Τσαρούχης: Η ζωή του μέσα από τις εικόνες στο Μπενάκη

Η ιστορία των εικόνων του μεγάλου έλληνα ζωγράφου ξετυλίγεται μέσα από μια φαντασμαγορική έκθεση που φιλοξενεί το Μουσείο Μπενάκη.
Τσαρούχης: Η ζωή του μέσα από τις εικόνες στο Μπενάκη
του Γιάννη Ασδραχά

«Στην παράσταση «Ξιφι Φαλέρ» όλος ο διάκοσμος, αι εναλαγαί των σκηνών, αι φαντασμαγορικαί εικόνες, αι πολυαριθμόταται ενδυμασίαι παρουσίασαν αληθώς κάτι το εντελώς πρωτοφανές δια το αθηναϊκόν θέατρο… Το τέλος της επιθεωρήσεως είναι εν είδος όλως απροσδόκητου πυροτεχνήματος». Αυτά έγραφε τον Ιούνιο του 1916 ο κριτικός θεάτρου της εφημερίδας «Εμπρός» για την επιθεώρηση-γεγονός της εποχής.

Το «Ξιφι Φαλέρ» που παρουσιάστηκε στο ανοιχτό θέατρο Φαλήρου ήταν υπερπαραγωγή για τα δεδομένα της εποχής. Η σκηνογραφία ήταν του Πάνου Αραβαντινού. Στην τελευταία φαντασμαγορική σκηνή εμφανιζόταν ο ναός της Ακρόπολης και σταδιακά το φεγγάρι ξεπρόβαλε και φώτιζε με το ασημένιο του φως το μνημείο-έμβλημα της Ελλάδας. Σε αυτή την παράσταση βρέθηκε μαζί με τη μητέρα του ένα πεντάχρονο αγόρι. Παρά την ηλικία του και την περασμένη ώρα, το παιδί μαγεμένο ρούφηξε κάθε εικόνα από την παράσταση επιθεωρησιακού χαρακτήρα. Ειδικά η τελευταία σκηνή θα ενεργοποιούσε τους νευρώνες που θα καθόριζαν την μετέπειτα πορεία του, λειτουργώντας αυτή η εικόνα όπως το έλκηθρο “Rosebud” στον «Πολίτη Κέιν».

Αυτό το παιδί ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης που αντίθετα από τον κροίσο της ταινίας του Όρσον Ουέλες, για τον οποίο τα ταπεινά αντικείμενα που στιγμάτισαν τον ψυχισμό του έγιναν τροφή της πυράς, ο Τσαρούχης φρόντισε να διατηρήσει ένα σημαντικό αρχείο με το παραμικρό αντικείμενο φροντισμένα «δεμένο» με τις αναμνήσεις του, το οποίο προσφέρει μία εικονοποιημένη πορεία της ζωής του που αποκαλύπτει τα ερεθίσματα του, τις επιλογές και τις κατευθύνσεις του καλλιτέχνη. Αυτό το ποτισμένο βιωματικά υλικό συνθέτει την σημαντική έκθεση που φιλοξενούν οι χώροι του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς.

Πρόκειται για την έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης: Εικονογράφηση μίας αυτοβιογραφίας» όπου εκατοντάδες αντικείμενα από έργα ζωγραφικής, αφίσες, φωτογραφίες, καρτ-ποστάλ, γράμματα, μακέτες σκηνικών κ. α. συμπλέκονται με κείμενα του ίδιου του καλλιτέχνη, προσκαλώντας τον θεατή στο χρονικό της διαμόρφωσης του Γιάννη Τσαρούχη ως προσωπικότητα και καλλιτέχνη από τη γέννηση του, το 1910, έως και την ημέρα που φόρεσε τη στρατιωτική στολή για να πάρει μέρος στον Ελληνο-Αλβανικό πόλεμο.

«Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι βασικό συστατικό της νεοελληνικής αυτογνωσίας» είπε ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβοριάς, που θεωρεί ότι με τον καλλιτέχνη είναι «δεμένο» το μουσείο με ένα «συγγενικό δεσμό ετών». Άλλωστε ο φορέας που διαχειρίζεται την κληρονομιά του εικαστικού, το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, έχει μεταφέρει από πέρυσι τις συλλογές και τα αρχεία στο «Μπενάκη».

Σκοπός της έκθεσης, όπως είπε η διευθύντρια του Ιδρύματος Τσαρούχη και επιμελήτρια της έκθεσης Νίκη Γρυπάρη, είναι να «δείξουμε πως ακριβώς δουλεύει ο Γιάννης Τσαρούχης, ποιος και τι τον επηρέασε μέσα από νέα πράγματα που δεν έχουμε παρατηρήσει». Το ότι υπάρχει αυτό το ανεκτίμητο υλικό οφείλεται, σύμφωνα με τη Νίκη Γρυπάρη, στο ότι ο Τσαρούχης «ήταν οργανωτικό πνεύμα και φρόντισε να διασφαλίσει το προσωπικό του αρχείο».

Ένα χαρακτηριστικό του, όπως φανέρωσε η Νίκη Γρυπάρη, ήταν πως «έπαιρνε πάντα ό,τι τον βοηθούσε, το συνέχιζε και το προσάρμοζε. Για παράδειγμα διάβαζε αποσπασματικά αλλά πετύχαινε από τα βιβλία το υλικό που τον ενδιέφερε». Αυτό που προσφέρει η έκθεση είναι να «διαπιστώσει ο θεατής που στηρίχθηκε και που αφιερώθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, σκιαγραφώντας την εικαστική προσωπικότητα του Γιάννη Τσαρούχη και την επίδραση που είχαν πάνω τους οι δάσκαλοι όπως ο Κόντογλου και ο Τριάντ, ο Παρθένης». Όσο για το στήσιμο, φανέρωσε πως ο Διονύσης Φωτόπουλος «έκανε την τελευταία στιγμή μία πινελιά που έκανε την έκθεση πιο ζωντανή».

Η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη, η οποία εργάζεται για την Alpha Bank που χορηγεί την έκθεση μίλησε για τη σχέση του καλλιτέχνη με το τραπεζικό ίδρυμα η οποία μετράει πολλά χρόνια. « Ο Γιάννης Τσαρούχης για το πρώτο τραπεζικό κατάστημα της στη πλατεία 23ης Μαρτίου της Καλαμάτας έφτιαξε ένα έργο. Επίσης ζωγράφισε και για το κεντρικό κατάστημα στη οδό Σταδίου. Και τα δύο έργα είναι από τα πολυτιμότερα της συλλογής μας».



Η Έκθεση

Στην αίθουσα του δευτέρου ορόφου του μουσείου μέσα σε 11 ενότητες-κεφάλαια ζωής της διαδρομή στον κόσμο του Γιάννη Τσαρούχη εκπροσωπούνται με έργα τους και οι καλλιτέχνες που διασταυρώθηκαν στη ζωή του Τσαρούχη ως δάσκαλοι, φίλοι, εμπνευστές και συνεργάτες. Έργα του Θεόφιλου, του Παρθένη, του Κόντογλου λειτουργούν μαζί με τα προσωπικά τεκμήρια του Τσαρούχη ως δομικά στοιχεία που ανασυνθέτουν το πνεύμα μίας ολόκληρης εποχής.

