Μισαλλοδοξία: Μουσικοθεατρική εμπειρία χωρίς λόγια
Αντλώντας υλικό από το βωβό κινηματογραφικό έπος του Γκρίφιθ, η παράσταση-πείραμα της Ιούς Βουλγαράκη μιλά στο θεατρόφιλο κοινό χωρίς λόγια.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Γκομούζα
Σκηνογραφία λιτή, αλλά εξόχως λειτουργική και πολυσήμαντα φορτισμένη. Ένας θίασος πρωταγωνιστών αφοσιωμένος στην κοινή υπόθεση, εν τέλει και καλλίφωνος. Μια μουσική παρτιτούρα που υπογραμμίζει πράξεις, εντάσεις, χειρονομίες και συναισθήματα. Να που δεν χρειάζονται απαραίτητα πολλά… λόγια για να μιλήσει μια παράσταση εύγλωττα στο κοινό. Γιατί η πρόταση-πείραμα που καταθέτει αυτές τις μέρες η νεαρή (γεννημένη το 1985) σκηνοθέτιδα Ιώ Βουλγαράκη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών πατά ως υπόθεση αλλά και ως φόρμα σε μια αιωνόβια πλέον ταινία του βωβού κινηματογράφου.
Μισαλλοδοξία. Στο ερμηνευτικό λεξικό, το μίσος εναντίον ατόμων με διαφορετική άποψη. Στο σινεφιλικό, η εμβληματική σπονδυλωτή ταινία διά χειρός Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ. Το ημερολόγιο έγραφε 1916 όταν ο Αμερικανός δημιουργός παρουσίαζε σε μια τρίωρη υπερπαραγωγή, με κολοσσιαία σκηνικά και χιλιάδες κομπάρσους, τέσσερις ιστορίες που μας ταξιδεύουν από την πτώση της αρχαίας Βαβυλώνας και τη σταύρωση του Ιησού κι από τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου έως την ταξική πάλη στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα.
Η ομάδα ΠΥΡ (που ίδρυσαν το 2012 η σκηνοθέτιδα μαζί με την ηθοποιό Δέσποινα Κούρτη και τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Αργύρη Ξάφη) επέλεξε να καταπιαστεί με το πιο πρόσφατο στη χρονολογική αλυσίδα επεισόδιο του φιλμ. Την ιστορία ενός κοριτσιού και του αγαπημένου της, ο οποίος καταδικάζεται άδικα για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, και την προσπάθειά τους να επιβιώσουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον άγριου καπιταλισμού και πουριτανισμού.
Στόχος των συντελεστών, όπως σημειώνουν, να μιλήσουν χωρίς λέξεις για τον θυμό, που έχουμε μέσα μας και ψάχνει πάντα ένα πρόσφορο θύμα, για τον φόβο, που δεν μας αφήνει να δούμε ποιοι είμαστε, για τη μοναξιά, που ανακυκλώνουμε “φτιάχνοντας” ανθρώπους που μας μοιάζουν, για το μίσος, για τον έρωτα ως επανάσταση προσωπική.
Διασκευάζοντας το έργο του Γκρίφιθ για το θεατρικό σανίδι, η Ιώ Βουλγαράκη χρησιμοποίησε στοιχεία της κινηματογραφικής γλώσσας (οπτικά κωμικά ευρήματα του βωβού και γραπτές σε ταμπλό «οδηγίες» που προωθούν με ελλειπτικές ατάκες την υπόθεση) και έπλεξε τις επιμέρους σκηνές σε μια πυκνά υφασμένη ποιητική δραματουργία. Τη σκηνοθετική άποψη για μια παράσταση εύγλωττη μες στην βωβή της φόρμα και συνάμα με ρυθμό υπηρέτησε σύσσωμη η ομάδα που δούλεψε γι’ αυτό το ιδιαίτερο εγχείρημα.
Πολύτιμος αρωγός, η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή συνομιλεί, με καίριες τονικές νύξεις, με πρόσωπα και καταστάσεις. Την ερμηνεύουν με ζέση επί σκηνής τέσσερις μουσικοί (Μαρία Δελή, Θόδωρος Κοτεπάνος, Φώτης Παπαντωνίου, Δημήτρης Χουντής) συμμετέχοντας ενίοτε και με τη φυσική παρουσία τους στη δράση.
Εύστοχα μετρημένο, το αφαιρετικό σκηνικό περιβάλλον που υπογράφει η Άννα Φιοντόροβα. Δύο κλίμακες-εξώστες, σε διαρκή χωρική και εννοιολογική επανατοποθέτηση, «κατοικούνται» κατά περίπτωση ως τόποι περισυλλογής, μοναξιάς και κρίσης, ενώ μπορεί να γίνονται φορείς και ταξικής ταυτότητας. Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και ρέουσα η κινησιολογία της Σταυρούλας Σιάμου. Σε στιγμές όπως η μετωπικά χορογραφημένη σκηνή της απεργίας βρέθηκαν σε αγαστή σύμπνοια καθώς οι φωτισμοί τόνιζαν τα περιγράμματα των φιγούρων-ερμηνευτών αναδεικνύοντας τη δυναμική του συνόλου.
Οι ηθοποιοί της παράστασης υπηρέτησαν με σφρίγος περισσότερους από έναν χαρακτήρες. Ιδιαίτερη μνεία για το Κορίτσι με το μπαλόνι της Δέσποινας Κούρτη: με την απροσποίητη εκφραστικότητά της δείχνει ότι διαθέτει στόφα θεατρίνας του… βωβού κινηματογράφου. Και πώς να μην αναφερθείς στις γεροντοκόρες-Αναμορφώτριες τις οποίες ζωντανεύει σπαρταριστά ένα συντονισμένο ανδρικό κουαρτέτο (Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης, Σωκράτης Πατσίκας).