Ελληνικό ραδιόφωνο: 5 παραγωγοί θυμούνται τα 90’s
Πέντε παραγωγοί της «χρυσής» εποχής του ελληνικού ραδιοφώνου μιλούν… on air στο In2life για τα πρώτα τους βήματα στον χώρο, την ψυχή που λείπει σήμερα από τα FM, την ευκολία των playlist και την «εισβολή» των social media στα ερτζιανά.

Πριν μπούμε στο «ψητό», τους ρωτάω με πoια προοπτική αποφάσισαν να ασχοληθούν με το ραδιόφωνο. Πώς ξεκίνησαν. «Έρωτας», μου λέει ο Αλέξανδρος Ριχάρδος και με διαφωτίζει σχετικά με την «γέννηση» και την μετέπειτα κυριαρχία του πειρατικού ραδιοφώνου, εκείνου που έδωσε την θέση του στους πρώτους «νόμιμους» σταθμούς των 90’s: «Ξεκίνησα στον ερασιτεχνικό σταθμό Star Radio, ο οποίος εξέπεμπε από τους Θρακομακεδόνες. Για τα δεδομένα της εποχής ήταν κάτι το εξαιρετικό. Οι πειρατικοί σταθμοί ‘γεννήθηκαν’ χάρη στην ανυπαρξία της ΕΡΤ. Ο κόσμος ήθελε να ακούσει λαϊκά ή ροκ και η ΕΡΤ έπαιζε τα ίδια και τα ίδια. Δεν μπορούσε να παίξει Βοσκόπουλο, Πανταζή, Deep Purple. Θεωρούνταν προσβλητικό, όμως ο κόσμος αυτά ήθελε. Αποτέλεσμα ήταν όλο αυτό το πράγμα να πρέπει κάπου να διοχετευθεί. Οι πειρατικοί σταθμοί στην Ελλάδα έκαναν πολύ μεγάλη δουλειά στο να προωθήσουν το ελληνικό και το ξένο τραγούδι».
«Τρέλα και Μεράκι», απαντά ο Τάκης Φωτίου, «από ανάγκη για επικοινωνία με την… γειτονία αρχικά, κάπου στο Παγκράτι με έναν μικρό ερασιτεχνικό σταθμό. Και εκεί τον Σεπτέμβριο του ‘88 άρχισε να γίνεται ένα παιδικό όνειρο πραγματικότητα ,το να δουλέψω δηλαδή σε ένα μεγάλο ραδιόφωνο. Και όχι απλά ένα ραδιόφωνο, αλλά το νούμερο ένα επικοινωνιακό-το ζητούμενό μου- ραδιόφωνο, τον Jeronimo Groovy».
Ο Νίκος Γκαραβέλας δεν ξεκίνησε με κάποια προοπτική: «Μου άρεσε πολύ η μουσική και ιδιαίτερα η Country και η Soul. Η επαγγελματική μου πορεία προέκυψε και ειλικρινά δεν πίστευα πως ο ερωτικός λόγος, ο όποιος δεν υπήρχε όταν ξεκίνησα, θα έκανε μια πραγματική ραδιοφωνική επανάσταση», εξομολογείται.
«Όσο υπάρχει η playlist το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο διαφήμισης ανθρώπων και συμφερόντων και ο ραδιοφωνικός παραγωγός απλά πατά ‘κουμπιά’», λέει ο Νίκος Γκαραβέλας . «Είναι απαράβατος κανόνας – αυτός και κανένας άλλος - σε όποιον σταθμό βρίσκομαι, να επιλέγω εγώ τη μουσική που θα ακούγεται στην ώρα μου. Δεν μπορώ να κάνω εκπομπή και στα αυτιά μου να ακούγεται κάτι που δε μ’ αρέσει. Ως ακροατής όμως, σιχαίνομαι την ώρα και τη στιγμή που επιλέγω κάποιον σταθμό. Είμαι κατενθουσιασμένος το πρώτο διάστημα, αλλά όταν αρχίζω και μαντεύω ποιο τραγούδι θα ακολουθήσει, με πιάνει εκνευρισμός. Απ’ την άλλη δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι το σύστημα του playlist, έχει αποδειχθεί πετυχημένο, όσον αφορά τουλάχιστον τις ακροαματικότητες που κυκλοφορούν. Η συνήθεια είναι μεγάλη υπόθεση για τον ακροατή», σημειώνει ο Τάκης Γιαννούτσος.
