Interstellar: Η επιστροφή του Κρίστοφερ Νόλαν

Ο μέγας Κρίστοφερ Νόλαν επιστρέφει στις σκοτεινές αίθουσες με μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που ακροβατεί ανάμεσα στις αδυναμίες και τις αρετές της.
Interstellar: Η επιστροφή του Κρίστοφερ Νόλαν
του Λουκά Τσουκνίδα

Όσο υπερβολικό κι αν μοιάζει, η πικρή αλήθεια είναι πως το είδος της επιστημονικής φαντασίας δεν έχει τύχει καλής μεταχείρισης απ’ τον κινηματογράφο. Οι όποιες φωτεινές εξαιρέσεις δε, αποτελούν απλώς μια επιβεβαίωση του κανόνα αφού, για κάθε αξιοπρεπή ταινία που καταφέρνει να υπερβεί τους περιορισμούς και τις ευκολίες του είδους, έχουν γυριστεί και μερικές δεκάδες που εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι είμαστε αναγκασμένοι να χάψουμε ασυζητητί τα ¾ απ’ όσα βλεπούμε, ώστε ν’ απολαύσουμε το υπόλοιπο ¼ χωρίς να νιώθουμε ηλίθιοι. Το “Interstellar” είχε τα όλα τα φόντα (πρωτογενές υλικό, δημιουργοί, καστ, μπάτζετ) να ανήκει στις εξαιρέσεις. Αντ’ αυτού, πέφτει με κρότο στο λάκκο του κανόνα. .

Η υπόθεση

Βρισκόμαστε σ’ ένα ζοφερό για τους ανθρώπους μέλλον, όπου η έλλειψη τροφίμων και οι ραγδαίες κλιματικές αλλαγές απειλούν το είδος μας με αφανισμό. Σε μια τελευταία, απέλπιδα προσπάθεια της επιστήμης να σώσει την ανθρωπότητα, ο Κούπερ εγκαταλείπει την οικογένειά του για να ηγηθεί μιας αποστολής στον χωροχρόνο που θα μπορούσε να παράξει λύση. Τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν, μα η απάντηση βρίσκεται σε όσα έχουν αφήσει πίσω τους...



Η κριτική

Το “Interstellar” είναι μια ταινία για το επερχόμενο τέλος του πλανήτη και την απειροελάχιστη πιθανότητα που διαθέτουν όσοι ετοιμάζονται να το βιώσουν, για να σωθούν. Προφανώς, αυτή η απειροελάχιστη πιθανότητα βρίσκεται στα χέρια ενός ανθρώπου, που θυσιάζει μια ζωή δίπλα στα παιδιά του, μπας και τα δει κάποτε να πεθαίνουν από βαθιά γεράματα. Να τα δει στην κυριολεξία, αφού η αποστολή στο βαθύ διάστημα η οποία αναλαμβάνει δεν ανταποκρίνεται στις γήινες συμβάσεις περί χρόνου κι έτσι, αν ποτέ γυρίσει, ίσως και να μην έχει περάσει λεπτό από πάνω του.

Τα αδέρφια Νόλαν, που συνυπογράφουν το σενάριο, ήξεραν καλά ότι η σωτηρία του ανθρώπινου είδους δε φτάνει για να νοηματοδοτήσει ένα τρίωρο έπος που διαδραματίζεται, κυρίως, στο υπερπέραν και να κρατήσει τους θεατές σε αγωνία, καρφωμένους στη θέση τους. Επένδυσαν έτσι στον ήρωα, τον πρώην πιλότο της NASA και νυν αγρότη Κούπερ, και στη σχέση του με την κόρη του, την πανέξυπνη Μέρφι που είναι το ίδιο ευφυής, περιπετειώδης και ξεροκέφαλη μ’ εκείνον. Οι δυο αυτοί χαρακτήρες, λοιπόν, είναι που τραβάνε όλο το συναισθηματικό κουπί της ταινίας, μιας και η γυναίκα της αποστολής, η νεαρή Δρ Μπραντ, είναι ερωτευμένη με κάποιο μέλος της παλιότερης, χαμένης αποστολής και ουδέποτε φλερτάρει με τον, ενδιαφερόμενο αρχικά, πιλότο.

