Λιγότερο ”Ελληνικό”, περισσότερο... ”Φεστιβάλ”!

Με νέο προσανατολισμό, νέο κοινό, νέους χώρους και νέο διευθυντή -στον οποίο πρέπει να αποδωθούν τα εύσημα της ανανέωσης και της επιτυχίας- το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου έκλεισε την αυλαία αφήνοντάς μας με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Δύο εβδομάδες μετά τη λήξη του Φεστιβάλ που έγινε το νέο σημείο αναφοράς της πόλης, αναβιώνουμε το εορταστικό κλίμα, θυμόμαστε στιγμές και παραστάσεις και κάνουμε τον απολογισμό του σημαντικότερου καλλιτεχνικού γεγονότος της χρονιάς.
Λιγότερο ”Ελληνικό”, περισσότερο... ”Φεστιβάλ”!

της Δώρας Μαλανδρινού

Ενώ συμπληρώνονται μόλις δύο εβδομάδες από τότε που έπεσε η αυλαία των Επιδαυρίων και του Φεστιβάλ Αθηνών, καθώς κατηφόριζα την Πειραιώς με αυτοκίνητο συνέλαβα τον εαυτό μου να ψάχνει το ακριβές σημείο όπου βρίσκεται το Σχολείον και πού στρίβεις για το θέατρο της Πειραιώς 260. Αίφνης συνειδητοποίησα ότι η συγκεκριμένη περιοχή είχε αποκτήσει νόημα και είχε γίνει σημείο αναφοράς - το ίδιο φαντάζομαι κάνουν και όσοι είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τη συγκίνηση και τις δυνατές εμπειρίες που προσέφερε ο ημιθανής θεσμός που αναστήθηκε εκ της τέφρας του.

Μολονότι ασκήθηκε αρνητική κριτική από διάφορες πλευρές (φευ, η γκρίνια είναι μέσα στο αίμα μας), τελικά, αν κάποιος είναι καλοπροαίρετος και ανοιχτός, μόνο ευγνωμοσύνη θα μπορούσε να νιώθει καθώς και να απονείμει τα εύσημα στον κ. Γιώργο Λούκο για την εξαιρετική προσπάθεια ανανέωσης του Ελληνικού Φεστιβάλ φέτος. Με τολμηρές ρήξεις και ”άλλη” ματιά κατάφερε να δώσει νέα πνοή δημιουργώντας ευοίωνο ορίζοντα για το μέλλον του θεσμού.

Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς. Αέρας ανανέωσης έπνευσε παντού, σαρώνοντας σκουριασμένες νοοτροπίες, αγκυλώσεις, καθηλώσεις, και δημιούργησε μια νέα δυναμική ανεβάζοντας τον ενθουσιασμό και το ενδιαφέρον του κοινού, αλλά και του καλλιτεχνικού κόσμου. Αποτέλεσμα, η πληρότητα των θεάτρων να αγγίξει το 90%!

Η διάρκεια του φεστιβάλ συμπυκνώθηκε σε δύο από πέντε μήνες, ενώ για πρώτη φορά ανοίχτηκε σε άλλους, εναλλακτικούς χώρους - παλιά εργοστάσια (το θέατρο της Πειραιώς 260, 600 θέσεων, το οποίο διαμορφώθηκε με έξοδα από τον προϋπολογισμό του φεστιβάλ, και το Σχολείον ήταν πραγματική αποκάλυψη), πραγματοποιώντας παραστάσεις εκτός από το Ηρώδειο στο θέατρο του Λυκαβηττού, στο Μέγαρο Μουσικής, στο θέατρο Κοτοπούλη - Ρεξ, στην ”Πόρτα” της Ξένιας Καλογεροπούλου, στο Μουσείο Μπενάκη, στις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου του Φαλήρου.

Έτσι, ”διέτρεξε” μεγάλο μέρος της πόλης, προσδίδοντας γιορταστικό χαρακτήρα και μια κινητικότητα άλλης μορφής σε γωνιές που οι κάτοικοί της δεν είχαν άλλους λόγους για να τις επισκεφθούν κατακαλόκαιρο. Με όχημα την παράσταση, λοιπόν, ”ταξίδευαν” μέχρις εκεί και έδιναν ζωντάνια στην περιοχή σε ώρες που κανονικά θα ήταν έρημη και σιωπηλή. Οι συναυλίες δε τζαζ, μπλουζ και ρεμπέτικου που δόθηκαν στο after club (σημειωτέον με πολύ προσιτή τιμή) στο θέατρο της Πειραιώς 260 επέκτειναν αυτό τον χρόνο και έκαναν τις νύχτες του φεστιβάλ ενδιαφέρουσες και ευχάριστες.

