Ενυδρείο: Η μοναξιά σε εποχές κρίσης

Μέσα από ένα επεισόδιο που επαναλαμβάνεται συνεχώς στους δρόμους της Αθήνας, ο Γιώργος Κουτσούκος καταφέρνει να αποτυπώσει την μοναξιά που γέννησε η κρίση.
Ενυδρείο: Η μοναξιά σε εποχές κρίσης
Ξανά και ξανά η ίδια μικρή ιστορία. Δυο τρεις σελίδες με την αφήγηση του πώς ο Παύλος Καρτίνης μπανίζει μια ωραία γυναίκα στον δρόμο κι επίτηδες αφήνει το άδειο πορτοφόλι του να πέσει μπροστά της, αυτή να το σηκώσει και να αρχίσει έτσι μια σύντομη κουβεντούλα που στηρίζεται στην προσχεδιασμένη φράση του πρωταγωνιστή: «Έχετε κάτι θλιμμένο στα μάτια σας», ή κάτι παρόμοιο. Το ευφάνταστο σενάριο επαναλαμβάνεται μερικές φορές, με ελάχιστη επιτυχία, αν και εξ αρχής προσμένουμε ότι κάποια στιγμή, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχίες, ο Παύλος θα καταφέρει κάτι περισσότερο από μια ολιγόλογη συζήτηση.

Η επαναλαμβανόμενη αυτή αφήγηση διαφοροποιείται από δρόμο σε δρόμο της Αθήνας, στους οποίους εκτυλίσσεται η παραπλανητική δράση του Παύλου, όχι μόνο στις επιμέρους λεπτομέρειες αλλά και στα χαρακτηριστικά που βλέπουμε σε κάθε κοπέλα, αλλά και στην ελαφρώς ή έντονα αλλαγμένη αντίδραση που ο περιπατητής συναντά. Έτσι, ο αναγνώστης δεν βαριέται, αν και πάντα κάτι περιμένει να αλλάξει δραματικά.

Το σημαντικό όμως δεν είναι η διαφυλική πρόκληση που επιχειρείται. Το πιο γοητευτικό ατού του μυθιστορήματος είναι η σύζευξη ερωτικής πρόσκλησης και οικονομικής κρίσης. Οι δρόμοι στους οποίους ο κεντρικός χαρακτήρας περιηγείται είναι γεμάτοι με κλειστά μαγαζιά και λουκέτα, ανθρώπους που σφίγγουν τα παλτά τους από απόγνωση, άστεγους και βαριά συναισθήματα. Αν και η αφήγηση δεν εκπέμπει τραγικότητα, η ελαφράδα του ερωτικού καλέσματος αμαυρώνεται από τις απολύσεις και το οικονομικό αδιέξοδο που πλανάται στην ατμόσφαιρα. Η αντίθεση προσμονής και απόγνωσης, ερωτικής ελπίδας και κοινωνικής απελπισίας, νομίζω, πετυχαίνει με πολύ εύστοχο τρόπο να αποδώσει την ατμόσφαιρα που υπάρχει στα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας.

Τελικά, τα χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους επεισόδια δεν αποτυπώνουν ένα είδος “καμακίου”, μια ερωτοτροπία με σεξουαλικά ή άλλα παρόμοια κίνητρα. Ο Κουτσούκος προσπάθησε να δείξει τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, τη μιζέρια της ζωής του, την οποία επιχειρεί να διασπάσει κατασκευάζοντας σενάρια. Το ριγμένο πορτοφόλι είναι ακριβώς η σταθερή μανιέρα στη σκηνοθεσία της προσέγγισης, στην ηθοποιία της επαφής. Κι η θλίψη, την οποία προφασιζόταν ότι ένιωθε στα μάτια της κοπέλας που “τσιμπούσε”, ήταν η δική του αίσθηση για το πιο μόνιμο συναίσθημα που εκπέμπει η πόλη. Τόσο ο ίδιος δηλαδή όσο και οι γύρω του πιο πιθανόν είναι, από στατιστικής απόψεως, να διακρίνονται από θλίψη, από μια βαθιά χωνεμένη μελαγχολία, από ένα αίσθημα ανικανοποίητου παρά από οτιδήποτε άλλο.

Έτσι, το δίπολο μοναξιά – θλίψη εκφράζει με τον πιο πετυχημένο τρόπο την κίνηση του πεζού στους αθηναϊκούς δρόμους, ο οποίος, είτε περπατά από άσκοπη περιπλάνηση ή από αγχωμένη δουλειά, ασφυκτιά στο γκρίζο περιβάλλον μέσα και έξω από το σαρκίο του. Ο Παύλος Καρτίνης νιώθει μοναξιά και επικαλείται τη θλίψη των άλλων, προκειμένου να βρει τη μοναξιά τους και να καλύψει με αυτόν τον τρόπο τη δική του θλίψη.

Η επανάληψη προχωρά σημειωτόν, ίσως με μικρά βήματα νέων προκλήσεων, συζητήσεων και δοκιμασιών. Τελικά, ο Παύλος απολύεται από τη δουλειά του, οι κοπέλες εξακολουθούν να υπεκφεύγουν στο κάλεσμά του, η ζωή σε αυτήν την πόλη δύσκολα αλλάζει… Ο πρωταγωνιστής συμβολίζει τον σημερινό Έλληνα, αποτυχημένο στις διαπροσωπικές του σχέσεις και αποτυχημένο στα επαγγελματικά του. Γι’ αυτό είναι τόσο οικείος και τόσο συμπαθητικός μέσα στην τραγικότητά του.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Γιώργος Κουτσούκος
Ενυδρείο
εκδόσεις Κίχλη
2014
Σελ. 160
Τιμή: 13,50€

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v