Μια ώρα με τον Άγγελο Σκούρτη

Ένα ποτάμι γεμάτο θύμησες αλλά και σκέψεις για το τώρα η συνάντησή μας με τον γνωστό εικαστικό. Δείτε τι μας είπε.
Μια ώρα με τον Άγγελο Σκούρτη

της Ιωάννας Γκομούζα

Τον συνάντησα τυχαία μετά από καιρό σε μια ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε. Αλλά πάντοτε μου έκανε εντύπωση: ακόμα κι αν είχαμε να ειδωθούμε μήνες, ακόμα κι αν δεν είχαμε την οικειότητα μιας παλιάς φιλίας, πάντοτε θα πλησίαζε, θα χαιρετούσε ευγενικά και με μια αγωνία, θαρρείς πρωτοεμφανιζόμενου, μια προσμονή, θα ρωτούσε σχετικά με το έργο του: «το είδες; Πώς σου φάνηκε;».

Ο Άγγελος Σκούρτης, ένας εικαστικός με χνάρι διακριτό στο χώρο της ελληνικής τέχνης και λαχτάρα ακούραστη για εικαστική παρέμβαση και δημιουργία, που παρά τις τέσσερις δεκαετίες δημιουργικής πορείας δεν θα νιώσεις να σε προσεγγίζει με αυθεντία ή έπαρση. Μόνο με σεμνότητα και με την αλήθεια του ανθρώπου που πιστεύει στη συνέπεια λόγων και έργων ως μέτρο για τη ζωή, στις μικρές καθημερινές ευτυχίες, στους φίλους. Έτσι άρχισε να ξετυλίγει ο ίδιος το νήμα της κουβέντας μας το πρωινό που βρεθήκαμε στη γκαλερί «Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου» όπου παρουσιάζει την πιο πρόσφατη δουλειά του, μια βουτιά στις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Και κύλησε σαν νερό ο χρόνος με λέξεις γλυκόπιοτες και με τη συγκίνηση να τον καταλαμβάνει συχνά καθώς ξετύλιγε αναμνήσεις για τα πρώτα χρόνια της ζωής του αλλά και για ανθρώπους αγαπημένους που έφυγαν, την αγάπη του για την ποίηση, αλλά και τον προβληματισμό του για το σήμερα.

«Είναι η ασφάλειά μου εδώ μέσα» ομολόγησε με το καλημέρα. «Νιώθω ότι είμαι σε καλά χέρια. Το είχα πάντα αυτό με τις γκαλερί. Δεν με ενδιέφερε να μου κάνουν μεγάλη προβολή, να μου πουλάνε, αρκεί να νιώθω ότι είμαι σε ανθρώπους. Έτσι ξεκίνησα από το Δεσμό, μετά στη Γκαλερί 3 και τώρα εδώ στη Γιάννα Γραμματοπούλου και νιώθω ασφάλεια. Στα 35-40 χρόνια που εκθέτω νιώθω σαν να είμαι σε μια μήτρα, με την έννοια της προστασίας. Θυμάμαι την Έπη Παυλίδη από τον Δεσμό, αυτή τη συγκλονιστική γυναίκα, να μου λέει «Μπροστά εσύ και μη σε νοιάζει τίποτα». Τι είμαστε άλλωστε; Οι φίλοι μας είμαστε.

Έχετε δομήσει και τη ζωή σας έτσι; Με βάση τους φίλους;

Με τη βάση της αλήθειας των φίλων. Μπορεί τον φίλο να τον βλέπω μια φορά το μήνα, να τον σκέφτομαι. Το ίδιο πράγμα είχα με τους δημιουργούς. Ποτέ δεν πίστεψα αυτό το «άλλο η τέχνη κι άλλο η ζωή του καλλιτέχνη». Μου έλεγαν «Μα, ο Πάουντ είναι μεγάλος καλλιτέχνης». Να μη τον γνωρίσω. Δεν μπορεί να είσαι φασίστας κι εγώ να σε λατρεύω. Θέλω τον καλλιτέχνη ό,τι είναι η ζωή του να είναι και το έργο του. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι καλό. Η συνέπεια είναι αυτό που ζητώ στους ανθρώπους και γι’ αυτό πολλές φορές πληγώνομαι. Κι εγώ πληγώνω. Αλλά δεν μπορώ να ανεχτώ τον απατεώνα. Θα τον αγαπήσω αν και ο ίδιος αποδεχτεί ότι είναι απατεώνας, με την έννοια ότι δεν με κοροϊδεύει. Όπως θέλω να με αποδέχονται με τα πάθη μου. Πιστεύω στα ανθρώπινα πάθη. Εκείνο που δεν δέχομαι είναι άλλο να πιστεύεις και άλλο να κάνεις.