Το «ανάγνωσμα» της έκθεσης είναι πλούσιο με μία ασυνήθιστη πληθώρα κειμένων. Ο ίδιος ο Γιάννης Τσαρούχης με ένα κείμενο του προσφέρει το κλειδί στον θεατή για να κατανοήσει το έργο του. «Για να καταλάβει κανείς τη δουλειά μου πρέπει να καταλάβει πρώτα από όλα ότι είμαι ερευνητής με μεγάλη περιέργεια που ενθουσιάζεται κάθε τόσο απ' τις ανακαλύψεις του για μία στιγμή και ύστερα απογοητευμένος ψάχνω αλλού» σημειώνει και συνεχίζει απαντώντας στο εύλογο ερώτημα: Θα ρωτήσει κανείς τι ψάχνω; «Από μικρό παιδί ήθελα να μάθω τι είναι η ζωγραφική που με τραβούσε τόσο. Πως γίνεται και πως την μαθαίνει κανείς. Για να μάθω τα μυστικά της έχασα την πρωταρχική έλξη που εξασκούσε επάνω μου για να δημιουργήσω αρχίζοντας από το μηδέν μία νέα έλξη για αυτή. Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής νομίζω όχι για πάντα πολύ επιμελής».

Η σπίθα του ταλέντου του φανερώνεται στον πίνακα, «Καράβια στο Ηλιοβασίλεμα» που ζωγράφισε σε ηλικία μόλις 7 χρονών. Αυτό το παιδικό έργο φανερώνει οπτικά ότι ο Τσαρούχης από παιδί ήταν ένας καλός αγωγός σε ότι σήμαινε τέχνη. Από τις πληροφορίες μαθαίνουμε ότι παρακολούθησε την παράσταση της «Αΐντα» στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1916 υπό την διεύθυνση του Αρμάνδου Μαρσίκ. Εντυπωσιάστηκε από τα μέταλλα των φωνών και τα σκηνικά τόσο που η γειτονιά υπέφερε για αρκετές μέρες στο να ακούει τον μικρό Γιάννη να μιμείται τους τενόρους και τις σοπράνο.

Σε ηλικία 8 χρονών παρακολούθησε τη παράσταση της «Αντιγόνης» στο Παρθεναγωγείο «Παπακώστα». Ο κόσμος της σκηνής των αναστάτωσε τόσο που προσπάθησε να φτιάξει τη δική του παράσταση. Και το έκανε. Έφτιαξε ένα χαρτονένιο σκηνικό με φιγούρες που μετακινούσε και ακολουθούσαν το κείμενο που θυμόταν από μνήμης εμπλουτισμένο με αρκετή φαντασία. Και είχε ένα θεατή, τον αδελφό του. Υπάρχει ως έκθεμα η μακέτα της δική του παιδικής «Αντιγόνης» όχι το αυθεντικό αλλά ένα αντίγραφο που δημιούργησε από μνήμης ο καλλιτέχνης. Δέκα χρόνων θα βρεθεί κάτω από τον τρούλο της μονής Δαφνίου. Τα εξαιρετικά ψηφιδωτά με το χρυσό βάθος θα του εντυπωθούν. Και μόλις γυρίσει στο σπίτι του θα αποτυπώσει τις εικόνες που συγκράτησε στο χαρτί.



Τα πρώτα του έργα βρίσκονται ανάμεσα σε οικογενειακές φωτογραφίες, έγγραφα αλλά προγράμματα και εισιτήρια. Αξιομνημόνευτο είναι το κάδρο καλυμμένο μέχρι το παραμικρό εκατοστό από φωτογραφίες αγαπημένων συγγενικών πρόσωπων του Γιάννη Τσαρούχη. Στα σχολικά του χρόνια στον Πειραιά είχε συμμαθητή και φίλο μέχρι το τέλος της ζωής του τον ασυρματιστή ποιητή Νίκο Καβαδία.

Η οικογένεια του μετακομίζει από τον Πειραιά για το κέντρο της Αθήνας στο νούμερο 70 της οδού Ερμού όταν ήταν 14 χρονών. Όπως θυμόταν τότε ξεκίνησε να ζωγραφίζει με ακουαρέλα, πιο εντατικά και πιο σοβαρά «Εζωγράφιζα, πάντα απ’ το φυσικό, νεκρές φύσεις ή τοπία, κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες» έλεγε.