«Θεωρώ ότι το ραδιόφωνο βασίζεται σε προσωπικότητες, σε ανθρώπους που θέλουν να είναι στον αέρα και γοητεύονται από αυτό. Που δεν το χρησιμοποιούν ως μέσο για να πετύχουν κάποιον άλλον σκοπό, όπως να μεταπηδήσουν στην τηλεόραση, για παράδειγμα. Αυτά δίνουν την ψυχή και το μεράκι σε μια εκπομπή», λέει η Νάγια Αποστόλου. «Την playlist την θεωρώ φυσική εξέλιξη γιατί βοηθάει στο να διατηρηθεί η ταυτότητα ενός σταθμού. Δεν είμαι εχθρός της. Φαντάσου τι θα γινόταν εάν σε ένα σταθμό ο καθένας έπαιζε ό,τι μα ό,τι ήθελε! Το να φτιάξεις δική σου λίστα απαιτεί χρόνο, γνώσεις πειθαρχία και συνεχή ενημέρωση. Αυτά τα προσόντα δεν τα έχουν όλοι και δεν είναι έτοιμοι να αναλάβουν την ευθύνη της μουσικής που θα παίξουν στον αέρα. Για αυτούς η playlist είναι ένα μαξιλαράκι ασφαλείας», καταλήγει.
«Το ραδιόφωνο είναι ψυχή, είναι παρέα, είναι κουλτούρα», λέει ο Τάκης Γιαννούτσος, «Το πρόσωπο είναι αυτό που μπαίνει στο σπίτι σου μέσα από το ραδιόφωνο. Άρα αντί για playlist, γιατί να μη βάζουμε σπίτια μας συλλογές cd να ησυχάσουμε; Το ανησυχητικό στην πορεία του ραδιοφώνου είναι το κομπιούτερ χωρίς τον παραγωγό. Αυτό είναι ένα ξερό, διεκπεραιωτικό playlist, με κανένα ανθρώπινο στοιχείο».
«Την δεκαετία του 90 που το facebook δεν είχε κάνει την εμφάνισή του, το ραδιόφωνο και ειδικά το ραδιόφωνο που εργαζόμουν ήταν ένα ραδιοφωνικό facebook!», λέει ο Τάκης Φωτίου, «Ο Jeronimo ήταν το facebook για 15 χρόνια. Όλη μέρα τηλέφωνα, διαδραστικότητα, επικοινωνία με κάθε τρόπο, πάρτυ κάθε εβδομάδα και φυσικά η γοητεία της φωνής, ειδικά τις νυχτερινές ώρες, ήταν τα μεγάλα ατού μιας ολόκληρης εποχής. Τώρα πια νομίζω ότι ο κόσμος έχει βρει πώς να επικοινωνεί. Η γοητεία όμως της φωνής παραμένει και μένει να την ανακαλύψει ο επόμενος επενδυτής ραδιοφώνου – υπάρχει;».
«Στα 90’s υπήρχε περισσότερη ανεμελιά, οι άνθρωποι ήταν πιο αγνοί, πιο συναισθηματικοί, πιο επικοινωνιακοί», λέει η Νάγια Αποστόλου. «Εκτός από την καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία που είχα στις εκπομπές μου με τους ακροατές, δεν θα ξεχάσω της επτάωρες μεταμεσονύκτιες εκπομπές που έκανα στον Jeronimo μια φορά την εβδομάδα, όπου μιλούσα με ακροατές όλο το βράδυ. Τώρα νομίζω μας έχουν φορτώσει με τόσες ευθύνες που οι άνθρωποι είναι πιο αφηρημένοι, απορροφημένοι στις σκέψεις τους και λιγότερο επικοινωνιακοί. Ευτυχώς, υπάρχουν τα social media που επιτρέπουν στον ακροατή να επικοινωνήσει αφιερώνοντας μόνο λίγα δευτερόλεπτα από τον χρόνο του», καταλήγει.