Νιώθετε ότι είστε συνεπής στη διαδρομή σας;

Δεν έχω προδώσει ποτέ φίλο ούτε εκείνο που λέμε τους στόχους μου. Αυτές είναι αποφάσεις που παίρνεις και τις πληρώνεις. Δεν θα κάνω ποτέ πράγματα που δεν βγαίνουν από μέσα μου, που δεν τα πιστεύω, για να πουλήσω. Και να σου πω την αλήθεια; Δεν μου βγήκε σε κακό.

Μιλήσατε για στόχους.

Με ενδιαφέρει η έννοια του ταξιδιού. Κάθε μέρα τι κάνω, τι βλέπω, ποιους ανθρώπους γνωρίζω, τι διαβάζω, όλα αυτά τα μικρά μικρά πράγματα που κάνουν τη ζωή. Ποτέ δεν έβαλα στόχους να γίνω εκείνο, να εκθέσω εκείνο. Δεν με απασχόλησε διότι καταντάει νεύρωση. Το πληρώνεις στην ψυχή σου. Δούλευε σαν τους παλιούς τεχνίτες, σαν τον παπουτσή, έλεγε ο Εγγονόπουλος, για να ευχαριστιέσαι αυτό που κάνεις. Τη στιγμή που μυρίζεις κάτι, που τρως ένα πορτοκάλι, που πιάνεις ένα βελούδο. Όλα αυτά είναι μικρές ευτυχίες.

Οι δικές σας μικρές καθημερινές ευτυχίες ποιες είναι;

Προτού έρθω εδώ μπήκα στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ και ξεφύλλισα δυο-τρία βιβλία. Έπεσα πάνω σε ένα σονέτο του Σαίξπηρ. Εντάξει, τι άλλο να θέλω;

Αυτή η έκθεση, αλλά και η προηγούμενή σας ατομική, έχει ως σημείο εκκίνησης τη λογοτεχνία. Τότε ήταν ένα σονέτο του Σαίξπηρ, τώρα ο Προυστ.

Αγαπώ πάρα πολύ τη λογοτεχνία και ειδικά την ποίηση. Ο Προυστ με συντάραξε. Θυμάμαι πρωτοδιάβασα το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» στη Σίφνο, δίπλα στο κύμα, όταν βγήκε η μετάφραση του Ζάννα. Με συγκλόνισε γι’ αυτή την ανατομία στη λεπτομέρεια, στον χρόνο. Αυτή η σχέση που έχουμε με το παρελθόν μας και με την έννοια του χαμένου χρόνου. Λέει ότι δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Υπάρχει χρόνος που καταφωλιάζει μέσα μας και θα βρει τη στιγμή που θα ξαναβγεί.



Μια βόλτα με τη μνήμη και το χρόνο η νέα σας δουλειά. Γιατί επιστρέφετε στα παιδικά χρόνια σας;

Έχω βαρεθεί τους ανθρώπους που ενώ έχουν κάνει του κόσμου τα λεφτά, λένε «εγώ που πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια», αυτή τη μιζέρια, που δικαιολογείς τις απατεωνιές σου και την μισανθρωπία σου επειδή πείνασες στα παιδικά σου χρόνια. Εγώ πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, φτωχά αλλά ευτυχισμένα. Έζησα σε μία οικογένεια φτωχή ό που ένιωθα ότι με αγαπάνε. Εκείνο που δεν συγχωρώ είναι τους γονείς που δεν αγαπάνε, που βασανίζουν τα παιδιά τους. Γιατί πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια.

Οι γονείς μου είναι επτανήσιοι, εγώ μεγάλωσα στην Πάτρα. Ο πατέρας και η μητέρα μου τραγουδούσαν πάρα πολύ ωραία, οπότε αυτό βγήκε μέσα μου. Ο Προυστ μιλά για την αγωνία που είχε μέχρι να ξημερώσει για να δει την καινούργια μέρα. Την περίμενε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Τις έχω νιώσει κι εγώ αυτές τις μικρές μικρές ευτυχίες. Δεν ήταν για μένα λεπτομέρειες, αλλά μεγάλα γεγονότα. Το να δω για πρώτη φορά χιόνι σε μια πόλη όπου χιονίζει κάθε 15 χρόνια.

