπηλαίων. Λες;

Συνεχίζω προς την Καμάρα, ή ιστορικότερα τη θριαμβική αψίδα του Γαλέριου, και από εκεί στα ανάκτορα του ίδιου αυτοκράτορα, στην Πλατεία Ναυαρίνου. Σύντομη στάση εδώ για κρέπες –ίσως οι καλύτερες της πόλης. Κι επιστροφή στην παραλία, γιατί έχει αρχίσει να βραδιάζει και τα χρώματα του ορίζοντα δε φαίνονται καλύτερα από πουθενά αλλού. Η περαντζάδα του Λευκού Πύργου πλημμυρίζει από κόσμο που φαίνεται να πιστεύει το ίδιο. Δεν απέκτησε άδικα την ταμπέλα της «ρομαντικής» αυτή η πόλη.

Καθώς βραδιάζει, οι παλμοί της πόλης αρχίζουν να ανεβαίνουν. Στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης, στα Λαδάδικα, στον πεζόδρομο της Ζεύξιδος, η ένταση της μουσικής ανεβαίνει, μαζί με τη διάθεση, το αλκοόλ ρέει, τα μπαράκια και οι γειτονιές τους αρχίζουν να βουίζουν. Το δρομολόγιο αχαρτογράφητο, από το Άδυτο των Λαδάδικων για τα rock tunes που θα μας ανεβάσουν στην πρώην γκαλερί νυν πολύχρωμο μπαράκι “Urban” της Ζεύξιδος και από εκεί στο Residents της Σταρτηγού Καλλάρη, κοντά στον Λευκό Πύργο. Bar hoping μέχρι να ξημερώσει –η Θεσσαλονίκη ενδείκνυται για το σπορ, κάθε ημέρα της εβδομάδας– και για να «στρώσει το στομάχι» μπουγάτσα στην «Ωραία Αθηνά» της Βασιλίσσης Όλγας στο ύψος Μαρτίου ή στην «Κοζάνη» επί της Εγνατίας κοντά στην Αριστοτέλους.

Shopping το επόμενο πρωί, στην Τσιμισκή και το ευρύτερο κέντρο, με τις λαμπερές βιτρίνες – πειρασμούς και τα μεγάλα πολυκαταστήματα, αλλά και σε μικρά διαμαντάκια, όπως είναι τα ευρηματικότατα Lola Mundo και Boyzroom, δίπλα δίπλα στην οδό Λασσάνη 7, με υπέροχο, θεατρικό σκηνικό και ρούχα από Fred Perry μέχρι Erotokritos και Rare. Απαραίτητη στάση για ακατάσχετη κρεατοφαγία, ο Οβελίξ και το στάνταρ καφεδάκι πριν ή μετά στο Nouveau της Πλατείας Αριστοτέλους. Απογευματινή, εξαιρετική σοκολάτα σε λευκή κούπα – έπος στο Sorbe λίγο πιο πάνω, τα πρώτα cocktails και το all time classic people watching στο super trendy Tsimiski Times, και για το βραδάκι επιλεγμένες, hard to find μπίρες από όλο τον κόσμο στο Extrablatt, στο 46 της Αλ. Σβώλου. Κάπως έτσι, τα λεπτά γίνονται ώρες, οι ώρες μέρες… κι η στιγμή που πρέπει να φύγουμε φτάνει χωρίς να το καταλάβει κανείς.

Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μπορούσα να μείνω στη Θεσσαλονίκη πριν γίνω κι εγώ “soft” –ή αν και πότε θα επέλεγα να φύγω. Ούτε μπορώ με βεβαιότητα να πω αν, τελικά, είναι η πόλη που κάνει τους ανθρώπους ή το αντίστροφο. Ίσως, σε τελική ανάλυση, να μην έχει σημασία. Ξέρω μόνο πως αν κάθε φορά επιστρέφω –εγώ και όλοι όσοι την έχουν επισκεφθεί έστω και μία μόνο φορά– είναι όχι μόνο γιατί αισθάνομαι διαρκώς να μου λείπει αλλά και γιατί αν κάποιοι θέλουν να την εγκαταλείψουν και κάποιοι άλλοι να αναζητήσουν εκεί τη μόνιμη στέγη τους, μάλλον πρόκειται λιγότερο για σύγκρουση απόψεων και περισσότερο για ταύτιση. Ίσως δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φιλοσοφίες αν συνενώνονταν να αποτελούσαν την ιδανική στάση ζωής. Την οποία μάλλον αξίζει να κυνηγήσεις, ακόμη κι αν χρειαστεί να διανύεις 500 και κάτι χιλιόμετρα κάθε Σαββατοκύριακο.

Διαμονή

Συνηθισμένη να φιλοξενεί πλήθος επισκεπτών, η Θεσσαλονίκη διαθέτει πληθώρα ξενοδοχείων για κάθε γούστο και budget. Από τις κορυφαίες επιλογές, το Hyatt Regency Thessaloniki στο 13ο χιλιόμετρο Θεσσαλονίκης – Περαίας, συνώνυμο τις πεντάστερης πολυτέλειας, προσφέρει μοναδικά δωμάτια και σουίτες που ξεκινούν από 170 ευρώ. 

