Λένε για αυτόν οι ναυτικοί

Ένα καράβι είναι το Κράτος, με "γέφυρα" την κυβέρνηση. Άμα η γέφυρα είναι σκάρτη, έρχεται διχόνοια, μαρασμός, πείνα. Το φούντο, είναι κοντά.
Λένε για αυτόν οι ναυτικοί
γράφει ο Χριστόδουλος Δ. Γλύστρας

Κάτω στον Πειραιά, μετά τα Καμίνια και το σχολάζον εργοστάσιο του Κεράνη, αρχίζει η παλιά βιομηχανική– επισκευαστική ζώνη του λιμανιού.

Λίγο πάρα πέρα, από την Αλιπέδου και το αρχαιοπρεπές κτίριο του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, έως την Γούναρη, εξαιρουμένης της Πειραϊκής Αγοράς, και από αυτήν έως το τελωνείο, στον Αη Νικόλα, ήταν το ελληνικό «σίτυ».

Χιλιάδες ναυτικοί πλημμύριζαν, έως και πριν 15 χρόνια την περιοχή, γνωστή ως «ακτή Κονδύλη», χωρίς ν’ ανακατεύονται με το πλήθος των νησιωτών –ταξιδιωτών ή τους τουρίστες, που πάσχιζαν να φτάσουν στους ντόκους.

Ξεχώριζαν από τη χαρακτηριστική κίνηση των ναυτικών, αυτή την «έχω ρότα» πορεία τους, που αντιγράφει την επί χάρτου αποτύπωση της κίνησης του πλοίου σε ευθύγραμμα τμήματα μεταξύ δύο σημείων, από κάβου εις κάβον ή από φανάρι σε φανάρι, με στοχοπροσήλωση στον προορισμό. Που συνήθως ήταν τα γραφεία της εφοπλιστικής εταιρίας ή του πράκτορα, το ΝΑΤ, ή κάποιο από τα ναυτικά στέκια, οπού ήξεραν ότι θα βρουν συντρόφους τους.

Βαθμηδόν, αυτά τα τελευταία χρόνια, άρχισαν να λιγοστεύουν αυτές οι φιγούρες (σε καμία πάντως περίπτωση «τραγικές», όπως θέλουν την ήδη χαροκαμένη μάνα, ή την νεαρή σύζυγο με το μωρό στην αγκαλιά, του άτυχου θύματος άγριου φονικού, οι μαρκουτσοφόροι ρεπορταρέοι της ΤV, αφού ως φιγούρα νοείται το περίγραμμα της σιλουέτας – ή της σκιάς - ανθρώπου ή πράγματος και, αποκλειομένων των πραγμάτων εξ ορισμού, τραγική μπορεί να είναι η πχ η φιγούρα της Κατίνας Παξινού υποδυομένης την Κλυταιμνήστρα ολοφυρόμενη – Ωιμέ, βαβαί, παπαί - για την θυσία της Ιφιγένειας).

Λιγοστεύουν, λέγω, αυτές οι φιγούρες, ενώ αντίστροφα πλήθαιναν ομάδες σκουρόχρωμων αλλοδαπών, που πήραν να μαζεύονται έξω ή σε παράλληλους, δευτερεύοντες δρόμους, περιμένοντας τα νέα για το μπάρκο, για το οποίο ένας ομοεθνής τους, τους είχε μιλήσει.

Πακιστανοί, Αιγύπτιοι, Ινδοί, Μαλαίσιοι ως και μελαψοί Αφρικανοί ήταν τα νέα τσούρμα. Μέχρι που στις αρχές του ‘90 μόνον ο καπετάνιος, ο πρώτος και ο μάγειρας ήταν Έλληνες.

Τώρα πια μόνο στα καφενεία –που κι’ αυτά μειώθηκαν σημαντικά – κατευθύνονται συνταξιούχοι ναυτικοί. Παράλληλα, ερήμωσαν πιάτσες ολόκληρες, γύρω από την οδό Ρετσίνα, με μηχανουργεία, χυτήρια , ναυτιλιακά είδη καθώς η ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία μετακόμισε, σε άλλες φθηνότερες χώρες, αφήνοντας άνεργους ή υποαπασχολούμενους χιλιάδες ανθρώπους που πωλούσαν υλικά και υπηρεσίες στις γρήγορες επισκευές.

