The Danish Girl: Το… μελόδραμα των Όσκαρ

Ο υποψήφιος για Όσκαρ Έντι Ρεντμέιν υποδύεται την πρώτη τρανσέξουαλ γυναίκα σε μια πραγματική ιστορία που όμως καταντά επιφανειακό μελόδραμα.
The Danish Girl: Το… μελόδραμα των Όσκαρ
του Λουκά Τσουκνίδα

Στα επικείμενα πολυσυζητημένα Όσκαρ, σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει το “βιογραφικής αφετηρίας” μελόδραμα του Τομ Χούπερ, “The Danish Girl”, λόγω, κυρίως, των ερμηνειών του Έντι Ρεντμέιν και της Αλίσια Βικάντερ. Πέρα όμως απ' αυτό, αλλά και απ' το ευαίσθητο θέμα το οποίο πραγματεύεται (ή εκμεταλλεύεται), η ταινία του Χούπερ είναι στην ουσία η ωραιοποιημένη εκδοχή μιας εμπειρίας που δε μπορεί παρά να ήταν δυσβάσταχτη, επίπονη και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη από κάθε σκοπιά, ακόμη και με σημερινούς όρους. Το αποτέλεσμα είναι μία “άρλεκιν” εκδοχή μιας στιγμής στην ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου η οποία, αν παραβλέψουμε τα της οθόνης, δείχνει κάθε άλλο παρά εύπεπτη και αυτονόητη.

Η υπόθεση

Ο δανός ζωγράφος Άιναρ Βέγκενερ ζει με τη σύζυγό του και συνάδελφο Γκέρντα, βλέποντας τη φήμη του να μεγαλώνει καθώς εκείνη παλεύει να καθιερωθεί. Η κοινή ζωή τους βασίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση και σε μια δυνατή αγάπη, παίρνει όμως εντελώς άλλη τροπή, όταν ο Άιναρ ανακαλύπτει ότι δεν είναι ο άνθρωπος που κι οι δυο τους πίστευαν μέχρι αυτή τη στιγμή...



Η κριτική

Ο βασικός χαρακτήρας του “The Danish Girl”, Άιναρ Βέγκενερ, είναι ένας νεαρός ανερχόμενος ζωγράφος, παντρεμένος από τα 22 του με μια συνάδελφό του, τη γλυκύτατη, επίσης ανερχόμενη, Γκέρντα Γκότλιμπ. Στην πορεία του κοινού τους βίου, συζυγικού και δημιουργικού, ο Άιναρ ανακαλύπτει (ή αποδέχεται) ότι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός δεν είναι εκείνος που μαρτυρά η σχέση του με τη Γκέρντα. Είναι ομοφυλόφιλος και κάτι πρέπει να αλλάξει στη ζωή του. Καθώς ποζάρει για τα γυναικεία πορτραίτα της συμβίας του, ο Άιναρ προσομοιώνεται τη θηλυκότητα που του λείπει χτίζοντας σταδιακά μια νέα ταυτότητα, εκείνη της Λίλι Έλμπε. Παραδόξως, η Γκέρντα επιλέγει να μείνει δίπλα του και να τον στηρίξει στις δύσκολες επιλογές του.

Η ταινία του Χούπερ είναι βασισμένη, όχι στην πραγματική ιστορία του ιδιότυπου ζευγαριού καλλιτεχνών απ' τη Δανία των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά σε ένα μπεστ-σέλερ που αντλεί από όσα σκόρπια γνωρίζουμε για αυτούς, για να φτάσει σε μια πιο εύπεπτη, μελοδραματική εκδοχή της τραγικής κατάληξης της περιπέτειας της Λίλι Έλμπε, ενός από τους πρώτους ανθρώπους που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Η σεναριογράφος του Χούπερ αναδιασκευάζει τη διασκευή, αποκαθιστώντας κάποια βιογραφικά στοιχεία που είχαν “αμερικανοποιηθεί” στο βιβλίο, κρατώντας, απ' ό,τι φαίνεται, τους χαμηλούς τόνους όσον αφορά τα πιο επώδυνα σημεία της ιστορίας και τους υψηλούς όσον αφορά στα πιο... συναισθηματικά.

Με λίγα λόγια, η μεταμόρφωση του Άιναρ σε Λίλι, παρουσιάζεται εδώ ως μία απλή υπόθεση εσωτερικής πάλης μεταξύ των δύο (αντικρουόμενων;) προσωπικοτήτων του πρωταγωνιστή, την οποία οι άνθρωποι γύρω του παρακολουθούν με δέος, κατανόηση, αποδοκιμασία ή συγκατάβαση. Πιο συχνά δε, δεν ασχολούνται καθόλου και η ζωή συνεχίζεται...

Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Άιναρ δε συναντά κανένα εμπόδιο και καμία σοβαρή ανηφοριά πριν πάρει τον κατήφορο προς το να γίνει πειραματόζωο (γιατί περί αυτού πρόκειται) σε μια γερμανική κλινική. Από ανερχόμενος τοπιογράφος, όνομα πασίγνωστο στους χώρους εντός και πέριξ των τεχνών, γίνεται εν μία νυκτί ανώνυμος, ένας άνδρας που παριστάνει την ξαδέρφη του απ' το χωριό(!) και όλοι το χάφτουν ή το αντιπαρέρχονται. Στον ίδιο τόνο, η τεράστιου ρίσκου απόφασή του να αποπειραθεί να αλλάξει φύλο, μοιάζει σαν κοριτσίστικο καπρίτσιο μπροστά στο δράμα της απόρριψης από τον παιδικό του έρωτα ή την αδυναμία του να ανταποδώσει την ανιδιοτελή αγάπη της Γκέρντα, η οποία, λίγο πολύ, παρουσιάζεται ως άγγελος επί Γης.

Προφανώς, μ' αυτήν είναι που καλούμαστε κι εμείς ως θεατές να “ταυτιστούμε”, να συμπάσχουμε με το δικό της μαρτύριο που, σε αντίθεση με της Λίλι, έχει μόνο συναισθηματικό κόστος και καμία πραγματική οδύνη, κανένα πραγματικό διακύβευμα. Βάζοντάς μας λοιπόν στη θέση του “καλού Σαμαρείτη”, οι δημιουργοί μας αποτρέπουν, ουσιαστικά, απ' το να αντιληφθούμε τι είναι εκείνο που βιώνει ο ήρωας της ιστορίας, ο οποίος καταλήγει να είναι ένας σωρός από μελοδραματικά κλισέ, τσαχπίνικες μιμήσεις και φουλάρια που τα παίρνει ο φθινοπωρινός αέρας.

Όσο για τις ερμηνείες, η Αλίσια Βικάντερ είναι εκείνη που υπερβαίνει τελικά τους περιορισμούς του χαρακτήρα της και καταφέρνει αυτό στο οποίο αποσκοπεί το σενάριο, να έρθουμε κοντά της και να “μπούμε στα παπούτσια της”. Σιγά το δύσκολο, θα μου πείτε. Δύσκολο θα ήταν να έρθουμε κοντά στον Άιναρ και τη Λίλι, τους οποίους ο Έντι Ρεντμέιν πασχίζει να αποδώσει όσο γίνεται πιο σφαιρικά, κόντρα σε ένα σενάριο που εξαντλείται σε πόζες και αδιάκοπες εναλλαγές “πολύ καλών” και “πολύ κακών” στιγμών. Ακόμη και την κρίσιμη περίοδο ανάμεσα στις μοιραίες εγχειρήσεις, εμείς βλέπουμε τη Λίλι να θριαμβεύει ως πωλήτρια αρωμάτων δίπλα στις, λιγότερο ενθουσιώδεις με τον “έμφυλο” χαρακτήρα της δουλειάς τους, συναδέλφους της. Τελικά, τον ηθοποιό “κρεμάει” ο ρόλος και το μόνο που μένει είναι το χαριτωμένο του χαμόγελο που καταντά καρικατούρα.

Το “The Danish Girl” είναι ένα καλοστημένο μα εντελώς επιφανειακό μελόδραμα, που αποφεύγει το θέμα του και υποβαθμίζει σε τύπους τους χαρακτήρες που - υποτίθεται ότι - σκιαγραφεί.

Βγαίνουν ακόμη:
Το συμπαθητικό, αλλά αφόρητα στερεοτυπικό αθλητικό δράμα “Creed”, η υπερφίαλη σάτιρα “The Brand New Testament”, το καλοφτιαγμένο μα εξαιρετικά δυσνόητο θρίλερ μυστηρίου του Γιώργου Ζώη “Interruption” (δημόσια παράκληση: μπορούμε να καταλήξουμε κάποτε ότι “σινεφίλ” δεν είναι κατηγορία ταινίας;), το επίκαιρο μεταναστευτικό δράμα “Mediterranea”, η ταινία τρόμου “The Boy” και οι ταινίες κινουμένων σχεδίων “Alvin and tha Chipmunks: The Road Chip” και “Barbie: Spy Squad”.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v