Love and Mercy: Οι Beach Boys στο πανί

Ο Τζον Κιούζακ και ο Πολ Ντάνο υποδύονται εναλλάξ τον frontman των Beach Boys σε δύο διαφορετικές φάσεις της ζωής του, σε μια ευχάριστη μουσική βιογραφία.
Love and Mercy: Οι Beach Boys στο πανί
του Λουκά Τσουκνίδα

Η μουσική ιδιοφυία του Μπράιαν Γουίλσον, φρόντμαν των θρυλικών Μπιτς Μπόιζ, είναι το αντικείμενο της πρώτης σκηνοθετικής απόπειρας του παραγωγού Μπιλ Πόλαντ εδώ και 14 χρόνια. Το “Love & Mercy”, διεκπεραιωμένο με τις ευχές του ζεύγους Γουίλσον, είναι η σύζευξη δύο σημαντικών περιόδων στη ζωή του σπουδαίου δημιουργού. Το αποτέλεσμα είναι μια ευχάριστη, όσο κι επιφανειακή, ματιά στο μυαλό και στην ψυχή του Μπράιαν Γουίλσον, με τους πρωταγωνιστές και τη μουσική να καλύπτουν τις αδυναμίες του όλου εγχειρήματος.

Η υπόθεση

Κάπου στη δεκαετία του ‘80, υπό την επίβλεψη του ψυχοθεραπευτή και νόμιμου κηδεμόνα του, Δρ. Γιουτζίν Λάντι, ο σαραντάρης Μπράιαν Γουίλσον συναντά τη Μελίντα Λεντμπέτερ, τη μέλλουσα σύζυγό του. Κάπου στη δεκαετία του ‘60, ο εικοσάρης Μπράιαν Γουίλσον σταματά να περιοδεύει με τους Μπιτς Μπόιζ ώστε να κλειστεί στο στούντιο και να συνθέσει το επόμενο άλμπουμ τους, το θρυλικό πλέον “Pet Sounds”.

 
Η κριτική

Μια ενδιαφέρουσα, δημιουργική και ταραχώδης ζωή δεν οδηγεί πάντα σε μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική βιογραφία. Η ζωή του Μπράιαν Γουίλσον βέβαια, απέχει αρκετά απ’ τον στερεοτυπικό μύθο του κλασικού ροκ σταρ, παρ’ ότι περιλαμβάνει όλα τα συστατικά: εξάρσεις δημιουργικότητας και βίτσια μιας παρεξηγημένης ιδιοφυίας, επιτυχίες και αποτυχίες, τσακωμούς και ξέφρενα πάρτι, ναρκωτικά και αλκοόλ, ψυχιατρικά προβλήματα, θεαματική πτώση και εξίσου θεαματική επάνοδο. Κι από γυναίκες, θα μου πείτε, τι παίζει; Κόντρα στο ροκ-σταριλίκι του, ο Γουίλσον παντρεύτηκε νωρίς, για μια δεκαπενταετία, μέχρι που έπεσε στο βούρκο της ψυχιατρικής του κατάστασης. Μόλις βγήκε από ‘κει, απλώς ξαναπαντρεύτηκε. Έκανε δύο παιδιά και υιοθέτησε άλλα πέντε.

Η δεύτερη γυναίκα της ζωής του, η Μελίντα Λεντμπέτερ είναι ο ένας πόλος της βιογραφίας του Πόλαντ και των σεναριογράφων του, Μάικλ Λέρνερ και Όρεν Μόβερμαν –ο οποίος βρισκόταν και πίσω απ’ την ιδιόμορφη βιογραφία του Ντίλαν, “I’m Not There”, που σκηνοθέτησε ο Τοντ Χέινς.

Στη δεκαετία του ‘80, βλέπουμε έναν άτολμο Γουίλσον ο οποίος κινείται πάντα υπό την επίβλεψη των ανθρώπων του κηδεμόνα του, Δρ Λάντι, να προσπαθεί να πλησιάσει μια όμορφη πωλήτρια και, γιατί όχι, να φλερτάρει μαζί της. Η μυστηριωδώς παιδική αδεξιότητά του σε συνδυασμό με την αφοπλιστική ειλικρίνεια κάποιου που μόλις ξεκινά να ζει και πάλι τραβά το ενδιαφέρον της κοπέλας που δέχεται να έρθει πιο κοντά του. Όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Μπράιαν βρίσκεται κάτω απ’ την επιρροή ενός επικίνδυνου ανθρώπου που τον μπουκώνει στα φάρμακα βάσει μιας πρόχειρης διάγνωσης, η Μελίντα κάνει τα πάντα για να τον βοηθήσει να απεμπλακεί. Κάτι καθόλου εύκολο, αφού ο άνθρωπος που είχε τον απόλυτο έλεγχο της μουσικής του δεν έχει πια ούτε τον ελάχιστο έλεγχο στη ζωή του.