Τα καλοκαίρια από το 1925 έως το 1927 παραθερίζει με την οικογένεια του στην Κηφισιά, δίπλα στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη και της αδελφής του Ιωάννας Τσάτσου. Ζωγράφισε την είσοδο του σπιτιού της οικογένειας Σεφεριάδη και αυτό το έργο βρίσκεται στην έκθεση.
Στα 17 του χρόνια ξαναγύρισε στον Καραγκιόζη. Τελειώνοντας το σχολείο αναζητά το θέατρο σκιών του Σπαθάρη για να γνωρίσει την τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη. Μία τέχνη που για τον ίδιο δεν ήταν μόνο παιδική διασκέδαση, αλλά ένα πράγμα σεβάσμιο σαν την εκκλησία.

Από εκείνη την ηλικία αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στο να ζωγραφίζει ό,τι βλέπει γύρω του. Την απόφασή του να γίνει ζωγράφος την ανακοίνωσε στον πατέρα του όταν συμπλήρωσε τα 17 του χρόνια. Όμως ο γονιός του είχε ενστάσεις ρωτώντας τον αν θα γίνει όπως ο Αραβαντινός, για να λάβει μία γενναία και ειλικρινή απάντηση: «Δεν μπορώ να σε βεβαιώσω ότι έχω τάλαντο. Ένα πράγμα μπορώ να σου πω και γι' αυτό είμαι σίγουρος. Ότι θα έχω υπομονή και επιμονή».



Εντέλει γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείο το 1928. Δάσκαλοι του υπήρξαν ο Δημήτρης Μπισκίνης, ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Θωμάς Θωμόπουλος και ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος. Πρωτοετής παρουσιάζει μία μεγάλη μακέτα για τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη στο «Άσυλο Τέχνης» του Νίκου Βέλμου και στην ομαδική έκθεση «Ασπούδαχτοι ζωγράφοι».

Ένα χαρακτηριστικό του Γιάννη Τσαρούχη ήταν πως από μικρός δεν βρέθηκε εντός στεγανών. Είτε αυτό σήμαινε "φόρμα της ζωγραφικής" είτε "διαστρωματώσεις της κοινωνίας" που ήταν έντονες προπολεμικά.

Στην προσωπική του αξιολόγηση οι τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη τα μεγάλα διαφημιστικά πλακάτ της εταιρείας EGO τα νεαρά κορίτσια στο πικάντικο περιοδικό της εποχής «La Vie Parisien» βρίσκονταν δίπλα στη ζωγραφική του Κόντογλου, του Παπαλουκά και άλλων αναγνωρισμένων ονομάτων της εποχής του. Και όχι μόνο στις παραστατικές τέχνες. Στη μουσική για παράδειγμα ακούει ρεμπέτικη μουσική – του περιθωρίου εκείνης της εποχής- και τα οπορετικά έργα. Όπως έλεγε «αγαπώ την Κάλλας και την Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι’ αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει».

Γοητεύεται από την δουλειά του Φώτη Κόντογλου που δίνει νέα πνοή στην βυζαντινή καλλιτεχνική κληρονομία. Στα μέσα τις δεκαετίας του 1920 τον προσεγγίζει και του δείχνει κάποια από τα έργα του. Όμως ο Κόντογλου τον προσγείωσε λέγοντας του ότι τα έργα του τον απογοήτευσαν λέγοντας του όπως σημείωνε ο Γιάννης Τσαρούχης «Μου 'παν ότι ήσουν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν παιδί λαϊκό που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα καλά πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού… Καταρράκωσε όλη την αστική μου υπερηφάνεια».



Στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη εγγράφεται και μαθητεύει δίπλα στον Παρθένη ύστερα από προτροπή του φίλου του Δημήτρη Πικιώνη. «Όταν μαθητής επισκεπτόμουν το εργαστήρι του, φεύγοντας από κει ώσπου να πάω μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός ή την Πύλη του Αδριανού, έβλεπα όλα τα πράγματα με το μάτι του, σαν τα έργα του, γιατί ήταν η γειτονιά του που τον είχε επηρεάσει. Ένα δείγμα γνησιότητας ενός ζωγράφου είναι το να ποτίζεται από το περιβάλλον του και να το μεταδίδει».

Όμως όταν ο Κόντογλου σε μία μεγάλη εφημερίδα της εποχής δει ένα σκηνικό του Γιάννη Τσαρούχη θα αλλάξει γνώμη. Θα τον αναζητήσει και θα τον καλέσει να μαθητεύσει δίπλα του. Ως μαθητής και βοηθός του Κόντογλου εργάστηκε για τέσσερα χρόνια. «Πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μία συμβατική φράση που δε μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα» σημείωνε ο δημιουργός. Έργα εκείνης της περιόδου βρίσκονται στην έκθεση όπως Άγιοι με την τυπική βυζαντινή απεικόνιση με την υπογραφή του Γιάννη Τσαρούχη. Σε αντίθεση βρίσκονται τα έργα του εκείνης της εποχής με επιρροές από το σουρεαλιστικό κίνημα, όπως αφηρημένα ζωγραφικά έργα και ποιήματα.

Σε μία προθήκη βρίσκονται κεντητά επηρεασμένα από την ελληνική λαϊκή παράδοση αλλά και με αρχαιοελληνικές αναφορές. Πρόκειται για έργα του Τσαρούχη που προέκυψαν από την μαθητεία του στη κοπτική και την αρχαία υφαντική δίπλα στην Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Με τη σύζυγο του Άγγελου Σικελιανού γνωρίστηκε στις Δεύτερες Δελφικές Εορτές στις οποίες συμμετείχε στην οργάνωση έκθεσης λαϊκής τέχνης υπό την Αγγελική Χατζημιχάλη για την οποία έλεγε «ανήκει στα σπάνια και λίγα πρόσωπα που έδωσαν ένα τόνο σοβαρότητος και ουσιαστικότητος στο λεγόμενο νεοελληνικό πολιτισμό».

Παράλληλα εκείνη την εποχής, αρχές της δεκαετίας του 1930, περιηγείται την Ελλάδα με τη εταιρεία «Ελληνικές Τέχνες» όπου και μελετά τα στοιχεία και τα πρότυπα της λαϊκής τέχνης. Επίσης ταξιδεύει στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη με το Λύκειο Ελληνίδων με αφορμή το Balkan Festival. Στο πλοίο βλέπει για πρώτη φορά ζεϊμπέκηδες και εντυπωσιάζεται. Όπως σημείωνε «οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Το 1934 Μαζί με τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Δεβάρη ιδρύουν την ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» με βασική επιδίωξη την αναβίωση του ελληνικού λαϊκού εξπρεσιονισμού.

Η πληρωμή του για σκηνογραφίες που ετοίμασε για το θέατρο «Κοτοπούλη», το 1935, για παραστάσεις που δεν ανέβηκαν για άγνωστο σήμερα λόγο του εξασφάλισαν το ποσό που χρειαζόταν για ένα ταξίδι στο Παρίσι. Θα επισκεφτεί όλα τα μουσεία, θα δει θεατρικές παραστάσεις και θα γνωρίσει το πνεύμα των τεχνών της εποχής. Τότε θα γνωρίσει μέσω του Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ την ηγετική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης, τον Αντρέ Ματίς. Επίσης ο Τεριάντ θα του αποκαλύψει του έργο του μεγάλου έλληνα λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου. Όπως σημείωνε για εκείνη την εποχή ο Γιάννης Τσαρούχης η Γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε για «ένα μεγάλο σχολείο, αλλά είχα και μια εξαιρετική καθηγήτρια, τη μοναξιά. Είναι μια καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις». Τα τρία έργα του Θεόφιλου που δώρισε ο Τεριάντ στον Γιάννη Τσαρούχη, δύο νεαρές γυναίκες και ένα τοπίο, βρίσκονται σε περίοπτο σημείο της έκθεσης.