Σ’ ένα απ’ αυτά τα καφενεία, βρέθηκα ένα πρωινό, έχοντας να «σκοτώσω» τρεις ώρες μέχρι να εκδικασθεί μια έφεση στα δικαστήρια του Πειραιά, που βρίσκονται σε μια πάροδο κοντά στο Τελωνείο. Το καφενείο «ο Σταμάτης» είναι στο ισόγειο ενός διώροφου οικήματος του μεσοπολέμου, κάπού στην σε μία πάροδο της οδού Ναυαρίνου, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, τους υπαλλήλους της οποίας τροφοδοτεί με καφέδες και αναψυκτικά το πρωί, όπως και όλες τις γύρω επιχειρήσεις, μη αποκλεισμένου - αντιθέτως – και ενός ή και περισσοτέρων τερψιλαρύγγιων ούζων μετά μεζέ.

Η σκιερή του «σάλα» έχει ξύλινη επένδυση μέχρι λίγο πάνω από τις καρέκλες και στους τοίχους κρέμονται, παλιές φωτογραφίες του Πειραιά, από την εποχή των τραμ, του λιμανιού με τα σιλό και τις μαούνες, χαμάληδες και ανθρώπους με ρούχα του ’50, που θυμίζουν Αλβανούς της Α΄μεταναστευτικής περιόδου στην Αθήνα, την εποχή όπου στο υπουργείο Εξωτερικών βεζύρης ήτανε ο Αντώνης Σαμαράς.

Εκτός από τον παλιό Πειραιά, είναι καθηλωμένες δεκάδες καδραρισμένες φωτογραφίες εμπορικών καραβιών, λίμπερτι, μότορσιπ, μικρά ποστάλια, γκαζάδικα, αλλά και πυροσβεστικά, ναυαγοσωστικά και λάντζες, που τ’ αφεντικά ή οι καπετανέοι τους «πελάζουν» (= πλησιάζουν, συχνάζουν) στου «Σταμάτη», τις απιθώνουν εκεί, εις πίστωσιν του προτέρου εντίμου, αλλά προπαντός εργώδους, βίου.

Αμφί της αγοράς πληθούσης, όπως προσδιόριζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι το διάστημα μεταξύ δεκάτης και ενδεκάτης πρωινής, οι θαμώνες πυκνώνουν. Ερχονται, τώρα οι πλέον ενεργοί, οι εβδομηντάρηδες, που οι γυναίκες, τους αναθέτουν καμιά δουλίτσα «όπως θα'ρχεσαι το μεσημέρι φέρε λίγες ελιές από την αγορά, εδώ ο κυρ Ηλίας δεν έχει Αγρινίου», ίσα για να αισθάνονται χρήσιμοι. Ακουμβούν τα πακετάκια ή τις μικρές πλαστικές σακούλες, αρχικά στο τραπεζάκι που επέλεξαν να κάτσουν και διαλέγουν κάθισμα, ενώ σιγοσβήνουν οι καλημέρες και τα καλωσορίσματα των πρωινών.

Οι πρώτες κουβέντες για τις διακοπές στο νησί- οι περισσότεροι είναι νησιώτες ή έχουν σπίτι στη Σαλαμίνα ή τη Σουβάλα της Αίγινας – για τα εγγόνια, για τα παιδία («βρήκε δουλειά η Στελίτσα;»), για την κυρά που θέλει μερεμέτια.

-Ζέστη, ρε παιδιά, λέει ο σπαθάτος 75άρης απλώνοντας το αριστερό χέρι στο ερεσείνωτο της καρέκλας που έχει ήδη πλαγιοκοπήσει, ενώ ταυτόχρονα το πόδι του αναζητά στήριγμα μεταξύ των δύο πλάγιων συνδέσμων των αριστερών της ποδιών.

- Η ζέστη, ζέστη αλλά εσύ, κάπτα- Μανόλη το σακάκι δεν τ’ αποχωρίζεσαι, τον τσιγκλάει ένας ροδαλός, κυλινδρικός εξηνταπεντάρης με φαλάκρα και ψαλιδισμένο μουστάκι.

- Που να βάλω, μωρέ ολ’ αυτά τα σκατολογίδια που κουβαλώ; Να! τσιγάρα, σπίρτα, τηλέφωνο, πορτοφόλι, κλειδιά, λέει καθώς και με τα δυο του χέρια τ’ αραδιάζει στο τραπέζι, κι άλλα κλειδιά, λεφτά… Γιάννη, βάλε αυτό στο ψυγείο, μα να μου θυμίσεις να το πάρω φεύγοντας και πιάσε ένα ουζάκι, λέει τείνοντας στο σερβιτόρο ένα πακετάκι τυλιγμένο σε κίτρινο χαρτί, απ’ τον χρυσό οδηγό.