Ο άλλος πόλος στην αφήγηση των δημιουργών είναι το “Pet Sounds”, το άλμπουμ που βγήκε εξολοκλήρου απ’ τη διάνοια του Μπράιαν Γουίλσον σε μια περίοδο που ο ίδιος έμοιαζε να βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας φοβερής δημιουργικής έξαρσης, λίγο πριν ξεκινήσει η πτώση του.

Βλέπουμε έναν εικοσάχρονο γεμάτο ιδέες και ενθουσιασμό, κάποιον που έχει το θάρρος να φιλοδοξεί να γράψει το καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών και να ξεπεράσει τους κορυφαίους της εποχής του όπως π.χ. ο Φιλ Σπέκτορ. Κάτω απ’ τη σκιά ενός επικριτικού πατέρα και κόντρα στην αντίληψη του ξαδέλφου του, Μάικ Λαβ, ότι οι Μπιτς Μπόιζ πρέπει να παίζουν μουσική που πουλάει και ακούγεται χαρούμενη, ο Μπράιαν πειραματίζεται σαν τρελός και χαίρεται σαν παιδί με τη φάση της ηχογράφησης. Μαζί του χαίρονται και όλοι όσοι συμμετέχουν κι η διαδικασία μοιάζει με μια γιορτή της μουσικής.

Ο Πόλαντ μπλέκει δημιουργικά τις δύο πολύ σημαντικές περιόδους στη ζωή του Γουίλσον, δυο περιόδους που αποτελούν τελικά προπομπούς της παρακμής και της επανόδου, αντίστοιχα, του σπουδαίου αυτού μουσικού. Το κομμάτι των έιτιζ είναι ένα γνήσιο, αν και κάπως επιφανειακό, αισθηματικό ψυχόδραμα δοσμένο απ’ την πλευρά της Μελίντα, ενώ το κομμάτι των σίξτιζ είναι μια ιδιόρρυθμη, γεμάτη μουσική ματιά στον εσωτερικό κόσμο του Μπράιαν, μια απόπειρα να δούμε από που πηγάζει η ικανότητά του να συνθέτει με τον τρόπο που θαυμάζουμε. Παρά τις όποιες αδυναμίες και τους εύκολους συναισθηματισμούς, το μίγμα δουλεύει μια χαρά και με τη βοήθεια της υπέροχης μουσικής --συνδυασμένης υπέροχα με την αφήγηση, για φανς και μη-- το αποτέλεσμα είναι αρκούντως απολαυστικό.

Σ’ αυτό, βέβαια, συμβάλλουν και οι πρωταγωνιστές, ο πάντα μετρημένος Τζον Κιούζακ (στο ρόλο του σαραντάρη Γουίλσον) και ο εκπληκτικός Πολ Ντάνο (ως εικοσάχρονος Μπράιαν) που αφήνει να τον καταλάβει πλήρως ο χαρακτήρας και η μουσική του. Η Ελίζαμπεθ Μπανκς στέκεται πολύ καλά στο ρόλο της Μελίντα, κάτι που δεν ισχύει και για τον Πολ Τζιαμάτι, ο οποίος όμως δουλεύει με μια καρικατούρα, τον κακογραμμένο χαρακτήρα του “κακού” Δρ Γιουτζίν Λάντι.

Το “Love & Mercy” είναι μια αποτελεσματική, ευχάριστη μουσική βιογραφία, καλοπαιγμένη, αλλά και πιο ανάλαφρη, καλώς ή κακώς, απ’ ότι υποδηλώνει το θέμα της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το υπερηρωικό “Fantastic Four”, το “Rosewater” του Τζον Στιούαρτ, το θρίλερ “Partisan”, το “French Riviera” του Αντρέ Τεσινέ και η ιταλική κομεντί “Short Skin”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v