Η επιλογή των εκδηλώσεων και των σχημάτων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν χαρακτηρίστηκε από εξωστρέφεια και πλουραλισμό, ώστε να εκπροσωπηθεί ευρεία γκάμα από τις τάσεις και τα νέα ρεύματα που αναπτύσσονται διεθνώς στη μουσική, το θέατρο και τον χορό, με στόχο να προκληθεί γόνιμος καλλιτεχνικός διάλογος, αλλά και κοινωνικό άνοιγμα στο ”Άλλο”, στον ”Ξένο”, που ήταν και ο κεντρικός θεματικός άξονας του φετινού φεστιβάλ.

Όσοι ήταν στην Αθήνα, λοιπόν, Ιούνιο και Ιούλιο είχαν τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουν σχήματα και παραστάσεις που διαφορετικά για να τα δουν θα έπρεπε να επισκεφθούν τις πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Και το σπουδαιότερο, με πολύ προσιτό εισιτήριο.

Έτσι, οι θεατές απέκτησαν πρωτόγνωρες εμπειρίες ταξιδεύοντας με το εμβληματικό και συγκινητικό ”Τελευταίο Καραβανσαράι” από το Θέατρο του Ήλιου της Αριάν Μνουσκίν (από τις sold out παραστάσεις - δεν θα ξεχάσω ποτέ μία κυρία που δεν είχε εισιτήριο και παρακαλούσε να δει έστω και για λίγο την παράσταση), είδαν να ξαναγράφεται η ”Νόρα” του Ίψεν από τη Σαουμπίνε του Βερολίνου, ήρθαν σε επαφή με νέους θεατρικούς κώδικες και γλώσσες μέσα από τους εκπληκτικούς La Fura dels Baus και το Wooster Group του Ρίτσαρντ Σέχνερ, γνώρισαν το Εθνικό Δραματικό Κέντρο της Νορμανδίας και την ομάδα 41751 του Αρτίρ Νοζισιέλ, είδαν τους εκπληκτικούς ”Παλαδίνους” του Ραμό, απόλαυσαν την Νταϊάνα Κρολ, τον Σόλομον Μπερκ και τη Λάιζα Μινέλι.

Είναι άξιο προσοχής δε, το ότι ιδιαίτερη θέση στο φετινό πρόγραμμα κατείχαν ο χορός και οι νέοι Ευρωπαίοι χορογράφοι. Παραστάσεις που προκάλεσαν αίσθηση, τα ”Σώματα” από τη Σάσα Βαλτς, ”Ή το πηγάδι ήταν βαθύ ή εκείνοι έπεφταν πολύ αργά γιατί είχαν το χρόνο να κοιτάζουν ολόγυρα” του Κριστιάν Ριζό, ”Push” από τη Σιλβί Γκιλέμ και τον Ράσελ Μάλιφαντ, ”Καφέ Μύλερ” από το Χοροθέατρο του Βούπερταλ της Πίνα Μπάους (sold out και οι δύο).

Εξίσου σημαντικό μέρος κατέλαβε και η μουσική. Να σημειώσουμε τα αφιερώματα στα κινηματογραφικά του Μάνου Χατζηδάκι και στη Σοφία Βέμπο, τους Ήχους του κόσμου στο Σχολείον, τις συναυλίες της ελληνικής εναλλακτικής σκηνής στο Λυκαβηττό, τις παραστάσεις-ανθολόγια του Μουσικού Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο (ξεχώρισαν τα Χορικά ’06 - Αιώνια θητεία στο κάλλος από την ομάδα Σπείρα Σπείρα του Σταμάτη Κραουνάκη και οι Θρήνοι Γυναικών - Ηρωίδες του Σοφοκλή σε μουσική Νίκου Ξυδάκη). Από την άλλη, η συμμετοχή μεγάλων μουσικών συνόλων όπως η Ορχήστρα της Βιέννης και η Ορχήστρα της Komische Oper του Βερολίνου δεν στέφτηκε με επιτυχία, και αυτό είναι ζήτημα προς εξέταση.

Από ελληνικής πλευράς, οι επιλογές χαρακτηρίστηκαν επίσης από πλουραλισμό και πολυφωνία, προτάχθηκαν ωστόσο οι ”αιρετικοί” και ”ανατρεπτικοί” έναντι των ”κλασικιζόντων” και ”καθιερωμένων” και αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε γκρίνια, ιδίως όσον αφορά στις συμμετοχές στα Επιδαύρια.

Είναι αλήθεια ότι η ανανέωση του θεσμού, ο οποίος έχει συνδεθεί άρρηκτα με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, είναι ίσως το πιο δύσκολο και ακανθώδες ζήτημα για τον κ. Γιώργο Λούκο και το Ελληνικό Φεστιβάλ, αλλά και ο τομέας που σηκώνει την πιο αυστηρή κριτική, αφού η ιστορία του χώρου έτσι κι αλλιώς είναι ”βαριά”.