- Σοκολατίτσα, καπετάνιο;

- Όχι, ένα παστελάκι πήρα εδώ απ’ τον Κεφαλλονίτη στη Γούναρη , που τ’ ορέχτηκε η Λένη. Έχει ζάχαρο, όμως μια στις τόσες… Αλλά, φαρμάκι, ρε παιδιά: Πριν ένα μήνα πλήρωσα γιαυτό 2.85, τώρα 3ευρώ και 60 λεπτά. Το θυμάμαι μιάμιση δραχμή…

- Βρε Μανόλη, το παστέλι σε πείραξε σένα! Εδώ το ψωμί , τα μακαρόνια, η μανέστρα ανεβήκαν στα ουράνια, θα κάνουνε, λέει, από τ’ αλεύρι πετρέλαιο…

- Αμέ το γάλα, 1.80 θέλω τη μέρα για την εγγόνα μου, δε λέω κοντά στο βασιλικό, πίνει και η κυρά ένα ποτήρι, λόγω η οστεοπόρωση, αλλά 60 ευρώ το μήνα για γάλα!

-Λέγανε για το Μπαλόπουλο πούφερνε τις δαμάλες απ’ την Αργεντινή και τώρα, φέρνουν λεμόνια. Λεμόνια, κύριε, από του διάολου τη μάνα με 2.10 το κιλό!

-Και οι συντάξεις 2,5 % αύξηση.

-Καλά οι συντάξεις, σου λέει τόσα χρόνια δούλεψες, να έκανες κουμάντο. Οι μισθοί, που με ρώτησες για τη Στέλλα, 400 ευρώ το μήνα για έξι ώρες δουλειά και νάσαι πότε πρωί, πότε βράδυ, ότι θέλει ο μπόσης.

Τα φάρμακα, τα φακελάκια στο γιατρό, η συμμετοχή στην περίθαλψη, η ΔΕΗ οι καινούργιοι φόροι. Είκοσι - είκοσι πέντε γέροντες, άλλοι με πάρεση, μερικοί με ρευματική αρθρίτιδα, όλοι στα πρόθυρα εγκεφαλικού, ρίχναν τιμές κι απόγνωση εναντίον αλλήλων και κατά της ακρίβειας.

- Ένα βαπόρι. Αυτό είναι το κράτος, ένα βαπόρι. Θέλει κουμάντο και ρέγουλα. Ο καλός καπετάνιος τα βάζει κάτω με τη βοήθεια του γραμματικού, τόσα είναι τα έξοδα μέρα μπαίνει- μέρα βγαίνει, τόσα έχουμε, τόσα θα πάρουμε .Και χαράζει πορεία.

- Ναι, πορεία χάραξε κι ο άλλος στις Οινούσες και για να οικονομήσει 400 ευρώ καύσιμα , έριξε το βαπόρι στην ξέρα. Μωρέ, άμα είναι σκάρτη η γέφυρα χέστα κι άστα, λέει το μουστάκι, ονόματι Γιάννης, λοστρόμος ειδικότητα.

-Εδώ είμαστε. Όταν άλλος λαδώνεται, άλλος ξεπουλάει το εμπόρευμα και άλλος κοιμάται όρθιος, λέει μια πάρεση.

-Τι τους θες τους άλλους, εδώ έχεις καραμπινάτη ιστορία. Ο Δεύτερος, ο γραμματικός, να πούμε, τσάρος, λέει, της Οικονομίας μιλά για στενωπό και παγκόσμια κρίση, για λιτότητα και μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση για να ανακουφίσει τους μη έχοντες. Και θέλει να τον πιστέψω, εγώ. Τι μέτρα θα πάρεις κύριε για μας, σαν εκείνα που πήρες για την επιχείρηση της οικογένειάς σου, μόλις έσκασε η πρώτη δυσκολία, που πήγατε, τρία αδέρφια, και ξεπατώσατε ένα στόλο, 20 καράβια;

-Με συγχωρείτε, εννοείτε ότι ένας οικονομικός υπουργός, ο Αλογοσκούφης , αν κατάλαβα καλά, είχε 20 καράβια και δεν πήγαν καλά οι δουλειές και τα πούλησε; ρωτάω σκανδαλισμένος.