Ως καλλιτέχνης δηλώνετε σταθερά παρών με δράσεις-σχόλια για την εποχή μας. Αυτή η επιστροφή στις παιδικές μνήμες φανερώνει ίσως μια ανάγκη να ξεφύγετε από το τώρα;

Από τη μια μεριά ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι πριν από λίγο καιρό έκανα μια περφόρμανς σχετικά με τους πρόσφυγες. Τώρα δηλώνω το άλλο κομμάτι που υπάρχει μέσα μου, μια αίσθηση παιδικότητας. Θέλω να αποδράσω από τη μιζέρια που υπάρχει παντού δίπλα μας, με την έννοια της ψευτοασφάλειας που μπορεί να σου δημιουργήσει το σύστημα ολόκληρο, «πρόσεξε εκείνο γιατί αυτό» ή «βάδιζε εδώ». Για ποιο λόγο; Ξέρω ότι αν ακολουθήσω αυτό το πράγμα, πάλι θα βρεθώ σε αδιέξοδο. Είναι προτιμότερο λοιπόν να κάνω αυτό που θέλω κι ας το πληρώσω. Πήγα κάποτε να πιάσω το σίδερο που ήταν αναμμένο και μου είπε η μητέρα μου «Μην το πιάσεις, θα καείς». Μετά όμως το ξανασκέφτηκε: «Χαζομάρα σου είπα. Να τα πιάνεις κι ας καίγεσαι». Η ζωή της τι ήταν; Συνέχεια πειραματισμοί στο κενό που τους πλήρωσε. Ποτέ όμως δεν την άκουσα να πει «γιατί επέλεξα αυτό». Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν πρέπει να φοβίζεις ένα παιδί. Μια πολύ απλή γυναίκα, ήταν ράφτρα, έφτιαχνε κουστούμια. Όταν άνοιγε το ύφασμα στο τραπέζι, πλενόταν, έκανε το σταυρό της. Ήταν μια ιεροτελεστία που τη χαιρόταν.

Εσείς έχετε μια ιεροτελεστία στον τρόπο που δουλεύετε;

Δουλεύω στο σπίτι, δεν έχω συγκεκριμένες ώρες. Τακτοποιώ τα υλικά μου. Από το πρωί δουλεύω πάνω στην ιδέα. Την καταγράφω στο μυαλό μου, κατόπιν σε χαρτάκια. Μετά η έννοια της εκτέλεσης μπορώ να πω ότι είναι ρουτίνα, με την έννοια ότι στον εγκέφαλό μου είναι τελειωμένο το έργο.

Ψάρια, φίδια, κήποι, αστέρια, ζουζούνια φωλιάζουν στους καινούργιους σας καμβάδες. Ποια είναι η πιο φωτεινή μνήμη από τα παιδικά σας χρόνια;

Όταν είπα στη μητέρα μου ότι θέλω να γίνω ζωγράφος. Μου είπε: «Είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό. Τα έργα τα παίρνουν πλούσιοι άνθρωποι και δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να ζήσεις, αλλά αν θέλεις να το κάνεις, κάντο». Οι γονείς μου μού ανάφεραν τις δυσκολίες αλλά πάντοτε μου έλεγαν: «εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Νομίζω ότι με βοήθησε πάρα πολύ αυτό. Το είχα αποφασίσει από 12 χρονών. Είχα δει τον Ματίς, σε μια μαυρόασπρη φωτογραφία σε ένα περιοδικό, να κρατά περιστέρια και είπα θέλω να γίνω σαν κι αυτόν. Δίπλα υπήρχαν κάτι μικρές φωτογραφίες από έργα του. Είδα έναν άνθρωπο με πέντε γραμμές να ζωγραφίζει ένα περιστέρι, με δύο κοντυλιές ένα πρόσωπο. Δηλαδή ταύτισα την απλότητά με αυτό που έκανα εγώ. Μικρός ζωγράφιζα οπουδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, σε τετράδια, χαρτιά, στους τοίχους.



