O Θάνος Σαρρής μας εξηγεί γιατί η απώλεια έγινε συνήθεια

Αν είσαι λάτρης των Διάφανων Κρίνων τότε σου παρουσιάζουμε το νέο σου αγαπημένο βιβλίο κι ανακρίνουμε και τον συγγραφέα του γιατί μπορούμε.

O Θάνος Σαρρής μας εξηγεί γιατί η απώλεια έγινε συνήθεια

Η ιστορία της δημιουργίας μιας από τις πιο δημοφιλείς μπάντες του ελληνικού ροκ: το δισκογραφικό ντεμπούτο των Διάφανων Κρίνων, η πορεία και τα μουσικά ταξίδια που μας χάρισαν μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών, των ανθρώπων που βρέθηκαν στο πλάι τους, καθώς κι εκείνων που ως παρατηρητές βίωσαν το φαινόμενο του ελληνόφωνου ροκ, αποτέλεσαν τη μαγιά για να κυκλοφορήσει το βιβλίο «Η απώλεια έγινε συνήθεια» από τις εκδόσεις Οξυ με την υπογραφή του Θάνου Σαρρή.

Αν είσαι μουσικόφιλος, τότε πρέπει να το βάλεις άμεσα στη βιβλιοθήκη σου γιατί είναι από τα πλέον ενδιαφέροντα και καλογραμμένα που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα και να διαβάσεις όλα όσα όμορφα μοιράστηκε μαζί μας ο συγγραφέας στο πόνημά του.

Πες μας όλα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο σου βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ;

Με τις εκδόσεις Οξύ συμπορεύομαι από την πρώτη στιγμή της πορείας μου στον χώρο. Εκεί  έβγαλα τα δύο πρώτα βιβλία μου (Η Μπάλα στην Κερκίδα, 30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου), εκεί έκανα στη συνέχεια τη μετάφραση στο «Χέρι του Θεού», το graphic novel με τη ζωή του Ντιέγκο Μαραντόνα. Το Οξύ, λοιπόν, έχει στην Ελλάδα τα δικαιώματα για τα θρυλικά 33 1/3. Πρόκειται για μια σειρά επίτομων «βιογραφιών», εμβληματικών μουσικών δίσκων. Ενθουσιάστηκα από την πρώτη στιγμή με την ιδέα. Σε μια κουβέντα μου με τον εκδότη Νίκο Χατζόπουλο, έπεσε η ιδέα για να συμμετάσχω, καθώς ο Νίκος γνώριζε την τρέλα μου το ελληνόφωνο ροκ των 90s. Ήθελα να κάνω κάτι για τα Διάφανα Κρίνα, γιατί μου έχουν αφήσει ένα πολύ ξεχωριστό σημάδι. Σκέφτηκα να κάνω ένα βιβλίο που να μοιάζει με ντοκιμαντέρ: Συνάντησα όλα τα εν ζωή μέλη της μπάντας, μίλησα με ηχολήπτες, στουντιάρχες, κριτικούς, τον άνθρωπο πίσω από τη δισκογραφική, τον καλλιτέχνη που δημιούργησε το εξώφυλλο, φωτογράφους, παλιά μέλη κ.ο.κ. Ήθελα τις ιστορίες ατόφιες, αναμειγμένες με το συναίσθημα και το βίωμα. Οπότε κάπως έτσι βγήκε η «βιογραφία» της Απώλειας. Είχα από την πρώτη στιγμή την πολύτιμη βοήθεια του Παντελή Ροδοστογλου, στιχουργού και μπασίστα της μπάντας, ο οποίος υπογράφει το επίμετρο και «αγκάλιασε» το έργο. Συζητήσαμε πολύ και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Kαι τα υπόλοιπα παιδιά, όμως, δέχθηκαν να μου μιλήσουν και να πουν τις ιστορίες τους με ειλικρίνεια. Δεν θα είχε βγει τίποτα χωρίς τη συμβολή τους.

Πόσο καιρό ασχολήθηκες με το «Έγινε η απώλεια, συνήθεια μας»;

Στο σύνολο περίπου έναν χρόνο, με εντατική δουλειά το καλοκαίρι στο κομμάτι των συνεντεύξεων. Η έρευνα και η καταγραφή της προφορικής ιστορίας είναι πάντα το αγαπημένο μου κομμάτι, οπότε όταν βρίσκομαι σ’ αυτό το στάδιο ενθουσιάζομαι. Συνάντησα ανθρώπους που πάντα ήθελα να γνωρίσω, ανακάλυψα τον πλούτο άλλων και θα κρατώ για πάντα μέσα μου τα τετ-α-τετ με όλους όσοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έβαλαν τη δική τους πινελιά για να βγει αυτό το βιβλίο.

