Ευαίσθητη και ρομαντική ”Πολωνέζα” στο Τέχνης

Μια μικρογραφία της ρωσικής κοινωνίας μετά την περεστρόικα σκιαγραφείται μέσα από το έργο ”Η Πολωνέζα του Ογκίνσκι” του Νικολάι Κολιάντα, που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης. Οι ανθρώπινες συγκρούσεις, το ζήτημα της διαφορετικότητας και η σκληρή όψη μιας χώρς που καταποντίζεται συνθέτουν ένα έξοχο δράμα, που πλαισιώνεται από αξιοσημείωτες ερμηνείες και καλή σκηνοθεσία.
Ευαίσθητη και ρομαντική ”Πολωνέζα” στο Τέχνης

της Δώρας Μαλανδρινού

Στη μετά την περεστρόικα Μόσχα μας μεταφέρει ”Η Πολωνέζα του Ογκίνσκι*” του Νικολάι Κολιάντα, έργο του οποίου ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο ιστορικό Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.

Έργο αντιπροσωπευτικό του ”νέου κύματος” της ρωσικής δραματουργίας, καθαρά πολιτικό, αποτυπώνει μια τοιχογραφία της ρωσικής κοινωνίας που καταποντίζεται μετά τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και βυθίζεται στη φτώχεια, τη μιζέρια, την πίκρα, την ήττα και το παράλογο.

Η Τάνια (Κάτια Γέρου), κόρη πρώην σοβιετικού πρέσβη, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι στη Μόσχα ύστερα από δεκαετή παραμονή στην Αμερική, όπου φαίνεται ότι είχε ξεπέσει στην πορνεία, φέρνοντας μαζί της μία τραβεστί, τον Ντέιβιντ (Παναγιώτης Παναγόπουλος). Ανθρώπινο ναυάγιο και ύστερα από νοσηλεία σε ψυχιατρείο, επιδιώκει να ξαναβρεί τα χρόνια της αθωότητας, να αρχίσει μια καινούργια ζωή, όπως λέει συνέχεια.

Το παλιό πατρικό διαμέρισμα όμως τελεί υπό κατάληψη. Οι παλιοί υπηρέτες (Γιώργος Γλάστρας, Γιάννης Ροζάκης, Δ. Καραβιώτης, Όλγα Δαμάνη) έχουν οικειοποιηθεί τον χώρο και ο ερχομός της τους αποσυντονίζει - φοβούνται ότι θα διεκδικήσει το παράνομο σπίτι ”τους”, γι’ αυτό και οργανώνουν σχέδια εξόντωσής της.

Από την άλλη εκείνη, ευαίσθητη και ρομαντική, δείχνει αδύναμη να αντιμετωπίσει την ψυχική και κοινωνική βία (δεν έχει συνειδητοποιήσει την πολιτική αλλαγή και τρέμει την Κα Γκε Μπε) και υποκύπτει παραδίδοντας τα πάντα στους ”εισβολείς” παρίες, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο Ντίμα, ο παιδικός έρωτας της Τάνιας (σήμερα είναι μονόφθαλμος, μέθυσος και ζει παρασιτικά). Έτσι, οι ελπίδες της διαψεύδονται και όχι μόνο δεν θα διεκδικήσει το σπίτι, αλλά τελικά θα εκδιωχθεί από αυτό.

Ο Κολιάντα, με την ιδιότυπη, ειρωνική και γεμάτη χιούμορ γραφή του, θα καταφέρει να αναμορφώσει τη δραματουργία του ”νέου κύματος”, που έχασε τη νεωτερικότητά του με το να καταγράφει απλώς την αθλιότητα που βίωνε η ρωσική κοινωνία, και να το αποκαθάρει από τον χαρακτηρισμό ”τσερνούχα”, δηλαδή μαυρίλα, κλαψούρα, μεμψιμοιρία.

Χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα τους γλωσσικούς κώδικες, διαγράφει με σαφήνεια τους χαρακτήρες των ηρώων του και συνθέτει μια σκληρή αλλά ανθρώπινη όψη της Ρωσίας μετά την περεστρόικα μέσα από ένα ταξίδι ήχων και εικόνων. Έτσι, η τάση επαιτείας του Ιβάν και η καυστική ειρωνεία του Σεργκέι δεν εκτρέπονται των ορίων του κυνισμού, δεν φθάνουν στη χυδαιότητα.

Η συνάντηση τόσο ετερόκλιτων ατόμων στον ίδιο χώρο, ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, δημιουργεί συγκρούσεις και εγείρει ερωτήματα γύρω από το ζήτημα αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου σε κάθε επίπεδο (ταξικό, εθνικό, επιθυμίες, σεξουαλικές επιλογές).

Στην ”Πολωνέζα του Ογκίνσκι” υπάρχει η αίσθηση ενός παλιού αρχοντικού υπό διάλυση (σαφείς οι αναφορές στον ”Βυσσινόκηπο” του Τσέχωφ αλλά και στο ”Λεωφορείον ο Πόθος” του Τενεσί Ουίλιαμς), όπου οι άνθρωποι συζούν πεινασμένοι, με πληγωμένη περηφάνια και χαμένες ελπίδες. Που παθιάζονται και τσακώνονται προσπαθώντας να αντιδράσουν στην ακινησία.

Στην αρχή της παράστασης προβάλλεται βίντεο με ιστορικά στοιχεία της εποχής (το υλικό προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του Στ. Κούλογλου), ενώ το σκηνικό λειτουργεί ως ”σημαίνον” και περιέχει το ύφος του χώρου (εκτός από τα έπιπλα, υπάρχουν ξεχασμένα φωτάκια από την Πρωτοχρονιά, μια γλάστρα με έναν φοίνικα -στα φύλλα του κρέμονται φωτογραφίες αστέρων του κινηματογράφου-, μια χήνα).

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται όλος ο χώρος της σκηνής.

Καλή η σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη, σε ένα ”δύσκολο” κείμενο, σύμφωνα με το πνεύμα του έργου τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα, ενώ ξεχώρισαν η Όλγα Δαμάνη στον ρόλο της Λουντμίλα και ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος στον ρόλο του Ντέιβιντ.

* Ο Κολιάντα άντλησε τον τίτλο του έργου από την πιο διάσημη πολωνέζα (εθνικός χορός των Πολωνών) του Μιχαήλ Ογκίνσκι, σε λα μινόρε, που λέγεται ”Αποχαιρετισμός στην πατρίδα”.

Η ταυτότητα της παράστασης

Η Πολωνέζα του Ογκίνσκι” του Νικολάι Κολιάντα

Μετάφραση: Λουΐζα Μητσάκου - Λεωνίδας Καρατζάς

Σκηνοθεσία; Νικαίτη Κοντούρη

Σκηνικά - κοστούμια: Γιώργος Πάτσας

Παίζουν

Τάνια: Κάτια Γέρου, Λουντμίλα: Όλγα Δαμάνη, Σεργκέι: Γιάννης Ροζάκης, Ιβάν: Δημήτρης Καραβιώτης, Ντίμα: Γιώργος Γλάστρας, Ντέιβιντ: Παναγιώτης Παπαδόπουλος.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v