Τριήμερο τελευταίας στιγμής: Προλαβαίνετε!
Ποιος είπε ότι όποιος δεν προνόησε να κάνει κράτηση μένει στην Αθήνα; Ρίχνουμε ένα μαγιό, μια οδοντόβουρτσα και δύο παρεό σε μία τσάντα θαλάσσης, γεμίζουμε το ρεζερβουάρ και… πάμε γι’ άλλες παραλίες. Ακτοπλοϊκά εισιτήρια; Ποιος τα χρειάζεται;

Ανάμεσα στον Πάρνωνα, που υψώνεται ακοίμητος φρουρός πίσω του, και το Μυρτώο Πέλαγος, που απλώνεται μπροστά του μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα, το Κυπαρίσσι μοιάζει να στέκεται στην άκρη του κόσμου. Εδώ δε θα βρείτε κοσμικότητες, ούτε celebrities με Havaianas, ούτε beach bars να σερβίρουν Mojito σε πλαστικά τραπέζια στην παραλία. Θα βρείτε ένα αυθεντικό χωριό, χωρισμένο σε τρεις οικισμούς, τον έναν στους πρόποδες του βουνού και τους άλλους δύο στην παραλία –μια παραλία όνειρο, με πολύχρωμα βότσαλα και κρυστάλλινα νερά να τα πιεις στο ποτήρι– με πανέμορφα δρομάκια, που το βράδυ φωτίζονται ατμοσφαιρικά, και φιλόξενη αίσθηση. Θα βρείτε, επίσης, ταβερνάκια που σερβίρουν ολόφρεσκα θαλασσινά και τοπικά εδέσματα και μπαράκια που μένουν ανοιχτά μέχρι αργά –το προσωπικό κάποια στιγμή φεύγει, εσείς, αν έχετε φροντίσει την τελευταία παραγγελία σας, μένετε. Θα βρείτε κατοίκους που δεν μπαίνουν στον κόπο να κλειδώσουν τις πόρτες τους ή να περιφράξουν τις αυλές τους, αφήνοντάς τις να μοιάζουν με μικρές πλατείες. Θα βρείτε τη δική σας άκρη του κόσμου, στην οποία θα επιστρέφετε ξανά και ξανά, ανακουφισμένοι από την ανακάλυψη ότι υπάρχουν ακόμα τέτοια μέρη.
Γιατί βουτάμε σε μαγικά, γαλαζοπράσινα νερά. Γιατί περπατάμε σε αρχαία μονοπάτια, κάτω από αιωνόβια πλατάνια, μέσα σε δάση όλο τρεχούμενα νερά. Γιατί καθόμαστε στην πλατεία του χωριού στις Μηλιές ατενίζοντας το άπειρο, πίνοντας καφέ και ακούγοντας τις διηγήσεις των ντόπιων για την ιστορία του τόπου. Γιατί αυτός ο τόπος έχει πλούσια ιστορία, που ζωντανεύει στα ιστορικά του κτίρια, όπως το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου στη Μακρινίτσα, η Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς και η Δημόσια Βιβλιοθήκη Μηλεών. Γιατί ο Μουτζούρης, το θρυλικό τραινάκι που συνέδεε τις Μηλιές με το Βόλο από το 1903 μέχρι το 1971, κάνει την μαγευτική διαδρομή του μέσα στα δάση του Πηλίου από το Πάσχα μέχρι τον Οκτώβριο, ξεκινώντας από τον ιστορικό σιδηροδρομικό σταθμό των Μηλεών και φτάνοντας μέχρι τα Λεχώνια. Γιατί απολαμβάνουμε τοπικά εδέσματα, φτιαγμένα με μεράκι, χωρίς γκουρμέ κορώνες και «πειραγμένες» συνταγές. Γιατί ανακαλύπτουμε συνεχώς πανέμορφα χωριά, σκαρφαλωμένα σε βουνοπλαγιές, κρυμμένα πίσω από πυκνή βλάστηση. Γιατί όταν ανακοινώνουμε ότι θα πάμε στο Πήλιο παίρνουμε απάντηση «καλοκαιριάτικα;». Για όλους αυτούς και για άλλους τόσους λόγους το λατρεύουμε (και) τον Δεκαπενταύγουστο.
Η βόρεια έχει καταρράκτες. Η νότια έχει αξιοθέατα. Η βόρεια έχει απέραντες παραλίες και γραφικά χωριουδάκια. Η νότια έχει δρακόσπιτα και κοσμοπολίτικες κωμοπόλεις. Η βόρεια έχει δάση. Η νότια έχει ένα καταπράσινο φαράγγι κι έναν υδροβιότοπο παράδεισο για birdwatchers. Η βόρεια έχει τη Λίμνη. Η νότια έχει τη Χιλιαδού. Η βόρεια είναι περισσότερο δάσος. Η νότια είναι περισσότερο νησί. Και τα επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς συνεχίζονται επ’ άπειρον. Δύσκολη επιλογή; Από τις δυσκολότερες, σαφώς. Δεν πτοούμαστε, όμως. Φτιάχνουμε τον κατάλογο των προορισμών ανάλογα με το χρόνο και την όρεξη για διαδρομές που διαθέτουμε –στα must see οι καταρράκτες του Δρυμώνα και η Λίμνη στη Βόρεια, η Χιλιαδού και το κοσμοπολίτικο Μαρμάρι, ιδανικό ορμητήριο για επισκέψεις στο φαράγγι του Δημοσάρι, το Δρακόσπιτο της Όχης, τα νησάκια των Πεταλιών και τις παραλίες στη Νότια– και… ξεκινάμε το δικό μας, αυτοσχέδιο Camel Trophy από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη, αφήνοντας για άλλους το «λιώσιμο» σε ξαπλώστρες κάτω από τον ανελέητο ήλιο.
Την αγαπήσαμε ως την καλύτερη παραλία της Ελλάδας. Αμέτρητα χιλιόμετρα απαλής, χρυσαφένιας άμμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, κρυστάλλινα νερά στις αποχρώσεις του Ιονίου κι ένας ορίζοντας απέραντο γαλάζιο που βάφεται με τα πλέον φαντασμαγορικά χρώματα της Δύσης κάθε απόγευμα. Απαλοί αμμόλοφοι που διακόπτονται από τις γραμμές του τραίνου εκεί που κάποτε υπήρχε –και σύντομα θα ξαναϋπάρξει– ένα πευκοδάσος υπερπαραγωγή. Μέχρι τότε, επιστρέφουμε στο χαμένο μας παράδεισο όχι τιμής ένεκεν, ή κατά τον ίδιο τρόπο που δε θα εγκαταλείπαμε τον καλύτερό μας φίλο στα δύσκολα, αλλά γιατί όσες φυσικές (;) καταστροφές κι αν περάσουν από πάνω του, εκείνος πάντα θα το αξίζει –γιατί θα διατηρεί την ιδιαίτερη ομορφιά του. Έστω και χωρίς το πράσινο background της. Το ίδιο ισχύει και για την Ολυμπία, που απέχει από εδώ μόλις 25 χιλιόμετρα, για το απαραίτητο sightseeing και τα ενεργειακά vibes της. 


