Ένα... εξοντωτικό Eurobasket έφτασε στο τέλος του με έναν συναρπαστικό τελικό. Τι μένει από την ισπανική διοργάνωση και τι περιμένουμε να δούμε μελλοντικά από τη δική μας εθνική ομάδα;
Παλαιότερο των 360 ημερών
του Λουκά Τσουκνίδα
Μια παρέα τρελών σουτέρ και ψηλόλιγνων φόργουορντ, έπεσε θύμα της μεγάλης έκπληξης στο ευρωμπάσκετ του ’93 χάνοντας στο τσακ τον τίτλο από τους γηπεδούχους Γερμανούς. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια πήρε στη Ρωσία να ξαναβρεθεί στην ίδια θέση, αυτή τη φορά όμως με την άνεση του αουτσάιντερ όπως οι τότε αντίπαλοί τους. Έπαιξαν στα ίσα τους υπερόπτες, γηπεδούχους Ισπανούς και πήραν το κύπελλο δια χειρός ενός αμερικάνου, του τρελού σουτέρ Τζέι Αρ Χόλντεν, που όπλισε και πυροβόλησε την πιο κρίσιμη στιγμή. Ψυχρός πόλεμος και αηδίες.
Ένας συναρπαστικός τελικός ήταν αυτό που χρειαζότανε το αμφίρροπο φετινό ευρωμπάσκετ, με τον εξοντωτικό τρόπο διεξαγωγής, που κούρασε κάποιους περισσότερο από τους αντιπάλους τους κι έστειλε τη Λιθουανία στην τρίτη θέση με μόλις μία ήττα σε εννιά αγώνες. Ένα σύστημα που καταγγέλθηκε απ’ όλους τους συμμετέχοντες, που παρά το ότι το γνώριζαν από πριν δεν μπορούσαν να φανταστούν την πιθανότητα να παίξει κανείς τρία παιχνίδια μέσα σε κάτι λιγότερο από τρεις μέρες.
Κατά διαστήματα πάντως είδαμε πολύ όμορφο θέαμα, πολλά παιχνίδια κρίθηκαν στο τελευταίο σουτ και στα δύο απ’ αυτά συμμετείχε η εθνική μας ως νικήτρια. Δυστυχώς η εξέλιξη στο θέμα της πρόκρισης στην Ολυμπιάδα δεν μας ευνόησε καθώς βγήκαμε τέταρτοι και απ’ ευθείας περνάνε οι τρεις, μιας και η Ισπανία μπαίνει ως πρωταθλήτρια κόσμου. Έτσι, θα πρέπει να ετοιμαστούμε για προολυμπιακό τουρνουά τον επόμενο Ιούλιο, όπου εκτός από τις τέσσερις ευρωπαϊκές, θα διαγωνιστούν για τρεις θέσεις μεταξύ άλλων και η Βραζιλία, το Πουέρτο Ρίκο και η Νέα Ζηλανδία. Μια πολύ σκληρή διοργάνωση δηλαδή, που απαιτεί από τις ομάδες που θα περάσουν τελικά στην Ολυμπιάδα να αφιερώσουν όλο το καλοκαίρι τους.
Πέρα από αυτό το πισωγύρισμα, η Ελλάδα πήρε ένα πολύτιμο αγωνιστικό μάθημα και σχετικά ανώδυνο αφού θα μπορούσε να βρεθεί και χαμηλότερα, όπως άλλοι διεκδικητές, για παράδειγμα η όγδοη Γαλλία. Στην ουσία, παρά τις κακές της εμφανίσεις, εδραίωσε τη θέση της ανάμεσα στους κορυφαίους δείχνοντας αν μη τι άλλο, έφεση στο να παίρνει δύσκολες νίκες με απίθανες ανατροπές.
Σε ένα σύντομο απολογισμό θα έλεγα ότι όλοι οι παίκτες έδειξαν μέρος των στοιχείων που τους έχουν φέρει πρόσφατα στην κορυφή, αλλά ποτέ μαζί και ποτέ ελεγχόμενα. Σε κάθε παιχνίδι υπήρχε ένας παίκτης που έκανε την υπέρβαση μέχρι που κατέληγε να παίζει μόνος του για τη νίκη. Πραγματικά ομαδικά, η εθνική λειτούργησε μόνο στο τελευταίο πεντάλεπτο με τη Σλοβενία, στο διάστημα της ανάκαμψης με την Κροατία και στο παιχνίδι με την Ισπανία όπου όμως, ο Βασίλης Σπανούλης ήταν απελπιστικά μόνος στην επίθεση. Κορυφαίος της ομάδας ήταν ο Δημήτρης Διαμαντίδης, που έπαιξε περισσότερο από ένα παιχνίδι παραπάνω απ’ όλους σε αγωνιστικά λεπτά και αναδείχθηκε πρώτος ριμπάουντερ και μπλοκέρ, παρά το ότι είναι ο… πλέι-μέικερ. Χειρότερος όλων ο Λάζαρος Παπαδόπουλος, που δεν μπόρεσε να φορμαριστεί πέρα από μια δυο εκλάμψεις στο ξεκίνημα κάποιων ματς. Λογικά θα επιστρέψει σε φόρμα, αφού έχει μια δύσκολη χρονιά μπροστά του στο ισπανικό πρωτάθλημα και την ευρωλίγκα με τη Ρεάλ. Οι ενδιάμεσοι κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα, πλην του Παναγιώτη Βασιλόπουλου που ήταν ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας αναλογικά με τα λεπτά που χρησιμοποιήθηκε. Ο Νίκος Ζήσης πάλι, έβαλε δυο πολύ κρίσιμα καλάθια στα ματς με Σλοβενία και Ισπανία κι έκανε ένα καλό παιχνίδι στο χαμένο μικρό τελικό, αλλά περιμέναμε πολύ περισσότερα.
Πλέον η εθνική και ο Παναγιώτης Γιαννάκης θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν την προοπτική της ανανέωσης με ιδιαίτερη σοβαρότητα καθώς το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πολύ κουραστικό. Οι αδυναμίες της ομάδας σε ριμπάουντ και περιφερειακό σουτ έγιναν πιο εμφανείς από ποτέ και φωνάζουν για διορθώσεις. Ο Νίκος Χατζηβρέττας δήλωσε πρώτος από τους παλιούς ότι αποχωρεί για να κάνει τόπο στην επόμενη φουρνιά, δίνοντας το ευχάριστο σύνθημα της αλλαγής –ωπ, λάθος λέξη για την εποχή- ενώ το φετινό πρωτάθλημα θα πρέπει να λειτουργήσει σα διαρκής δοκιμασία για τους νέους παίκτες των ομάδων.
Ο δράκος ξέρει καλύτερα, όπως έδειξε τα προηγούμενα χρόνια. Το μέλλον είναι που μετράει και το παιχνίδι είναι πάνω απ’ όλα.