Είναι δεδομένο λοιπόν ότι θα εγείρονται αντιδράσεις σε κάθε καινοτομία που ξεπερνάει τα ειωθότα και θα ακούγονται ενστάσεις του τύπου ”θα πατήσουν οι Τούρκοι τη θυμέλη, θα ακουστεί η τουρκική ή άλλη γλώσσα μέσα στο ιερό μας μνημείο, είναι δυνατόν τραγωδία αλά μουσική συναυλία και άλλα παρόμοια”. Βέβαια, η διάψευση ήρθε και έβαλε τα πράγματα στη... θέση τους. Τη θυμέλη δεν μας την πάτησαν οι Τούρκοι, αλλά οι Ολλανδοί του Veenfabriek, δηλαδή όχι μόνο την πάτησαν, αλλά χοροπηδούσαν ανηλεώς πάνω της. Προς το τέλος δε, ο αγγελιαφόρος έβαλε ένα ψηλό σκαμπό πάνω της, άναψε τσιγάρο και άρχισε να διηγείται τα όσα συνέβησαν στο πεδίο της μάχης.

Από την άλλη, είναι αλήθεια, οι παραστάσεις που χαρακτηρίστηκαν τολμηρές, πειραματικές, ανατρεπτικές, αν και δύο από αυτές αποτέλεσαν σπουδαία εισπρακτική επιτυχία (οι ”Πέρσες” κατά Λυδία Κονιόρδου και η ”Αντιγόνη” του Λευτέρη Βογιατζή), δεν έφεραν αυτό που αναμενόταν. Οι ”Πέρσες” κατά Θ. Τερζόπουλο κινήθηκαν στη γνωστή γραμμή του σκηνοθέτη, με μεμονωμένα, ενδιαφέροντα όμως στοιχεία, η εκδοχή της Λυδίας Κονιόρδου ήταν απογοητευτική, ενώ οι ”Ικέτιδες” σε σκηνοθεσία των Μιχαήλ Μαρμαρινού και Πολ Κουκ είναι η μόνη παράσταση που μας ξένισε για τον χώρο - και αυτό το λέμε χωρίς να έχουμε αγκυλώσεις.

Μόνο η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή προσέγγισε τις προσδοκίες, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη πρόταση, αλλά και αυτή είχε αρκετές αδυναμίες και αυτό αποτυπώθηκε στο χειροκρότημα των θεατών που κατέκλυσαν το αρχαίο αργολικό θέατρο (δεν έχουμε ξαναδεί τόσο κόσμο στην Επίδαυρο).

Από τις άλλες παραστάσεις να σημειώσουμε την ”Τέλεια στρατηγική” του Μαριβό σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου, τον ”Φιλόσοφο” της Ρούλας Πατεράκη, τους υπέροχους ”Σφήκες” από το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, την ”Ηλέκτρα” του Σοφοκλή από το Θέατρο Δωματίου σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου, το ”Other side” του Ντέιαν Ντουκόφσκι από το Θέατρο 9 και κάτι.

Ένα ακόμη -πολύ σημαντικό- στοιχείο που καταγράφεται στα συν του φετινού εγχειρήματος είναι η αλλαγή της κοινωνικής και ηλικιακής διαστρωμάτωσης του κοινού του φεστιβάλ, αφού λόγω των συγκεκριμένων καλλιτεχνικών επιλογών και της αισθητής μείωσης της τιμής των εισιτηρίων έπαψε να θεωρείται ”κοσμικό γεγονός”, και προσέλκυσε νέους (κυρίως στους εναλλακτικούς χώρους), μετανάστες (στους Ήχους του Κόσμου στο Σχολείον) και παιδιά (προβλέφθηκαν παραστάσεις και γι’ αυτά στην ”Πόρτα” της Ξένιας Καλογεροπούλου).

Εξάλλου, μια πρόσθετη διάσταση της καινούργιας φυσιογνωμίας του φεστιβάλ ήταν το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των καλλιτεχνών, το οποίο αποτυπώθηκε στο Εργαστήριο που διοργανώθηκε με θέμα το προσωπείο και τη συμμετοχή σπουδαίων δασκάλων από την Ευρώπη και την Ασία (Francois Lecoq, Abel Solares, Claudio de Maglio, Margaret Coldiron, Anne-Lise Gabold) καθώς και στη μετάκληση της Σχολής της Όπερας του Πεκίνου.

Ο απολογισμός είναι κάτι παραπάνω από θετικός. Για πρώτη φορά αντιληφθήκαμε ότι το φεστιβάλ δεν είναι απλώς ένα σύνολο εκδηλώσεων, αλλά μπορεί να γίνει πεδίο επικοινωνίας και διαπολιτισμικών συναντήσεων που θα μπολιάσουν την εγχώρια καλλιτεχνική δημιουργία με νέες προτάσεις. Για πρώτη φορά πήραμε ένα μικρό δείγμα του πώς ένας καλλιτεχνικός θεσμός θα μπορούσε να συνδεθεί με την πόλη. Νιώσαμε ότι ο πολιτισμός είναι κινητική συμπεριφορά και ότι προϋποθέτει τη συμμετοχή. Και όλα αυτά βέβαια πιστώνονται στον κ. Γιώργο Λούκο, ο οποίος ελπίζουμε ότι θα συνεχίσει ακόμα πιο δυναμικά το έργο που ξεκίνησε.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v