Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών: Στα χνάρια της «Φόνισσας»

Ο Κύπριος συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης βρίσκει ένα εξαιρετικό εύρημα διακειμενικότητας για να βασίσει την αστυνομική του πλοκή, αλλά δεν καταφέρνει να συγκινήσει με το ύφος του, χάνοντας το παιχνίδι κάπου μεταξύ… του Παπαδιαμάντη και του Ντοστογιέφσκι.
Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών: Στα χνάρια της «Φόνισσας»
Ο Κύπριος συγγραφέας γράφει ένα έργο, όπου η αστυνομική δράση συνδυάζεται με το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα. Η πρώτη στηρίζεται σε απανωτούς στραγγαλισμούς εφήβων κοριτσιών που έρχονται να αφήσουν τα ίχνη τους στην Αθήνα. Πρόκειται για στραγγαλισμούς αναίτιους, ανεξήγητους, χωρίς εμφανείς ενδείξεις, παρά μόνο τη βεβαιότητα ότι ο δράστης έπνιγε τα θύματά του βάζοντας την παλάμη του μέσα στο φάρυγγά τους.

Κι εκεί έρχεται η αφήγηση να διχαστεί κατά βάση σε δύο παράλληλες, εναλλάξ, αφηγήσεις: αυτήν της αστυνόμου Αλεξάνδρας Χατζή, που καλείται να διερευνήσει τους συνεχόμενους φόνους των κοριτσιών, και αυτήν του Παύλου Μαρίνου, που κινείται στο πανεπιστημιακό περιβάλλον και έχει μελετήσει μεταξύ άλλων τον Παπαδιαμάντη και τον Ντοστογιέφσκι.

Το μυθιστόρημα, βέβαια, του Μαργαρίτη προσπαθεί να συζεύξει τις δύο γραμμές λόγου χρησιμοποιώντας πιο πολύ τα κλασικά μονοπάτια του ρεαλιστικού, του στρωτού, του σχεδόν παραδοσιακού τρόπου γραφής. Οι δύο αφηγήσεις συνενώνονται, η αστυνομική δράση παίρνει την πρωτοκαθεδρία και ο αναγνώστης πείθεται ότι θα διαβάσει για την εξιχνίαση των εγκλημάτων… με έναν παράξενο τρόπο έρευνας.

Γι’ αυτό, η διακειμενική ανάγνωση του έργου υποβάλλεται με διάφορους τρόπους. Κατ’ αρχάς, λειτουργεί η παραπομπή του τίτλου στον δεύτερο τόμο από το έργο του Προυστ Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών” κι ακόμα περισσότερο ο Μαργαρίτης γράφει ένα “έργο-παράσιτο”, ας μου επιτραπεί ο όρος (κι ας ακούσω από κάποιον πιο αρμόδιο αν υπάρχει άλλος), αφού η όλη του σύλληψη στηρίζεται σε μια ρητή αναλογία με τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη. Ο αφανής δολοφόνος, ντυμένος γυναίκα με μαύρα ρούχα, σκοτώνει κορίτσια “καρυδοπνίγοντάς” τα, στήνοντας στην ουσία μια δραματική τελετουργία στα χνάρια της Φραγκογιαννούς.

Η γλώσσα του τριαντάχρονου πεζογράφου είναι πολύ άχρωμη και μόνο ο θυμοσοφικός και ενίοτε στοχαστικός πάνω στη ζωή τόνος προσπαθεί να κάνει τη διαφορά. Νομίζω, όμως, ότι δεν το πετυχαίνει, δεν καταφέρνει δηλαδή να δώσει συγγραφικό στίγμα με ένα δικό του ύφος που να τον χαρακτηρίζει, αφού ακόμα και η απόπειρα να διαφοροποιήσει τη χροιά στην οπτική γωνία της αστυνόμου και του Παύλου αυτοσυγκρατείται σε ελαφριές αποχρώσεις. Κι έτσι η όλη αφήγηση φαίνεται ουδέτερη και ήπια άνοστη.

Ακόμη περισσότερο, οι σκηνές του ξεχειλώνονται αναίτια, αφού διαβάζουμε σελίδες με τη λογική των σήριαλ, όπου απλώς ο ήρωας περιτριγυρίζει και σκέφτεται ή όπου οι χαρακτήρες μιλάνε μεταξύ τους κινούμενοι στην καθημερινότητά τους. Κι επιπλέον, μερικές σκηνές φαίνονται άσχετες, βαλμένες από μια παράλογη συγγραφική διάθεση, όπως λ.χ. η σκηνή με την κηδεία ενός γηραιού καθηγητή ή δύο-τρία ερωτικά επεισόδια που απλώς καθυστερούν την υπόθεση και προδίδουν αυτοβιογραφικές δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Σε τέτοια έργα, όπως τα αστυνομικά, είναι σημαντικό να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην πλοκή της διαλεύκανσης του φόνου και σε ένα δεύτερο επίπεδο δράσης και σκέψης ή συγκίνησης. Ο Μαργαρίτης το προσπαθεί, προσδίδοντας διακειμενικό βάθος, αυτό του παπαδιαμαντικού κακού, βάζοντας έναν φιλόλογο να αναζητά μέσα στη λογοτεχνία τις προθέσεις του δολοφόνου και κινώντας τις δύο δράσεις, τη σύγχρονη και την αλλοτινή, σε έντεχνες διασταυρώσεις. Το εύρημα κρίνεται εξαιρετικό, αφού το προφίλ του δολοφόνου δεν αποδίδεται με τη βοήθεια ψυχολόγου, ως συνήθως, αλλά με τη φιλολογική έρευνα που προσπαθεί να σκιαγραφήσει τον εγκληματία με βάση την μυθοπλαστική ηρωίδα, την οποία μιμείται. Η θεωρία των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, η μελέτη της παπαδιαμαντικής ψυχολογίας και της ντοστογιεφσκικής εγκληματογένειας κ.ο.κ. κάνει τη λογοτεχνία όργανο σκέψης και σύλληψης της εωσφορικής δράσης.

Είναι οφθαλμοφανές το πάθος με το οποίο προσεγγίζει τη λογοτεχνία ο Μαργαρίτης. Είναι ένας εθισμένος αναγνώστης, που παθιάζεται να ανιχνεύει την ψυχολογία των ηρώων και να αποκωδικοποιεί τον σκοτεινό εαυτό τους, που παίρνει τη δόση του διατρέχοντας τις σελίδες των βιβλίων αναζητώντας τα βαθύτερα κανάλια της δράσης. Ωστόσο, ως συγγραφέας πρέπει να φροντίσει πιο πολύ την οικονομία του μυθιστορήματός του, τις αναλογίες των υλικών του και την έκταση των επεισοδίων του, τους διαλόγους που ενίοτε φαίνονται ανούσιοι, τη συμπύκνωση των ιδεών και των σκηνών του, ώστε να καταστεί το κείμενο πιο δραστικό. Η φαεινή του ιδέα χρειάζεται άλλο γλωσσικό και αφηγηματικό ρυθμό.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος


Κυριάκος Μαργαρίτης
“Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών”
εκδόσεις Ψυχογιός
2012
σελ.: 393
τιμή: 13,30 €

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v