Αυτό είναι και το μοναδικό κλισέ που αποφεύγουν οι δημιουργοί, αφού στην προσπάθειά τους να δώσουν συναισθηματικό βάρος σε όσα ακατάληπτα ψευδοεπιστημονικά διαδραματίζονται στην οθόνη μας, ακολουθούν πρετ-α-πορτέ δραματουργικές συνταγές, όπως η άρνηση του άντρα να πεθάνει μακριά απ’ τα χώματα που έθαψε τα μέλη της οικογένειάς του, κι επιστρατεύουν διάφορους χιλιοφορεμένους μύθους, όπως αυτός που λέει ότι η Γη απλώς θα μας ξεφορτωθεί μια μέρα με τον τρόπο της εξαιτίας όσων της έχουμε κάνει.

Άσχετα απ’ αυτές τις ευκολίες, πάντως, το δίπολο πατέρας-κόρη δουλεύει μια χαρά και δίνει άπειρο χώρο στους δύο πρωταγωνιστές να δικαιολογήσουν το κασέ τους. Ο Μάθιου Μακόνεχι και η Τζέσικα Τσαστέιν ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους εξαιρετικά κρατώντας το ενδιαφέρον μας αμείωτο, όχι μόνο για το πώς θα σωθεί η ανθρωπότητα, αλλά, κυρίως, για το αν θα ξανασυναντηθούν ποτέ τους γονιός και παιδί -έχοντας χωρίσει μαλωμένοι, χάρις στην πιο σωτήρια για το έργο επιλογή των σεναριογράφων. Το ωραίο εδώ, είναι πως οι δυο αυτές υποπλοκές ενώνονται σε μία με τρόπο που σε κάνει να θυμάσαι το “Inception” και όχι το τελευταίο “Batman”, πάνω που η “κοιλιά” μεγαλώνει και δε βλέπουμε σημάδια ανάκαμψης.

Το κακό απ’ την άλλη, είναι ότι όσο μεγαλειώδης είναι η ανατροπή της προδιαγραφόμενης καταστροφής τόσο βαρύγδουπη είναι η ραγδαία κατρακύλα του φινάλε απ’ τη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας σ’ εκείνη της φαντασιόπληκτης μπαρούφας, όπου το κουβάρι του “χάπι εντ” ξετυλίγεται εξαιρετικά βιαστικά και τσαπατσούλικα, χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις ή προσπάθεια για μια στοιχειώδη αληθοφάνεια.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν είναι ούτε χτεσινός ούτε περαστικός απ’ το χώρο του εμπορικού σινεμά κι έτσι στήνει την αφήγησή του επαρκώς, χρησιμοποιώντας “παραδοσιακές” μεθόδους και κρατώντας χαμηλούς τόνους στο οπτικό κομμάτι, απο αισθητικής, αλλά και τεχνολογικής άποψης. Στο επίκεντρο του φανταστικού μελλοντικού κόσμου του είναι πάντα ο άνθρωπος, οι ικανότητες και οι αδυναμίες του, κάτι που, βεβαίως, θα μπορούσε να μην υπογραμμίζεται κάθε λίγο και λιγάκι από “ατάκες” και “τσιτάτα”. Αυτά, απλώς μας θυμίζουν πόσο υποδεέστερο είναι το σενάριο, όσων μπορεί να κάνει ο Νόλαν απ’ την καρέκλα του μαέστρου.

Το “Interstellar” είναι μια καλοφτιαγμένη εμπορική ταινία, κι ας ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στις αδυναμίες και τις αρετές της. Παραμένει, όμως, πολύ κατώτερη των προσδοκιών, όσο και των δυνατοτήτων του δημιουργού της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το πολύ καλό νέο δράμα των αδερφών Νταρντέν “Two Days, One Night”, η υπέροχη σουηδική κομεντί “We Are The Best!”, το συμπαθητικό, λόου-μπάτζετ θρίλερ “Blue Ruin”, το καλοπαιγμένο, αλλά εξυπνακίστικο “The Drop”, η ταινία τρόμου “The Battery” και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Big Hero 6”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v