«Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες;»

«Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή». Ο Νίκος Καββαδίας, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1910, μέσα από τα δικά του λόγια.

«Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες;»

Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στο μπορντέλο. Τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες πού 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη.

Οι γυναίκες. Δεκατεσσάρω χρονώ. Κι αυτές που θα γίνουν κατόπι οι χειρότερες πόρνες, κι αυτές που θα κυλιστούνε σε βρώμικα σεντόνια, στους δρόμους, στα πάρκα... και κείνες που δεν κυλιστήκανε και δεν είναι πια δεκατεσσάρω, που δεν θα πέσουνε ποτέ τους με άντρες, που δεν θα σκεφθούνε τη μοιχεία, το δόλο, την προδοσία, που δεν θα λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογημένες.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει, έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. Σιχαίνομαι τον ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.

Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια... Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ' ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.

Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πώς δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ. Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει -με τον τρόπο του- και να τ' αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις;

Το «ευχαριστώ» είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου, δεν χωράει πληρωμή.

Καβούρια που μυρίζουνε βούρκο. Να 'ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι το ’χουνε φοβηθεί... Δε φοβάμαι μόνον εγώ. Είναι κι άλλοι, μα δεν το μολογάνε. Το 'χω διαβάσει στα μάτια τους. Αν περιμένεις να σου μιλήσουν οι θαλασσινοί, να σου ανοίξουν την καρδιά τους, πρόκοψες... Η αλήθεια γρουσουζεύει. Τη λέμε πού και πού μοναχοί, από μέσα μας και πάλι φοβόμαστε.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v