Άγριος σπόρος: Νεοελληνικός ρεαλισμός στο Επί Κολωνώ

Τρεις φιγούρες της διπλανής παραλίας σ’ ένα έργο του Γιάννη Τσίρου που συγκινεί το κοινό και καταχειροκροτείται.
Άγριος σπόρος: Νεοελληνικός ρεαλισμός στο Επί Κολωνώ
της Ιωάννας Γκομούζα

Καλοκαίρι σε μια ελληνική αμμουδιά από αυτές που λατρεύουν όσοι λαχταρούν να ξεφύγουν από το χειμωνιάτικο κουστούμι μιας τακτοποιημένης καθημερινότητας. Εδώ έχει στήσει την αυτοσχέδια καντίνα-σουβλακερί του ο Σταύρος. Μεσόκοπος μεροκαματιάρης, χύμα και ατημέλητος, παλεύει να ζήσει με τα ψέματα απέναντι σε μιαν αλήθεια που διεκδικεί να τον αφανίσει. Κόντρα σ’ έναν κυκεώνα νόμων και σ’ ένα σύστημα που θρέφει το ρουσφέτι. Κόντρα στα πρόστιμα και τα χρέη που γίνονται Λερναία Ύδρα.

Παλεύει να κρατηθεί με ό,τι έχει: μια παράγκα στην αμμουδιά, μαγνήτη για τις μύγες, χωρίς άδεια και λειτουργική ταμειακή μηχανή. Με μπλούζα λιγδιασμένη θα σερβίρει και φέτα α λα… ροκφόρ και σουβλάκια με περίσσιο λιπάκι. Θα κεράσει όμως και ούζα και ζεϊμπέκικο το φρικιό-τουρίστα. Πλάι του συμπαραστάτης αλλά και κριτής η κόρη του Χαρούλα.

Όταν ένας νεαρός Γερμανός ταξιδιώτης εξαφανιστεί και καταφτάσουν ερευνητές από την Εσπερία, σε μια μέρα η θερινή ρουτίνα τους θα ανατραπεί. Τότε όλοι θα θυμηθούν ότι η καντίνα είναι αυθαίρετη, ότι η γεννήτρια «στέλνει» μέχρι και τα τζιτζίκια, ότι το χοιροστάσι του Σταύρου είναι θάλαμος βρωμερών αερίων και τα ζώα προς σφαγή ταράζουν με τα σκουξίματά τους Ολλανδούς παραθεριστές της διπλανής βίλας.



Παραφωνία στην ειδυλλιακή παραλία ο άξεστος καντινιέρης και σφαγέας, οπότε το σούσουρο εναντίον του και οι καλοθελητές πληροφοριοδότες, ντόπιοι και ξένοι, δεν θα λείψουν. Ούτε λόγος βέβαια για τις παρατυπίες που «κουβαλούν» οι τιμητές του. Οι υποψίες θα μείνουν τελικά μετέωρες, τίποτα όμως δεν θα είναι όπως πριν…

Ανεβάζοντας μετά από χρόνια ένα ελληνικό έργο, η Ομάδα Νάμα παραμένει πιστή στην πρόθεσή της «να υπηρετήσει ένα σύγχρονο και κοινωνικό θέατρο με αμεσότητα στο λόγο, στην έκφραση και στη θεματολογία του». Γιατί ο «Άγριος σπόρος» του Γιάννη Τσίρου, που την άνοιξη του 2014 «φύτεψε» και ο Τσέζαρις Γκραουζίνις με πρωταγωνιστή τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη στο Ακροπόλ, είναι ένα κείμενο πικρά κωμικό, λαϊκά άμεσο και ατόφια βγαλμένο από την νεοελληνική πραγματικότητα.



Ο συγγραφέας («Αξύριστα πηγούνια», «Αόρατη Όλγα», «Ελεύθερα ύδατα») τοποθετεί τους ήρωές του, τον καντινιέρη, την κόρη του και τον αστυνομικό που παίρνει τις καταθέσεις τους για την εξαφάνιση του νεαρού τουρίστα, σ’ ένα μεταίχμιο παρακμής. Σ’ ένα επαρχιακό τοπίο όπου η αγωνία της επιβίωσης δεν κοιτά νόμους και οικονομικές διατάξεις.

Πατώντας στην υπόθεση μιας αστυνομικής έρευνας καταθέτει ένα σύντομο σκίτσο της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Αναδεικνύει τις προκαταλήψεις απέναντι στον Άλλο, τον ξένο, τον περιθωριακό, αλλά και τα εθνικά στερεότυπα - για τον ρεμπεσκέ, απείθαρχο Έλληνα, τον προσκολλημένο στους τύπους, ορθολογιστή βορειοευρωπαίο - και μεταφέρει το… κλίμα της ευρωπαϊκής οικονομικής επιτήρησης σε μια παραλία.

