Et in Arcadiam ego

Φόρος τιμής σε έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο της ελληνικής δημοσιογραφίας που έδωσε πολλά και έφυγε νωρίς.   
Et in Arcadiam ego
του Δημήτρη Γλύστρα

Είναι σχεδόν αδύνατο να βάλω στη δομή ενός κειμένου την ανάμνηση για έναν αγαπημένο άνθρωπο. Πιο ταιριαστό μου φαίνεται να τριγυρίζω στη μνήμη μου και να βάζω σκόρπιες εικόνες και κουβέντες τη μία δίπλα στην άλλη. Σαν αυτό το μωσαϊκό να μπορούσε να είναι πραγματικά ο άνθρωπος που δεν «είναι» πια. Λες και οι μαρτυρίες μπορούν να αντικαταστήσουν την παρουσία.

Δεν λειτουργεί έτσι, αλλά η σιωπή σημαίνει θάνατο. Τον πρώτο καιρό μετά από έναν χαμό έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να τραβήξεις τον αγαπημένο σου ξανά στη μεριά του φωτός. Ότι οι αναμνήσεις από αυτόν θα είναι άγκυρες που θα τον κρατήσουν. Έτσι, θα μιλήσω για την Παρασκευή Κατημερτζή, έναν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, που έφυγε το απόγευμα της Πέμπτης λίγες ημέρες μετά από όταν έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο.

Μεγαλωμένη από την μητέρα της Αντιγόνη και από τη σκληρή και καλόκαρδη θεία Σοφία, η Παρασκευή μοίρασε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια ανάμεσα στο Παγκράτι και την Καισαριανή. Και κουβαλούσε πάντα και τα δύο μέσα της: Τον καλλιεργημένο κοσμοπολιτισμό της Αρχελάου με τη γήινη συντροφικότητα των προσφυγικών σπιτιών της Καισαριανής, τα «καισαριανάκια», όπως τα έλεγε η ίδια με αγάπη.

Πήγε στη Σχολή των ξεναγών και εκεί κατάλαβε πόσο αγαπά την αρχαία Ελλάδα, το αρχαιοελληνικό φως, το ελληνικό παρελθόν, την ίδια την παράδοση, την συνέχεια. Ένιωθε σεβασμό και δέος για ό,τι σήμαινε τη συνέχεια. Οι καταπληκτικές της συλλογές, από βενετσιάνικα ποτήρια και παραδοσιακά κοσμήματα, μέχρι χριστουγεννιάτικα στολίδια από όλο τον κόσμο και παλιά έπιπλα ήταν ο τρόπος της να υπάρξει ως δεσμός ανάμεσα στο τότε και στο τώρα• να κουβαλήσει με σεβασμό τη συνέχεια.

Όταν ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, έβαλε όλη της την αγάπη στον πολιτισμό και κυρίως στο να δείξει όψεις από την «ψυχή» της αρχαίας Ελλάδας στο σήμερα. Ανταμείφθηκε με το να αλλάξει τον τρόπο που γίνεται το αρχαιολογικό ρεπορτάζ στην Ελλάδα, και με το να το φέρει κοντά σε πολύ κόσμο. «Ε, όχι και έτσι, καημένε» θα έλεγε στραβομουτσουνιάζοντας λίγο αν διάβαζε αυτό που μόλις έγραψα.

Η Παρασκευή ήταν τελειομανής. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της απλώς να δημοσιογραφεί. Από την πρώτη ημέρα που ξεκίνησε να δουλεύει, μέχρι να πάρει σύνταξη, ήταν δημοσιογράφος.

Λίγες μέρες πριν, στον Άγιο Σάββα, η ανάσα της δεν της έφτανε για πολλές κουβέντες. Στο μίζερο σαλονάκι, απέναντι από έναν αυτόματο πωλητή καφέδων και δίπλα στο βροχερό μπαλκόνι, κάπως πήγε η συζήτηση στο πόσο μάταιο είναι να κυνηγάς την επικαιρότητα και εκείνη να μην δίνει σημασία για το αν ζεις ή πέθανες. «Εγώ να σου πω την αλήθεια αυτό το μάταιο δεν το έζησα. Γιατί αισθανόμουν πάντα μαθήτρια. Και όταν έχεις κάτι να μάθεις δεν σε πειράζει- ας μη μένει και τίποτα. Με κατάλαβες;» ρώτησε στο τέλος με το συνηθισμένο πλατύ και γλυκό χαμόγελο των ματιών της.

Πηγαία ευγενής, είχε πάντα την έγνοια να κοιτάζει, ενώ μιλάει, εξίσου όλους τους συνομιλητές της- ακόμη και αυτούς που ήταν εντελώς ανίδεοι με αυτό που έλεγε.

Πληθωρική και δωρική συγχρόνως, μπορούσε να ανακαλύπτει τις αναλογίες του ωραίου εκεί που οι περισσότεροι έβλεπαν κάτι κοινότοπο. «Πήγα στο IKEA και το μόνο που πήρα ήταν αυτά τα πολύ ωραία χριστουγεννιάτικα στολίδια» μου είχε πει δείχνοντάς μου ένα σετ με περιστέρια, που είχα και εγώ πέσει επάνω του λίγες ημέρες πριν. Απόρησα, γιατί η συλλογή της με τα στολίδια ήταν πραγματικά διαλεχτή. Μου έδειξε «τι ωραία χυτή καμπύλη κάνει εδώ» και «πόσο ντελικάτο τελείωμα έχει». Είχε δίκιο. Μόνα τους, μακριά από την ατελείωτη ντάνα με τις ίδιες συσκευασίες, τα περιστέρια ήταν όμορφα και μοναδικά.

Ήταν από τους ανθρώπους που η ματιά τους βαπτίζει αλλιώς και ομορφαίνει τα πράγματα.

Πόσα ακόμα! Η στάχτη που πετούσε στην τσάντα της για να μην την πετάξει κάτω, τα υπέροχα πράσινα μάτια της που κοίταζαν χαμογελαστά και εξεταστικά πάνω από τους πρεσβυωπικούς φακούς και ο γαλλικός καφές- σκέτο δηλητήριο- που κουβαλούσε μαζί της ακόμη και σε πλαστικά μπουκάλια νερού («Έχω το καφεδάκι μου εγώ…»). Τα σακουλάκια με τα φυστίκια που μάζευε η ίδια από τις φυστικιές της στην Αίγινα, το επόμενο δωματιάκι που θα έχτιζε στο σπιτάκι εκεί ή το βιβλίο για την Αρκαδία που δεν το πρόλαβε. «Ένα σπίτι να βλέπει Παρθενώνα» που πάντα ονειρευόταν, η φωνή της που έχω μέσα στα αυτιά μου να τραγουδάει ψάχνοντας το πακέτο της με τα τσιγάρα- Assos International- από το ένα δωμάτιο στο άλλο «…σε γέλασε, το δημαρχόπουλο…».

Πώς να χωρέσουν όλα αυτά σε ένα κείμενο, Παρασκευούλα μου; Ούτε στο κεφάλι μου δεν χωράνε.

Νιώθω πάρα πολύ τυχερός γιατί όλα αυτά τα χρόνια ήμουν ένας από αυτούς που έπινα από τη σοφία σου. Et in Arcadiam ego και θα το καμαρώνω όσο ζω.

Αυτά είχα να σου γράψω και δεν μπορώ άλλο.

Να ήσουν εδώ και να κάναμε ένα τσιγάρο. Αυτό μόνο γαμώτο.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v