Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν η απόδειξη ότι η Ελλάδα «τρώει» τα παιδιά της

Σαν σήμερα γεννιέται ο Νίκος Καζαντζάκης, ένας άνθρωπος ορόσημο για την καλλιτεχνική ζωή αυτού του τόπου.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν η απόδειξη ότι η Ελλάδα «τρώει» τα παιδιά της

Σαν και τους αρχαίους προγόνους του, έτσι και ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πολλές επαγγελματικές ιδιότητες. Μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, φιλόσοφος και πολιτικός. Αν όχι το μεγαλύτερο, ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με ταλέντο στην πένα και ογκώδες, ετερόκλητο έργο. Αποτελεί τον πιο μεταφρασμένο σύγχρονο συγγραφέα έλληνα προφανώς μέχρι στιγμής.

Λάτρης του υπαρξιστή φιλόσοφου Ανρί Μπεργκσόν, αλλά και μελετητής του έργου του Νίτσε, ο Καζαντζάκης ξεκίνησε σαν νομικός, ωστόσο τελικά η καριέρα του πήρε δημοσιογραφικά μονοπάτια. Το 1907 μυείται τον τεκτονισμό και δύο χρόνια αργότερα εκπονεί διδακτορική διατριβή βασισμένη στο έργο του Νίτσε. Προοδευτικός για την εποχή του αποτέλεσε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης για την καθιέρωση της Δημοτικής. 

Μεγάλες επιρροές του Καζαντζάκη αποτέλεσαν ο Δάντης τον οποίο μελέτησε την ίδια χρονική περίοδο που ταξίδεψε με τον Άγγελο Σικελιανό στο Άγιο όρος. Μάλιστα, στα ημερολόγιά του, τον χαρακτηρίζει μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν, ως έναν από τους δασκάλους του. Ίσως όλες αυτές οι επιρροές ήταν που τον οδήγησαν να θέλει, μαζί με τον Σικελιανό, να ιδρύσουν μία νέα θρησκεία. Ταυτόχρονα, αφετηρία όλων των πνευματικών του ταξιδιών αποτέλεσε ο Χριστός: μία οντότητα που προβλημάτισε σε μεγάλο βαθμό τον υπαρξιστή Καζαντζάκη «αυτή η ένωση, η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού». 

«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;» απόσπασμα απο΄ το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα "Αναφορά στον Γκρέκο¨.

Μετά το 1919 άρχισε τη δική του Οδύσσεια, ταξίδεψε σε 30 συνολικά χώρες. Μυήθηκε τις κομμουνιστικές ιδέες και έγινε θαυμαστής του Λένιν. Ο Νίκος Καζαντζάκης γνώριζε εκτός από τα ελληνικά άλλες έξι γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά και ρωσικά. Επίσης, μπορούσε να συνεννοηθεί υποτυπωδώς στα ιαπωνικά και έμαθε τουλάχιστον κάποιες λέξεις σε εβραϊκά, κινεζικά, και ίσως αραβικά. Επιπλέον, μετέφρασε έργα από τα αρχαία ελληνικά, ενώ διάβαζε και λατινικά. Έγραψε 50 έργα, δεκάδες μεταφράσεις και άρθρα σε εφημερίδες. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες και διαλέκτους.

Στις αρχές του 1928 δίνει διάλεξη Αθήνα με θέμα τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τον φίλο του και συγγραφέα Παναίτ Ιστράτι, εξυμνώντας το σοβιετικό μοντέλο -αμαρτία για την εποχή. Για την οργάνωση αυτής της επιτυχημένες τελικά ομιλίας ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής Δημήτριος Γληνός διώχθηκαν δικαστικά, ωστόσο η δίκη τους τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Tον Aπρίλιο, ο Kαζαντζάκης ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση.

Το 1938 ολοκλήρωσε την δική του εκδοχή της «Οδύσσειας», ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της ομηρικής «Οδύσσειας», αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Για το έργο αυτό, ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν από την τελική του μορφή, προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Το ποίημα αποτελεί τρόπον τινά το σήκουελ της πρώτης, ξεκινά από την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και αποτελεί μια νέα περιπλάνηση του ανικανοποίητου ήρωα, που προσπαθεί να κατακτήσει την «πλέρια λευτεριά».

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή. Διετέλεσε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946.

Το 1946, η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών πρότεινε τον Kαζαντζάκη μαζί με τον Σικελιανό για το Βραβείο Nόμπελ. Η υποψηφιότητά του, όμως, πολεμήθηκε από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO, αναλαμβάνοντας ως αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών.

Στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε εμμονή με την δίωξή του – τραγική ειρωνεία όταν σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί για τους διωγμούς των χριστιανών. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, λόγω αποσπασμάτων του «Kαπετάν Mιχάλη» και το ακυκλοφόρητο ακόμα στην Ελλάδα «Τελευταίος Πειρασμός» (μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό σε μία πάλη μεταξύ της θείας και ανθρώπινης φύσης του).

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, σε επιστολή του στην Εκκλησία σχετικά με τις απειλές για τον αφορισμό του, έγραψε: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προχώρησε στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, χάρις στον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα.

Στις αρχές του 1954 δημοσιεύτηκε στη Γαλλία, χώρα που φαίνεται να είχε σε μεγαλύτερη υπόληψη το έργο του Καζαντζάκη, το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», το οποίο ανακηρύχθηκε το καλύτερο ξένο βιβλίο εκείνης της χρονιάς. 

Πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας, φυσικά, αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Τελικά, η σορός του μεταφέρθηκε και εκτέθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Ηρακλείου, χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Βέβαια πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στον ναό.

Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν έλαβε ποτέ το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Προτάθηκε εννέα χρονιές, με συνολικά δεκατέσσερις διαφορετικές προτάσεις, τέσσερις μόνο από τις οποίες ήταν από την Ελλάδα και σε δύο από αυτές ήταν συνυποψήφιος με τον Άγγελο Σικελιανό. Κύκλοι εντός της Ελλάδας σαμπόταραν τον ίδιο και πιθανότατα στέρησαν από τη χώρα τους το πρώτο Νόμπελ λογοτεχνίας σε έλληνα μυθιστοριογράφο. Τουλάχιστον, στην Βιέννη της Αυστρίας ο Καζαντζάκης τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης τον Ιούνιο του 1956 από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης για το φιλειρηνικό μήνυμα που διαπνέει το έργο του μέσω της αγάπης του για όλους τους λαούς και της ανάγκης του να τους ενώσει. Για ακόμα μία φορά η Ελλάδα απογοήτευσε: στην τελετή της απονομής δεν εμφανίστηκε κανένας εκπρόσωπος από το επίσημο ελληνικό κράτος.

«Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω... Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.» απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά".

 

 

Κατερίνα Σπανού

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v