«Ήμασταν στον Klik FM με το Θοδωρή (εννοεί το ραδιοφωνικό alter ego του, τον Θοδωρή Βαμβακάρη), 7 με 10 πάλι το πρωί και όλος ο life style τύπος της εποχής, ασχολείται με έναν γιο που μόλις είχε ανακαλύψει (ή κάτι τέτοιο) η Άντζελα Δημητρίου, που αν θυμάμαι καλά είχε γεννήσει η γυναίκα του και κάτι τέτοια», διηγείται ο Τάκης Γιαννούτσος. «Το έχουμε καρεκλώσει όσο δε γίνεται το θέμα, κόβει ο ένας, ράβει ο άλλος και το πράμα δεν έχει τελειωμό. Κάποια στιγμή σταματάμε για δελτίο ειδήσεων, χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει ο ηχολήπτης και μας λέει ότι κάποια κυρία μας ζητάει. Το σηκώνω εγώ και ακούω: «καλησπέρα… είμαι η Άντζελα Δημητρίου, με ποιον μιλώ παρακαλώ;» Κόκαλο εγώ… Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο, να κρατήσω τα γέλια μου, αλλά και να είμαι alert σε οποιαδήποτε κατσάδα θα μου έριχνε. Βάζω μπρος διπλωματία και ψυχραιμία και της λέω: «ο Τάκης Γιαννούτσος είμαι… τι κάνεις Άντζελα; Με θυμάσαι;» (Σημ. πριν λίγα χρόνια δούλευα ως αρχισυντάκτης σε μία πρωινή τηλεοπτική εκπομπή και ως καλεσμένη εκεί, την είχα γνωρίσει αρκετά καλά). «Έλα βρε Τάκη μου… εσύ είσαι; Και ακούω τόση ώρα τη φωνή σου… Και λέω… κάπου τον ξέρω, κάπου τον ξέρω… Τι κάνεις αγορίνα μου; Έχω πεθάνει στα γέλια μ’ αυτά που λέτε. Είμαι σ’ ένα ταξί, πηγαίνω στο μαιευτήριο και σας ακούμε. Έχουμε λυθεί στα γέλια με τον ταξιτζή εδώ μέσα… Συνεχίστε…» Να μη στα πολυλογώ, μάλλον ξέχασε γιατί μας πήρε τηλέφωνο, ή αιφνιδιάστηκε και αυτή με την απροσδόκητη ντρίπλα, με αποτέλεσμα να γλιτώσουμε στο 90’ το σίγουρο κράξιμο»
«Ιστορίες; Πάρα πολλές ευχάριστες και δυσάρεστες», λέει ο Νίκος Γκαραβέλας. «Από στριπτήζ στο στούντιο, πάρα πολλές φορές, μέχρι και τελευταίες λέξεις από ανθρώπους που έφυγαν από την ζωή και ήθελαν να με ακούσουν, να ακούσουν την ‘φωνή’. Καταστάσεις χαραγμένες στην σκέψη και την ψυχή μου».
Ο Τάκης Γιαννούτσος από την άλλη, μου λέει: «Όπως λένε και οι κουλτουριάρηδες του τόπου: ‘δεν θα πετούσα τίποτα… ούτε καν τα λάθη μου… ακόμα κι αν γύρναγα το χρόνο πίσω, πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα…’ Πραγματικά σου μιλάω, δεν θα πετούσα τίποτα. Όλες οι άσχημες στιγμές δεν θα ήταν τόσο άσχημες αν δεν είχαν προηγηθεί οι υπέροχες. Και το αντίστροφο. Άλλωστε όσο περνάει ο καιρός, μόνο τα καλά σου μένουν. Είναι τόσο φανταστική αυτή η δουλειά, που μόνο τυχερός μπορώ να αισθάνομαι. Όπως σου είπα και στην αρχή, ξεκίνησα το ραδιόφωνο μία εποχή, που δεν το έλεγες δουλειά, αλλά χόμπι. Σκέψου λοιπόν τι τύχη είναι να ζεις από το χόμπι σου». 