Το έργο σας «Περίπατος με τον κύριο Προυστ» ξετυλίγεται με ζωγραφικούς βηματισμούς σε ομόκεντρους κύκλους που δεν συναντιούνται ποτέ. Γιατί;

Η σπείρα όπως και ο κύκλος είναι σχήματα πάνω στα οποία οι άνθρωποι επένδυσαν φοβερές φιλοσοφικές ιδέες. Η σπείρα, ένα πανάρχαιο μοτίβο, έχει αυτή τη σχέση με το χρόνο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτό χρησιμοποιώ. Όταν αναφέρω στο κείμενό μου σχετικά με την έκθεση ότι «περίμενα να ξημερώσει για να με πάρει ο Προυστ  από το χέρι για να μου δείξει», ποιος είναι ο Προυστ; Είναι ο καλλιτέχνης (από το παραμύθι που διαβάσαμε, από το ποίημα, από το τραγούδι που ακούσαμε) που μας οδηγεί και τον έχουμε ανάγκη.

Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη στις μέρες μας;

Θυμάσαι τα παλιά πλοία που βάζανε κάποιον ψηλά στο κατάρτι για να δει αν υπάρχει στεριά; Είναι αυτός: να φωνάζει στεριά στο βάθος ή… γοργόνα! Να δείχνει το δρόμο, την κατεύθυνση, ανεξάρτητα αν θα τον ακολουθήσουν ή όχι. Αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο. Γι’ αυτό και βλέπεις πολλά πράγματα που δεν έχουν τσαγανό μέσα τους να χάνονται. Ο καλλιτέχνης δεν δικαιούται να είναι αθώος, με τίποτα. Είναι όραμα, είναι ιδέα. Μοιάζει σαν τις καταθέσεις που έχει κάποιος για ώρα ανάγκης. Όποτε ο Έλληνας είχε ανάγκη από κάπου να κρατηθεί πήγαινε στην ποίηση, στο Θούριο του Ρήγα, στα ποιήματα και στα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης στη ζωγραφική του Θεόφιλου.

Ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν κάνει ωραία αλλά αληθινά πράγματα. Ό,τι καλό έργο έχω δει στη ζωή μου, μόλις το πρωταντίκρυσα δεν μου άρεσε. Έλεγα τι αηδία είναι αυτή! Για ό,τι είχα πει «αχ τι ωραίο που είναι», μετά από λίγο καιρό το ξέχασα. Γιατί έπρεπε να ψάξω εγώ να βρω την αλήθεια του έργου. Γιατί τα μεγάλα έργα είναι κλειστά. Έχουν χιλιάδες αναγνώσεις. Το ουρητήριο του Ντισάν, για παράδειγμα, το θεωρώ το μεγαλύτερο πολιτικό έργο του 20ού αιώνα. Πότε το έφτιαξε; Το 1917. Τι είχε γίνει τότε; Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με εκατομμύρια νεκρούς. Η Ρώσικη Επανάσταση. Είναι ο καθρέπτης, η μεγάλη φωτογραφία πάνω στην Ευρώπη που κάνει ο Ντισάν στον 20ό αιώνα.

Πρόσφατα σκουπίσατε την πλατεία Βικτωρίας σε μια συμβολική κίνηση-προσφορά στο χώρο όπου είχαν καταλύσει πρόσφυγες. Πώς βλέπετε όλα αυτά που ζούμε;

Είναι ντροπή για την Ευρώπη και για τον δυτικό κόσμο διότι δημιουργεί πολέμους στις χώρες αυτές. Νομίζει ότι θα λύσει τα προβλήματα ενώ ξέρουμε όλοι ότι το ζήτημα είναι ποιος θα παίρνει τα πετρέλαια. Στο τέλος τα προβλήματα αυτά χωρίς να θέλει να το καταλάβει τα παίρνει στην Ευρώπη. Σήμερα το πρόβλημα είναι δικό μας. Αύριο θα είναι δικό τους. Το μίσος - κι εύχομαι να μη γίνει - που συσσωρεύεται σ’ αυτά τα μικρά παιδιά πότε και πώς θα εκτονωθεί; Αυτά φοβάμαι, γι’ αυτό είναι επίκαιρη αυτή η δουλειά: κρατήσου από την όμορφη στιγμή της ζωής ακόμα και στη δυστυχία σου. Πιστεύω ότι και οι έγκλειστοι στο Άουσβιτς, την ώρα που πήγαιναν να κοιμηθούν ονειρεύονταν, γιατί ήξεραν ότι χωρίς το όνειρο θα τρελαθούν.

Εσείς πού βρίσκετε το όνειρο και την ελπίδα;

Στον Ελύτη, στον Καβάφη, στον Σεφέρη, στον Κατσαρό. Αναφέρομαι σε ποιητές γιατί τους θεωρώ φοβερά τυχερούς. Γιατί σε ένα χαρτάκι, σε μια χαρτοπετσέτα μπορούν να κάνουν το έργο της Καπέλα Σιξτίνα. Ο ένας χρειάζεται έναν τεράστιο τοίχο και ο άλλος μια χαρτοπετσέτα για να σε ταξιδέψει. Μπορούν να δουλέψουν με το ελάχιστο, με το άυλο.