Πολυτελέστατο και το Electra Palace, ακριβώς στο σημείο όπου χτυπά η καρδιά της πόλης, στην Πλατεία Αριστοτέλους, προσφέρει διαμονή 5 αστέρων σε δωμάτια και σουίτες που ξεκινούν από 165 ευρώ το δίκλινο. Στην ίδια κατηγορία και το Makedonia Palace, της αλυσίδας Classical Hotels, με τη μοναδική του θέση πλάι στο κύμα και σε απόσταση αναπνοής από το Λευκό Πύργο διαθέτει πλήρως εξοπλισμένα δωμάτια και σουίτες, σε τιμές που ξεκινούν από 165 ευρώ. 

Στις οικονομικότερες επιλογές, το 4 αστέρων City Hotel, της οδού Κομνηνών, προσφέρει δωμάτια και σουίτες με όλες τις απαραίτητες παροχές σε τιμές που ξεκινούν από 140 ευρώ για το δίκλινο δωμάτιο, ενώ λίγο πιο κάτω, το 3 αστέρων Hotel Luxembourg διαθέτει όμορφα, προσεγμένα δωμάτια από 100 περίπου ευρώ τη βραδιά. Τέλος, τα φιλόξενα δωμάτια του 3 αστέρων sup. El Greco θα σας κοστίσουν περί τα 99 ευρώ.

Γεύσεις Θεσσαλονίκης

Είναι εδώ και χρόνια κοινό μυστικό ότι η Θεσσαλονίκη αποτελεί των παράδεισο των απανταχού καλοφαγάδων. Παραδοσιακές γεύσεις, ενίοτε “with a twist” για να μη συνηθίζει ο… ουρανίσκος μας, αλλά και –βέβαια– για να μην τη χορταίνουμε με τίποτα. Αξίζει να φάτε τουλάχιστον από μία φορά σε όλα τα παρακάτω.

Για φρέσκες ψαρολιχουδιές και λοιπούς θαλασσινούς μεζέδες στις 7 Θάλασσες (Λεωφ. Νίκης 3, τηλ.: 2310 233173). Για δημιουργική μεσογειακή κουζίνα, με έμφαση στη μεγάλη ποικιλία γεύσεων και αρωμάτων που θα ικανοποιήσει και τους πλέον απαιτητικούς ουρανίσκους, στην Παπαρούνα (Βηλαρά 2, Συγγρού 7, τηλ.: 2310 510852). Για σπιτικά μεζεδάκια και παραδοσιακή κουζίνα στη Ρούγα (στοά Καρύπη 28, τηλ.: 2310 241727). Για ουζάκι και τις σχετικές ποικιλίες στην Αγορά (Καποδιστρίου 5 και I. Δραγούμη, τηλ.: 2310 532428) και το περίφημο Bit Bazaar (Προσφ. Αγοράς 32-34, Παλιατζίδικα, τηλ.: 2310 278097).

Για μεσογειακές γεύσεις με φαντασία, μεγάλη ποικιλία σε ετικέτες μπύρας και freestyle ατμόσφαιρα στο Ζύθο (Κατούνη 5, Λαδάδικα, τηλ.: 2310 540284) και το αδελφάκι του, το Ζύθο στο Ντορέ (Τσιρογιάννη 7, Λευκός Πύργος, τηλ.: 2310 279010) που συγκεντρώνει και τον καλλιτεχνικό κόσμο της πόλης.

Για ακόμη πιο κοσμοπολίτικο αέρα και διεθνή κουζίνα το Kitchen Bar στο λιμάνι είναι αυτό που ψάχνετε. Για πολίτικη κουζίνα, γεύσεις ανατολής αλλά και θαλασσινές νοστιμιές, κατευθυνθείτε στο Μόλυβο (Ι. Δραγούμη 31 κ Καποδιστρίου 1, τηλ.: 2310 555952) και για έθνικ, από Μεξικό μέχρι Λίβανο και από Ισπανία μέχρι Κίνα, στο αδελφάκι του, Μόλυβος Ethnic (Ι. Δραγούμη 8 και Παπαδοπούλου 2, τηλ. 2310 244614).

Δημιουργίες με θαλασσινά, παραδοσιακά πιάτα αλλά και ανατολίτικες γεύσεις θα δοκιμάσετε στον πανέμορφο χώρο του 1901 (Καντούνη 9, Λαδάδικα, τηλ.: 2310 553141), κρητική και ποντιακή κουζίνα στο εξαιρετικό Από Δυο Χωριά (Βύρωνος 7, Πλ. Ναυαρίνου, τηλ.: 2310 269204) και μεζέδες με ουζάκι στο πάντα κεφάτο Ούζου Μέλαθρον (Βενιζέλου 23, τηλ.: 2310 220043). Νοστιμότατη κουζίνα συνοδεία live ρεμπέτικων από ένα εξαιρετικό team μουσικών θα απολαύσετε στην Πριγκιπέσσα (Φιλικής Εταιρείας 5, τηλ.: 2310 273542).
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v