Μια σύντομη βιογραφία ενός μεγάλου συνθέτη

Από τη Χίο στη Μακρόνησο κι από εκεί στο Παρίσι και ξανά στην εξορία της Χούντας, η ζωή του Μίκη ήταν γεμάτη αγώνες.
Μια σύντομη βιογραφία ενός μεγάλου συνθέτη

Από τη Χίο στη Μακρόνησο

Ο Μίκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι' αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στον Πύργο Ηλείας, ο ανήσυχος έφηβος πιάνεται από τη μουσική και από το βιολί του και σπουδάζει στο Ωδείο Πατρών δημιουργώντας τα πρώτα του τραγούδια. Οι συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του.

Ο Θεοδωράκης δίνει την πρώτη του συναυλία στην Τρίπολη παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 ο 18χρονος τότε Μίκης χτυπάει έναν ιταλό αξιωματικό, συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.

Στην Αθήνα, όπου διαφεύγει, ξεκινάει μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και ξεκινά τη γνωριμία του με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική, ενώ αναπτύσσει ταυτόχρονα αντιστασιακή δράση. Μπαίνει στην ΕΠΟΝ και το 1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού, ενώ τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών συμμετέχοντας σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και στα Δεκεμβριανά.

Οι προοδευτικές του ιδέες θα τον καταστήσουν καταζητούμενο και καταδιωκώμενο από τις αστυνομικές αρχές. Θα ζήσει για ένα διάστημα παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση, ενώ το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία μαζί με χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου τον βασανίζουν μέχρι παράλυσης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Ρώμη. 1954

Οι σπουδές στο Παρίσι και τα χρόνια της Χούντας

Από την Μακρόνησο φεύγει τον Αύγουστο του 1949 και το 1950 παίρνει τελικά με καθυστέρηση το δίπλωμά του από το Ωδείο στην αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα. Η τριετία 1954 με 1957 τον βρίσκει να σπουδάζει στο Παρίσι και να γράφει τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος».

Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1960 έχοντας κατασταλάξει μουσικά, και συνθέτει το 1958 τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, ένα έργο – σταθμός, που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Θα ακολουθήσει το «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριο - μετασυμφωνικό». Τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο είναι μεταξύ άλλων η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.

Μαζί με τον Χατζηδάκι το 1963 ιδρύει τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής, ενώ παράλληλα δεν αμελεί την πολιτική του δράση και γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, η οποία γεννιέται ως αντίδραση στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς.

Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ και, ένα χρόνο αργότερα, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ίδιου κόμματος. Με την επιβολή της δικτατορίας, στις 21 Απριλίου του 1967, απαγορεύεται η εκτέλεση, η πώληση και η ακρόαση των τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά είναι ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του συλλαμβάνεται και πάλι. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς φυλακίζεται στο κτίριο της Ασφάλειας επί της οδού Μπουμπουλίνας, μετά στις φυλακές Αβέρωφ και τέλος στο στρατόπεδο του Ωρωπού. Καθ’ όλη τη διάρκεια συνθέτει ακατάπαυστα και κατορθώνει να στέλνει έργα του στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Ύστερα από διεθνή κινητοποίηση και πιέσεις από επιφανείς προσωπικότητες, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει για το Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Από εκεί θα ξεκινήσει μια τεράστια περιοδεία σε όλο τον κόσμο, με συναυλίες, συναντήσεις με ξένους ηγέτες και προσωπικότητες, συνεντεύξεις, δηλώσεις, διαμαρτυρίες, που στόχο έχουν την πτώση της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονται παράνομα και γίνεται σύμβολο αντίστασης.



Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης

Το 1972 ιδρύει την πολιτική κίνηση «Νέα Ελληνική Αριστερά» και γίνεται συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης, ενώ το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής Β΄ Πειραιά με την «Ενωμένη Αριστερά». Το 1975 επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ. Έναν χρόνο αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της Αριστεράς (ΚΕΑ).

