Ο Μπομπ Γουίλσον στήνει μια καλά συγχρονισμένη και άρτια αισθητικά παράσταση, από την οποία όμως λείπει το συναίσθημα. Τα πιτσιρίκια σας θα ενθουσιαστούν, για εσάς... δεν παίρνουμε όρκο.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
Το ελληνικό δημόσιο δαπάνησε κοντά ένα εκατομμύριο ευρώ για την Οδύσσεια του Μπομπ Γουίλσον. Οι αντιπαραθέσεις που έχουν ξεσπάσει για τη νομιμότητα της «σπατάλης» του Εθνικού Θεάτρου σε εποχή σκληρής λιτότητας δεν έχουν θέση στην καθ’εαυτή κριτική της υπερπαραγωγής. Ο Γουίλσον παράγει ή αναπαράγει θεατρικά γεγονότα διεθνώς. Ασταμάτητα. Και η κρίση οιασδήποτε χώρας, είναι παραπάνω από προφανές στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, δεν μπορεί να αγγίξει στο ελάχιστο τον σκηνικό προβληματισμό του, δεν είναι σε θέση να διαταράξει τη μασίφ αισθητική του. Δεν χρειαζόταν άλλωστε.
Τι συμβαίνει όμως με αυτό καθ’εαυτό το σκηνικό γεγονός, που έχει εισπράξει σχεδόν αποκλειστικά τη σκληρή αποδοκιμασία των κριτικών, ενώ συχνά άνθρωποι της θεατρικής τέχνης, δεν το κρύβουν, αποχωρούν στα μισά, δράττοντας της ευκαιρίας του διαλείμματος. Ο Γουίλσον έχει τελειοποιήσει μια «μηχανή». Είναι η μέθοδός του. Και είναι αναγνωρίσιμη σαν σφραγίδα. Την εφαρμόζει, χωρίς παρεκκλίσεις, είτε δουλεύει Μπέκετ, είτε έχει να κάνει με Μπρεχτ, είτε επεξεργάζεται τον Όμηρο. Διαβάζοντας ένα έργο αυτομάτως το μετατρέπει σε εικόνες. Με άλλα λόγια, ξεκλειδώνει τα κείμενα μέσα από μία γλώσσα οπτική, εικονοποιώντας διαλόγους, παύσεις, σιωπές.
Το συναίσθημα είναι εξοβελισμένο από το θεατρικό σύμπαν του. Στυλιζαρισμένοι, σαν ρομπότ, οι ηθοποιοί καλούνται να συγχρονίζονται στο κλάσμα του δευτερολέπτου μεταξύ τους, με τον ήχο και με τα φώτα. Η σκηνική παρτιτούρα που στήνει ο Τεξανός δημιουργός είναι ακριβείας και δημιουργεί τέλειο αισθητικά αποτέλεσμα. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στην «Οδύσσειά» του. Το πρόβλημα της παράστασης είναι άλλο. Η τέλεια σκηνική παρτιτούρα που συνέθεσε δεν παραπέμπει σε έπος, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε καρτούν και σε εύπεπτο κλασικό εικονογραφημένο.
Είναι ακατανόητο γιατί επέλεξε να τραβήξει την αφήγηση από τα μαλλιά κάνοντάς τη μπουφόνικη… παρωδία –ούτε καν κωμωδία. Ευκολία; Από μια διάθεση περιπαικτική; Εξίσου ακατανόητο είναι το γιατί ο Οδυσσέας του, που ατυχεί ενσαρκωμένος από τον ολίγιστο Σταύρο Ζαλμά, αποδίδεται σαν μία καρικατούρα. Ευτυχώς που γνωρίζουμε το έπος. Διαφορετικά θα τελούσαμε υπό σύγχυση για την ταυτότητα και την αξία του πρωτοτύπου. Τόσο φαιδρή κι ανόητη είναι η «Οδύσσεια» στην απόδοση του Γουίλσον. Η απλοϊκότητα και η φαιδρότητά της την κάνουν αγαπητή στο παιδικό κοινό. Η παράσταση είναι μια ήττα και για το Εθνικό Θέατρο αλλά και για τον ίδιο τον Γουίλσον. Ένα αδειανό πουκάμισο.
Θα ήθελα να κρατήσω όμως από αυτή την περιπέτεια, που απαντάει στο ερώτημα που θέτει το Εθνικό Θέατρο «Τι είναι πατρίδα;» (σκεφτείτε, ήρθε ο Γουίλσον να μας διδάξει πώς ανεβαίνει η Οδύσσεια και φιλοτέχνησε ένα κάκιστο κόμικ) μια ερμηνεία. Η Λυδία Κονιόρδου αποκαλύπτει ότι είναι το τέλειο «εργαλείο». Μέσα στον φορμαλιστικό κορσέ του Γουίλσον πραγματοποιεί ερμηνεία.
Η ταυτότητα της παράστασης Σύλληψη, Σκηνοθεσία, Σχεδιασμός σκηνικού, Σχεδιασμός φωτισμών: Robert Wilson Κείμενο: Simon Armitage Δραματουργία: Wolfgang Wiens Συνεργάτες σκηνοθέτες: Ann-Christin Rommen / Tilman Hecker Σχεδιασμός κοστουμιών: Yashi Tabassomi Συνεργάτης – Σχεδιασμός σκηνικού: Stephanie Engeln Μουσική επίβλεψη: Hal Willner Συνεργάτης σχεδιαστής φωτισμών: Scott Bolman