«Σ’ αυτό το τοπίο οι κατηγορούμενοι δεν κατανοούν ποτέ με ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους κατηγορούνται» σημειώνει ο συγγραφέας. «Η απολογία τους είναι πάντα αδύναμη, γιατί το κατηγορητήριο βασίζεται πάντα σε μισές αλήθειες. Αλλά όταν η μισή αλήθεια συμπληρώνεται από προκατάληψη είναι αρκετή για καταδίκη».



Δομημένο με μια γρήγορη διαδοχή σκηνών και γλώσσα καθημερινή, το συγγραφικό υλικό υπέδειξε στην Ελένη Σκότη τον δρόμο μιας ρεαλιστικής σκηνοθεσίας που αφήνει το χιούμορ, τα κωμικά στοιχεία και τις κορυφώσεις των ερμηνευτών να λειτουργήσουν ανακουφιστικά για το κοινό.

Πολύτιμος συνοδοιπόρος στο αποτέλεσμα στάθηκε και η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι συνεργάτες της. Το αφαιρετικό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου χτίστηκε πάνω σε μια τοιχογραφία-φόντο ρεματιάς, σαν κι αυτό που θα περίμενες ν’ αγκαλιάζει μια ελεύθερη παραλία. Από το ταμπλό αυτής της μολυβένιας ζωγραφιάς ανοίγει το παράθυρο-εσωτερικό της καντίνας και μπροστά της ξεδιπλώνονται οι διάλογοι.

Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου απέδωσαν τον σκηνικό χρόνο μέσα στην εξέλιξη της μέρας και υποβοήθησαν τη δημιουργία μιας αίσθησης αναπόλησης (ίσως και ανακριτικής διαδικασίας;) κατά την εξέταση του Σταύρου και της Χαρούλας από τον αστυνομικό.

Η μουσική του Στέλιου Γιαννουλάκη σήμανε τις αλλαγές των σκηνών, με τον λυγμό της γκάιντας και τα ηλεκτρικοακουστικά ηχοτοπία να επιτείνουν την ανησυχαστική ατμόσφαιρα και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων.



Ο Ηλίας Βαλάσης αποδεικνύεται εξαιρετικός στο χαρακτήρα του επαρχιώτη αστυνομικού και καταλήγει αυτοκριτικά να συλλογίζεται για τις ευθύνες εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Η Ντάνυ Γιαννακοπούλου ως Χαρούλα υπομένει στωικά και με στοργή για τον πατέρα της μια ζωή μες την τσίκνα.

Ο Τάκης Σπυριδάκης ως λούμπεν καντινιέρης, «καταδικασμένος ερήμην στα κάρβουνα», βρίσκεται σ’ ένα ρόλο που θα μπορούσε ακόμα και να έχει γραφτεί γι’ αυτόν. Με μαλλιά αχτένιστα και ξεκούμπωτο χαβανέζικο πουκάμισο, υποστηρίζει θερμά με τον λόγο, την κινησιολογία και βλέμμα άλλοτε θολό κι άλλοτε αγανακτισμένο τις μεταπτώσεις του Σταύρου. Από τον ωχαδερφισμό του φτωχοδιαβόλου και την οργή για τη στοχοποίησή του, στην ταπείνωση του ρημαγμένου και στην επιμονή ενός «Άγριου σπόρου» να βλασταίνει ακόμα και στα πιο άξενα τοπία.

«Αντέχουμε… Μια ακρογιαλιά είναι η χώρα… Παντού φυτρώνουμε» φωνάζει με πείσμα στην αυλαία ξεσηκώνοντας τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες ενός κοινού που σήμερα, μετά από τις διαρκείς σφαλιάρες και έξωθεν νουθεσίες, δείχνει να έχει ανάγκη αυτή την απενοχοποιημένη παραδοχή ως κάθαρση.

Θέατρο Επί Κολωνώ
Ναυπλίου 12, Κολωνός, τηλ.: 210 513 8067

έως τέλος Μαρτίου 2016

Κάθε Σάββατο στις 18:00, Κυριακή στις 21:30, Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: 16,00€
Φοιτητικό/Ανέργων: Σάββατο-Κυριακή 12,00€
Φοιτητικό/Ανέργων: Δευτέρα - Τρίτη 10,00€

Διάρκεια: 100’

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v