Το λέτε και συγκινήστε. Αναζητάτε το ελάχιστο στη ζωή σας;

Ναι, νομίζω ότι είναι αυτό που χαρακτήρισε τον Έλληνα. Το ελάχιστο, όχι το λίγο. Το ελάχιστο στην απόρριψη του περιττού. Όπως στην ελληνική κουζίνα. Η διαφορά που έχει, ας πούμε από τη γαλλική, είναι ότι βλέπεις τι έχει μέσα. Είναι λίγα τα υλικά γι’ αυτό είναι καθαρή η γεύση της. Δεν λέω ότι είναι καλύτερη ή χειρότερη. Είναι τι μας πάει εμάς.



Η σκέψη, το όνειρο που επιστρέφει στο μυαλό σας και από το οποίο «κρατιέστε»;

Να μην πεθαίνουν οι φίλοι μου γιατί έφτασε η στιγμή που ο θάνατος μας παίρνει σιγά σιγά. Η τελευταία φίλη που έχασα ήταν η δημοσιογράφος Παρασκευή Κατημερτζή. Ακόμα περνάω από το σπίτι της. Δεν φτάνω στο σημείο να χτυπήσω το κουδούνι, αλλά λέω για να πάω να δω τι κάνει η Παρασκευή. Αυτή είναι η έννοια της απώλειας που δεν την δέχομαι. Το έκανα και έργο. Για χρόνια δεν έσβηνα τα ονόματα των φίλων μου από την ατζέντα μου. Όταν το 2000 άρχισα να σβήνω τους φίλους που έχουν φύγει, έβαλα μπλάνκο. Ξέρεις για ποιο λόγο; Γιατί ήξερα ότι αν το ξύσω, από κάτω υπάρχει. Ήταν σαν ένα σεντόνι. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους ανθρώπους που σου έχουν πει έναν καλό λόγο, με τους οποίους έχεις νιώσει ασφάλεια, έχει περάσει μαζί τους όμορφα και άσχημα. Είναι κομμάτι της ζωής μας. Κι όσο δεν το αγνοείς αυτό, τόσο αυτοί οι άνθρωποι μέσα από τη σκέψη σου σού προσφέρουν καινούργια πράγματα. Ακόμα κι όταν έχουν φύγει.

Γενικότερα τα πράγματα που περνάμε είναι πάρα πολύ δύσκολα. Όμως πιστεύω πάρα πολύ στο όνειρο του ανθρώπου να μη δεχτεί το κακό. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό ξορκίζουμε το κακό. Βγαίνει ο κόσμος, κάθεται και κουβεντιάζει, γίνονται χιλιάδες θεατρικές παραστάσεις κι εκθέσεις, ανεξάρτητα αν πωλούν ή όχι. Σκεφτείτε πόσα θέατρα υπάρχουν, πόσα παιδιά πάνε προς την τέχνη, στο θέατρο, στη μουσική και για να δουν αλλά και για να γίνουν ηθοποιοί, ζωγράφοι. Αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν έχει χαθεί η ελπίδα. Αυτό το θεωρώ πολύ βασικό. Η νέα γενιά είναι πολύ πιο καλλιεργημένη και ευαισθητοποιημένη. Απλώς πέρασε από δύο πολύ μεγάλες κακές στιγμές: μια γονεϊκή υπερπροστασία και μια κακή πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε τα τελευταία 30 χρόνια στην Ελλάδα.

Μπορούν όμως οι νέοι άνθρωποι μέσα στην κρίση ν’ ανοίξουν τα φτερά τους;

Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να έχουν φτερά. Δεν μπορώ να τους πω όμως πώς θα κάνουν την επανάστασή τους. Ένα αετόπουλο προτού φύγει από τη φωλιά κάνει πάρα πολύ προσπάθεια ξέροντας ότι, αν πετάξει άσχημα, θα πέσει να τσακιστεί. Άρα πρέπει να είναι σε συνεχή εγρήγορση.

Ο Έλληνας ήταν πάντοτε σε δύσκολη κατάσταση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δίνω συγχωροχάρτι σε όλους αυτούς τους πολιτικούς και τους παρατρεχάμενους γύρω από την εξουσία που έφεραν την Ελλάδα εδώ.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v