- Μάλιστα κύριε, δεν ξέρω και τ’ όνομά σου, να με συμπαθάς, αυτό εννοώ. Αλλά αν θες να μάθεις ο κάπτα Μανόλης θα στα πει καλυτέρα, γιατί έχει κάνει στου Αλογοσκούφη. Εγώ ήμουνα τότε στα υπερπόντια, στα γκαζάδικα.

- Έχει δίκιο ο καπετάν Αντρέας, λέει το σακάκι και σηκώνεται. Γυρνά στον τοίχο, βάζει τα γυαλιά του, ψάχνει και ξεκρεμά ένα κάδρο, ένα μότορσιπ μου φάνηκε. Αυτό είναι το «Ιτέα»το πρώτο καράβι του καπετάν Αλογοσκούφη από το Γαλαξίδι. Μοντάρισε μια δουλεία φίνα με τα «υποκείμενα» και τρία- τέσσερα χρόνια μετά έκανε άλλα δύο, το «Ρούμελη» και το «Κώστας Κ.»

Φόρτωναν τα «υποκείμενα» (σ.σ. εννοεί τα υποκείμενα σε ειδικούς φόρους –δασμούς είδη της «Α.Ε. Κρατικών Μονοπωλίων», προφανώς) εδώ, από το Τελωνείο και τα μοίραζαν σε όλη την Ελλάδα. Ακολούθησαν 3 ακόμα ίδια σκαριά, που μαζί με 12 νοικιασμένα, έκαναν 18 μοτορσίπ που αλώνιζαν Αιγαίο και Ιόνιο. Και μόλις έλλειψε ο άνθρωπος, τα παιδιά του, ούτε που γυρισαν να δουν το έχει τους. Αυτός ,ο υπουργός ήταν ο μεγαλύτερος. Τα πούλησαν, να πάει να σπουδάσει , λέει στην Αγγλία. Και 200 άνθρωποι που τάιζε ο πατέρας τους, αδιάφορο, έτσι;

- Να με συμπαθάς καπετάνιε, μα δικαίωμα τους δεν ήταν; Άλλωστε δεν κάνουν όλοι οι άνθρωποι για όλες τις δουλειές. Απ ότι είδα στο βιογραφικό του σπούδασε εδώ μέχρι το ’77 και μετά πήγε για ντοκτορά έξω. Και στο κάτω-κάτω καθηγητής έγινε, προχώρησε κι αυτός.

- Δικαίωμα του να τα σκοτώσει όλα και να γίνει καθηγητής και δικαίωμά μου να μη μ’ αρέσει για τιμόνι της οικονομίας. Κι ύστερα που ‘ναι το κουμάντο του; Τρεις δικούς του ανθρώπους ξήλωσαν. Ένας διευθυντής του για τα ομόλογα, δεύτερος του ΣΔΟΕ, με την παρέα Ζαχόπουλου, τρίτος με τον ΟΤΕ, τώρα. Πού' ναι λοιπόν η κρίση του; Όσο για την οικονομία που είναι σκέτο νοικοκύρεμα, τα άκουσες πριν. Πες, ρε Νίκο τι νοικοκύρης είναι.

- Εγώ γνωρίστηκα με το Μανόλη στο «Ιτέα», ήμουνα μηχανικός. Από το βαπόρι έφυγα το ’68. Αυτή τη φωτογραφία, εγώ την έβγαλα, πριν φύγω. Έξι μήνες μετά το ‘ριξαν σε ξέρα, κοντά στην Πάτρα, έπαθε μεγάλη αβαρία η πλώρη αριστερά. Για τρία χρόνια σάπιζε παρατημένο σε έναν κολπίσκο, έξω απ’ την Πάτρα. Εγώ θαλασσινός είμαι, δεν είμαι καθηγητής. Ένα όμως ξέρω. Και την οικονομία οι καθηγητάδες την έβλαψαν, όχι οι ναυτικοί.

Ηθικόν δίδαγμα: Πάντα, κάτω από τη μηλιά θα πέφτει το μήλο! Ο υιός, λοιπόν, δεν αφέστη του πατρικού στόχου. Απλώς, βοηθούσης και της ενδελεχούς ανωτάτης οκονομικής μόρφωσης ,ην κοπιωδώς κατέκτησε, προσάρμοσε την δράση του από τα υποκείμενα σε δασμούς και φόρους αγαθά των συν -ελλήνων, στους ίδιους τους υποκείμενους σε δασμούς και φόρους συν έλληνες.
 
Όσα δε λένε γι'αυτόν οι ναυτικοί, ελαύνονται μάλλον σε ταξικές αγκυλώσεις, με κύρια την απαξίωση του επαγγέλματος των.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v