Από μουσικής πλευράς, το διάστημα 1967 έως 1980 στρέφεται στη σύνθεση κύκλων τραγουδιών, συνθέτοντας 22 κύκλους, ανάμεσά τους και τα «Τραγούδια του αγώνα», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Μυθιστόρημα», «Αρκαδίες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπαλάντες» και άλλα. Αξιομνημόνευτη είναι η σύνθεση του Canto General, ένα παγκοσμίως αγαπημένο έργο βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούντα, το οποίο ξεκίνησε να συνθέτει στο Παρίσι το 1972 και ακούστηκε για πρώτη φορά στις μεγάλες συναυλίες που έγιναν στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού τον Αύγουστο του 1975.



Στη δεκαετία του 1980 αναδείχτηκε βουλευτής του ΚΚΕ (1981-1986). Το 1987 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας, ενώ το 1989 γίνεται, μαζί με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Την περίοδο 1990-1993 υπήρξε βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ. και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη. Δικαιολογώντας αυτήν του την επιλογή, είχε αναφέρει πως η ΝΔ είναι η «η ισχυρή έπαλξη που μπορεί να βγάλει τον τόπο από τα εθνικά αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε από την οκτάχρονη πολιτική του ΠΑΣΟΚ».

Τον Σεπτέμβρη του 1992 υποβάλλει την παραίτησή του από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, επειδή δέχθηκε στο διαγωνιστικό της τμήμα ταινία προερχόμενη από τη δημοκρατία των Σκοπίων, ως προερχόμενη από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», συνθέτει τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και τερματίζει τη συνεργασία του με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Τον Μάρτιο του 1993 αναλαμβάνει γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται έναν χρόνο μετά καταγγέλλοντας την κυβέρνηση Παπανδρέου για «θανάτωση του οργανισμού δια της μεθόδου της ασφυξίας». Τον Ιούνιο του 1996, ορίζεται μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού που συστάθηκε από την υπουργό Ανάπτυξης, Βάσω Παπανδρέου.



Η «Σπίθα» και η Μακεδονία

Τον Δεκέμβρη του 2010, ο Μίκης ανακοινώνει την ίδρυση Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών με το όνομα «Σπίθα», μια κίνηση ενάντια στο καθεστώς του «Μνημονίου», με στόχο, όπως έλεγε, τη συμμετοχή του κάθε ανεξάρτητου πολίτη για την έξοδο της χώρας από τη βαθιά κρίση, στην οποία την υποχρέωσαν η διεθνής κρίση του καπιταλισμού και οι εξαρτημένοι από διεθνή κέντρα εξέχοντες πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι.

Δύο χρόνια μετά, το 2012, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη παρουσίασαν την πολιτική κίνηση «ΕΛΑΔΑ» (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) με σκοπό τη συγκρότηση ενός μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου.

Το 2013 ανακοινώνει την «αποστρατεία» του από την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις παρεμβάσεις ως το τέλος, όπως τον Μάιο του 2017, όταν μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, καλούσε τον κόσμο να κατέβει στο Σύνταγμα για να διαμαρτυρηθεί «ενάντια στο πραξικοπηματικό και καταστροφικό 4ο μνημόνιο». Την ίδια χρονιά, πραγματοποιείται η παράσταση - αφιέρωμα «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ» στο Καλλιμάρμαρο στις 19 Ιουνίου, όπου για πρώτη φορά 1.000 χορωδοί από 30 πόλεις της Ελλάδας σχημάτισαν μία πελώρια χορωδία, η οποία με τη συνοδεία Συμφωνικής Μαντολινάτας απέδωσαν μερικά από τα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού.

Τον Φεβρουάριο του 2018, θα γίνει ένας από τους κύριους ομιλητές στο Συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στην Αθήνα. Στον λόγο του ανέφερε πως «Η Μακεδονία είναι μία, ήταν, είναι και θα είναι πάντα ελληνική», φράση που χειροκροτήθηκε αλλά και προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις, όπως και το «Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες».

Ο Μίκης έφυγε ήρεμος και γαλήνιος στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω του δύο παιδιά τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα που έκανε με τον έρωτα της ζωής του, τη Μυρτώ Αλτινόγλου, αλλά και μια παγκοσμίου κλάσης μουσική παρακαταθήκη που δεν θα σβήσει ποτέ.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v