Φοβήθηκες τη συγγραφική μετάβαση από «τα αθλητικά» «στη μουσική»;

Όχι, καθόλου. Η μουσική ήταν, είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Έχω κάνει περίπου 7 χρόνια κλασική κιθάρα, είχα συμμετάσχει σε εφηβική μπάντα, έχω ηλεκτρική και ακουστική και λατρεύω τα live, ακόμα κι από μπάντες που δεν είναι πολύ κοντά στα ακούσματά μου. Παράλληλα, όπου και όποτε μπορώ κάνω και μουσικές συνεντεύξεις ή γράφω σχόλια για συναυλίες. Οπότε δεν ένιωσα καμία ανασφάλεια.

Ποια ήταν η πιο συγκινητική στιγμή της διαδικασίας συγγραφής του βιβλίου; Και ποια ή πιο αστεία;

Η πιο συγκινητική ήταν η πρώτη συνάντηση με τον Παντελή Ροδοστόγλου και η προσπάθεια να του εξηγήσω γιατί επέλεξα να κάνω αυτό το βιβλίο, παράλληλα με ιστορίες του παρελθόντος, καθώς και η κοινή συνάντηση με τον Πέτρο Κουτσούμπα και τον Γιάννη Ανεστόπουλο, τον γιο του Θάνου, στα Εξάρχεια. Απολαυστικά αστείες, όχι με την έννοια του ευτράπελου ή του γελοίου, ήταν οι ιστορίες του Γιάννη Ζερβάκου, ιδιοκτήτη του θρυλικού στούντιο των Κρίνων στο Αιγάλεω, οι οποίες είναι ενδεικτικές της εποχής. Επίσης έχει την πλάκα του ο τρόπος που καθιερώθηκε το όνομα Διάφανα Κρίνα, θα βρεις την ιστορία στο βιβλίο!.

Πότε ερωτεύτηκες τα Διάφανα Κρίνα και γιατί; Ήταν έρωτας με την πρώτη αυτιά;

Ήταν στα χρόνια του γυμνασίου. Θυμάμαι όταν πρωτοάκουσα το Μέρες Αργίας δημιουργήθηκε μια έκρηξη στο κεφάλι μου. Το πρώτο CD που απέκτησα, ωστόσο, ήταν το “Κάτι Σαράβαλες Καρδιές” κι όταν ανακάλυψα ότι δεν έχει μέσα τις Μέρες Αργίας, έτρεξα να πάρω και την “Απώλεια”. Κόλλησα με τον πρώτο δίσκο των Κρίνων, γιατί ήταν περισσότερο ροκ στη δική μου εφηβική σκέψη. Πολύ σύντομα όμως ξεκίνησα να ακούω μετά μανίας ό,τι έβγαζαν. Έπειτα, στο λύκειο μαζευόμασταν με φίλους από το σχολείο Παρασκευή ή Σάββατο σ’ ένα σπιτάκι που είχε δίπλα από το δικό του ένας εξ’ αυτών και ακούγαμε ατελείωτες ώρες, με ατελείωτες κουβέντες. Κι ύστερα, στα φοιτητικά χρόνια, η φράση “Πάμε Κρίνα;” ήταν από τις πιο κοινές της παρέας.

 Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου πιστεύεις ότι η συγγραφική κι η δημοσιογραφική ιδιότητά σου υπερίσχυσε του μουσικόφιλου ή υπήρξε ανατροπή στο 90;

Έιχα από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρο στο μυαλό μου το τι ήθελα να κάνω, οπότε ήμουν προσεκτικός ώστε να μην το παρακάνω με συναισθηματισμούς. Οπότε δεν υπήρξε ανατροπή. Ακόμα και την ανάλυση των τραγουδιών, στην οποία με βοήθησε πολύ ο Ιάσωνας Θεριός, τη θεωρώ “δημοσιογραφικό-ερευνητικό” κομμάτι.

Η αφηγηματική ροή του βιβλίου είναι ξεκάθαρα ντοκιμαντερίστικη. Αν υπήρχε ο χρόνος και το μπάτζετ θα δοκίμαζες να δώσεις εικόνα στις λέξεις;

Το βιβλίο για μένα είναι κάτι το ξεχωριστό. Οπότε αν είχα να επιλέξω, πάλι βιβλίο θα το έκανα.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια προώθησης του βιβλίου;

Θα κάνουμε κάποια στιγμή μια παρουσίαση στην Αθήνα και βλέπουμε. Να σου πω την αλήθεια δεν είναι κάτι που σκέφτομαι πολύ. Με ένοιαζε να αφήσω κάτι για τα Κρίνα και μένω σ’ αυτό. Γιατί πραγματικά πιστεύω τον τίτλο της εισαγωγής μου: Είμαστε ό,τι ακούμε….

Μπορείς να αγοράσεις το βιβλίο εδώ 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v