Επιστρέφει στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας και επισκέπτεται τη Νάπολη και Πομπηία, όπου γοητεύεται από τα φρέσκο της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης. Στην Αθήνα εκείνο το διάστημα δημιουργεί στο ατελιέ του που βρισκόταν εκείνο το διάστημα στην οδό Τενέδου στη Κυψέλη έργα με επιρροές τόσο από τον Καραγκιόζη όσο και το καλλιτεχνικό στίγμα του Ματίς. Ο Τσαρούχης δεν έκρυψε ποτέ τις επιδράσεις που είχε όπως ο ίδιος σημείωνε «Μια επίδραση μπορεί να είναι ένα δάνειο νόμιμο, που δικαιώνεται από την πρόοδο του τεχνίτη, μπορεί να είναι μια κλεψιά ενός φουκαρά που προσπαθεί να μπαλωθεί όπως όπως». Το 1938, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης. Το ταπεινό φυλλάδιο με μετρημένες 10 λέξεις τυπωμένες υπάρχει στην έκθεση.

Το 1939, αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού, αφού αντιγράφει την «Κεφαλή της Μέδουσας» του 3ου ή 4ου μ. Χ που βρίσκεται στο δάπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. «μου έκανε εντύπωση και την αντέγραψα. Αυτή μου έμαθε ότι η δουλειά με το μοντέλο, όταν γίνεται με ανοιχτά μάτια και με γερή όραση και αντιγράφεις το μοντέλο και τα χρώματά του, ελευθερωμένος από συνταγές, φτάνεις σ’ αυτήν την ελληνιστική μεταφυσική, η οποία νόμιζα ότι στηρίζεται αλλού».

Επιστρατεύεται στον πόλεμο του 1940 και υπηρετεί στο μηχανικό. Η φωτογραφία του στην Αλβανία με τον ομότεχνο του Διαμαντή Διαμαντόπουλο κλείνει αυτό την έκθεση. Επίσης παρουσιάζονται στους χώρους της έκθεσης τα ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου «Σπουδή για ένα πορτρέτο» και του Φώτη Λαμπρινού «Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη».

Στο πλαίσιο της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στόχο έχουν τη βιωματική προσέγγιση της ζωής και της ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη μέσα από διαρκή διάλογο, θεατρικά παιχνίδια και εικαστικές δραστηριότητες, που ζωντανεύουν τις ξεναγήσεις. Τα προγράμματα θα ξεκινήσουν από 7 Νοεμβρίου, και θα πραγματοποιούνται κάθε Πέμπτη και Παρασκευή (10:00 π. μ. ) Καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης θα οργανώνονται, επίσης, εποχιακές δράσεις για μεμονωμένα παιδιά, καθώς και ξεναγήσεις για το ευρύ κοινό, οι οποίες θα ανακοινωθούν σύντομα.

Ο σχεδιασμός της έκθεσης είναι της σκηνογράφου Λιλής Πεζανού.

Το 2ο μέρος της αυτοβιογραφίας του Γιάννη Τσαρούχη, από το 1940 έως το 1989, θα παρουσιαστεί στον ίδιο χώρο τον Σεπτέμβριο του 2014. Επίσης έχει ήδη δρομολογηθεί, όπως και η επόμενη έκθεση «Ο Τσαρούχης και το θέατρο».


Info:
Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο Πειραιώς
Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου
Ωράριο λειτουργίας:
Πέμπτη, Κυριακή: 10:00 - 18:00
Παρασκευή, Σάββατο: 10:00 - 22:00
Διάρκεια έως τις 27 Ιουλίου 2014
Εισιτήρια: 5€, 2€ μειωμένο
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v